Αναταραχή στην επενδυτική σκηνή έχει προκαλέσει το τελευταίο διάστημα η δημοσιοποίηση της έκθεσης της Quintessential Capital Management (QCM), σύμφωνα με την οποία, η διοίκηση της Akazoo χειραγωγούσε τα στοιχεία της εταιρείας και οι ισολογισμοί της μπορεί στην πραγματικότητα να κρύβουν σοβαρές παρατυπίες.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την έκθεση της QCM, η οικονομική «εικόνα» της Akazoo παρουσιάζει μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ κερδών και ταμειακών ροών, σημαντικές επενδύσεις σε πνευματική ιδιοκτησία (IP) και ένα επίπεδο εισπρακτέων λογαριασμών που απέχει μακράν από τα επίπεδα των ανταγωνιστών της. Επιπλέον, σύμφωνα πάντα με την QCM, η Akazoo έχει πληρώσει ουσιαστικά μηδενικούς φόρους τα τελευταία τέσσερα χρόνια, παρά το γεγονός ότι ισχυρίζεται ότι έχει 21,7 εκατομμύρια δολάρια λογιστικό «κέρδος».
Λίγες ώρες μετά την δημοσιοποίηση της έκθεσης η μετοχή της εταιρείας στα αμερικανικό ταμπλό του Nasdaq τελούσε υπό διαπραγμάτευση με σημαντική πτώση, την ίδια στιγμή που αμερικανικές νομικές εταιρείες, όπως οι Rosen Law Firm, The Schall Law Firm, Glancy Prongay & Murray LLP ανακοίνωναν ότι ξεκινούν νομικές κινήσεις κατά της διοίκησης της Akazοο.
Η Akazoo εταιρεία με φορολογική έδρα το Λουξεμβούργο εισήχθη στις 11 Σεπτεμβρίου 2019 στο αμερικανικό χρηματιστήριο μετά από αντίστροφη συγχώνευση (reverse merger) με την εταιρεία Modern Media Acquisition Corp και με την χρηματιστηριακή της αξία να ξεπερνά τα 325 εκατ. δολ.. Έκτοτε βέβαια, με εξαίρεση τις πρώτες λαμπρές ημέρες της, η πορεία της τιμής της μετοχής της ακολουθεί φθίνουσα πορεία έχοντας απολέσει πάνω από τα 2/3 της αρχικής της αξίας.
Να θυμίσουμε ότι η Akazoo ήταν spin-off της Internet Q, του Παναγιώτη Δημητρόπουλου μιας εταιρείας που ήταν κι αυτή εισηγμένη στην Εναλλακτική Αγορά (ΑΙΜ) του χρηματιστηρίου του Λονδίνου έως το 2016. Τότε η Internet Q μετά από τους ισχυρισμούς για απάτη από το βρετανικό Shareprophets και την αναφορά που είχε δημοσιοποιήσει με τίτλο «Από την Αθήνα με αγάπη: Internet Q – η τιμή στόχος είναι μία δραχμή», βγήκε εκτός διαπραγμάτευση.
Ασχέτως εξέλιξης της υπόθεσης Akazzo, η έκθεση της QCM και τα μέχρι σήμερα δεδομένα επαναφέρουν στο προσκήνιο κι άλλες περιπτώσεις ελληνικών τεχνολογικών εταιρειών που η πραγματική τους κατάσταση δεν είχε καμία σχέση με την ειδυλλιακή εικόνα που παρουσίαζαν.