Ήταν στις αρχές του 2024 όταν οι κάτοικοι του Νιου Χαμσάιρ, που ετοιμάζονταν να ψηφίσουν στις προκριματικές εκλογές της πολιτείας, έλαβαν ένα τηλεφώνημα από τον… Τζο Μπάιντεν που τους προέτρεπε να μείνουν στο σπίτι αποφεύγοντας την ψήφο. Η φωνή ήταν αληθοφανής. Tο μήνυμα όμως, δεν ήταν παρά ένα κατασκεύασμα της τεχνητής νοημοσύνης που οδήγησε τον γενικό εισαγγελέα της περιοχής να ξεκινήσει έρευνα για παράνομη απόπειρα επηρεασμού των προκριματικών εκλογών. Αν και δεν είναι το μόνο, το περιστατικό είναι ενδεικτικό των όλο και πιο εξελιγμένων μέσων παραπληροφόρησης που έχουν στη διάθεσή τους κακόβουλοι χρήστες για να επηρεάσουν την κοινή γνώμη. Το παρήγορο ωστόσο, είναι ότι όσο αυξάνουν τα μέσα για τα deep fakes ή την παραπληροφόρηση, τόσο αυξάνουν και οι πολέμιοί τους, οι οποίοι μέσω της ερευνητικής δημοσιογραφίας και των συνεργατικών σχημάτων προσπαθούν να κάνουν την διαφορά.
Ένας εξ αυτών ο Jeff Kelly Lowestein, ο οποίος αποφάσισε να ασχοληθεί με την ερευνητική δημοσιογραφίας για να μπορέσει να «αφηγηθεί ιστορίες που κάνουν την διαφορά», όπως αναφέρει σε συνέντευξή του στο Insider. Λακωνικός στην περιγραφή, επί της ουσίας και δίχως φίλτρο, διηγείται την ενασχόλησή του με την έρευνα, τις προκλήσεις που αυτή ενέχει αλλά και τον δρόμο που ανοίγει σε συνεργατικά δημοσιογραφικά σχήματα που μπορούν να ασχοληθούν με διασυνοριακές υποθέσεις. Παράλληλα βέβαια, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την παραπληροφόρηση στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης, η οποία επιδρά καταλυτικά όχι μόνο στα μέσα που υπάρχουν διαθέσιμα για την δημιουργία ψευδών ειδήσεων και σε αυτά που ασχολούνται με τον έλεγχό τους (fact checking) αλλά και στις συνήθειες των αναγνωστών.
«Είμαι ιδρυτής και εκτελεστικός διευθυντής του Κέντρου Συνεργατικής Ερευνητικής Δημοσιογραφίας. Είμαι επίσης αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Grand Valley State στο Μίσιγκαν των Ηνωμένων Πολιτειών». Με αυτή τη λακωνική περιγραφή συστήνει τον εαυτό του ο Jeff Kelly Lohenstein. Προσθέτει ωστόσο ότι ο λόγος που άλλαξε ρότα κι αποφάσισε να ασχοληθεί με την ερευνητική δημοσιογραφία ήταν «να πει ιστορίες που μπορούν να κάνουν τη διαφορά». «Στη δημοσιογραφία μεταπήδησα, έκανα αλλαγή καριέρας. Ήμουν στην εκπαίδευση για 15 χρόνια, δίδαξα στο γυμνάσιο, στο λύκειο και απασχολήθηκα και με το πανεπιστήμιο. Κάπου τότε, συνειδητοποίησα ότι αυτό που πραγματικά ήθελα να κάνω ήταν να χρησιμοποιήσω την αφήγηση για να πω ιστορίες που, διαφορετικά, δεν θα είχαν ειπωθεί και που θα μπορούσαν να αποκαλύψουν κάτι. Έκανα αίτηση για να φοιτήσω σε σχετική σχολή δημοσιογραφίας, μου πήρε τρία χρόνια όλο αυτό, αλλά τελικά τα κατάφερα».
Το εγχείρημα βέβαια, δεν ήταν εύκολο, όπως εξηγεί. «Στα 37 μου, η σύζυγός μου, ο γιος μου κι εγώ μετακομίσαμε από τη Μασαχουσέτη στο Σικάγο για να παρακολουθήσω μαθήματα ερευνητικής δημοσιογραφίας. Ήταν δύσκολο. Ήταν μεγάλη η αλλαγή. Πήραμε δάνειο. Αλλάξαμε τη ζωή μας. Έκανα μαθήματα με έναν σπουδαίο δημοσιογράφο, πολύ ενθαρρυντικό. Και αυτό που κατάφερε να μας διδάξει είναι πως όταν κάποιος ασχολείται με την ερευνητική δημοσιογραφία δεν λέει απλά μια ιστορία. Κοιτάει σφαιρικά το σύστημα, την ευρύτερη εικόνα και έτσι κάνει τη διαφορά. Αυτό ήταν που με ενθουσίασε. Πολύ!» συμπληρώνει σαν να θέλει να αιτιολογήσει τον κόπο που απαίτησε και η αρχική ενασχόλησή του με αυτό αλλά και η συνέχεια.
Μια συνέχεια που περιλαμβάνει το Κέντρο Συνεργατικής Ερευνητικής Δημοσιογραφίας (Collaborative Investigative Journalism – CCIJ). «Αφορμή γι’ αυτό ήταν η συνάντησή του με τον Yongjin Kim, τον ιδρυτή του ερευνητικού δημοσιογραφικού δικτύου Newstapa αλλά και του οργανισμού Africa Uncensored με έδρα την Κένυα που επίσης ασχολείται με την ερευνητική δημοσιογραφία. «Γνωρίζοντας αυτά τα άτομα σκέφτηκα ότι θα πρέπει να συνδεθούμε μεταξύ μας, για να δημιουργήσουμε μια παγκόσμια κοινότητα μέσων που ασχολούνται με την ερευνητική δημοσιογραφία».
Στο ποιες ήταν οι μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετώπισε, απαντά υποδεικνύοντας τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει κάποιος για να ασχοληθεί με το ερευνητικό ρεπορτάζ. «Χρειάζεται επιμονή, αντοχή και κάποια υποστήριξη, η οποία δεν υπάρχει πάντα σε ειδησεογραφικά περιβάλλοντα. Εγώ υπήρξαν τυχερός που στα μέρη στα οποία εργάστηκα είχα την υποστήριξη που χρειάστηκα». Και συνεχίζει: «Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι συχνά όταν ερευνάς οι άνθρωποι που σχετίζονται με την έρευνα δεν θέλουν να αποκαλύψουν πληροφορίες, να βοηθήσουν. Κάνουν λοιπόν διάφορα για να δυσκολέψουν την όποια αποκάλυψη προσπαθείς να μεταδώσεις στον κόσμο. Ειδικά στην περίπτωση της Αμερικής τα πράγματα έγιναν δυσκολότερα από την εποχή της πρώτης διακυβέρνησης Τραμπ, όπου ενισχύθηκε ο όρος fake news και ο ίδιος μιλούσε συχνά κατά του Τύπου. Αλλά ακόμα και πριν από αυτό, η παροχή πληροφοριών ή οι απαντήσεις σε ερωτήματα που ετίθεντο στους καθ’ ύλην αρμόδιους αργούσαν να έρθουν, σε μια προσπάθεια να αποφευχθούν να δοθούν».
Έτερη πρόκληση αποτελεί σύμφωνα με τον ίδιο και η υπεύθυνη διήγηση των ιστοριών των ανθρώπων. Καθώς απαντά θυμάται ένα θέμα που έκανε στο παρελθόν για τους οίκους ευγηρίας και τα ιδρύματα, όπου εμπεριείχε διάφορες ιστορίες κακομεταχείρισης ατόμων που ανήκαν σε μειονότητες. «Οι εταιρείες ήταν πολύ - πολύ αργές στο να απαντήσουν στα ερωτήματά μας και η απάντηση ήταν συνήθως “όχι, δεν έχετε δίκιο“. Οι κρατικές αρχές, παρά τις αιτήσεις που κάναμε για να έχουμε πρόσβαση σε δημόσια στοιχεία, ήθελαν και πάλι πολύ καιρό για να απαντήσουν. Πάνω από όλα όμως ήταν η ευθύνη απέναντι στους ανθρώπους. Θυμάμαι μια μητέρα της οποίας η κόρη βίωσε την κακομεταχείριση σε ένα τέτοιο ίδρυμα. Αποφάσισαν να το παλέψουν με την κόρη της, διαδικασία δύσκολη. Καθώς μοιραζόταν μαζί μας μια από τις πιο οδυνηρές εμπειρίες της ζωής της έβαλε τα κλάματα. Διακόψαμε την συνέντευξη, είχαμε ένα κάποιο υλικό. Το δυσκολότερο όλων όμως ήταν η ευθύνη του να διηγηθείς την ιστορία με τρόπο που να αποδίδει δικαιοσύνη σε αυτόν που μόλις την μοιράστηκε. Μεγάλη πρόκληση. Τα καταφέραμε, όταν βγήκε η ιστορία είχε αντίκτυπο. Στην αλλαγή πολιτικής στην οποία οδήγησε η αποκάλυψη, κάλεσα την γυναίκα αυτή για να της πως ότι αυτό το δύσκολο βήμα - του να μοιραστείτε την ιστορία σας με τους αναγνώστες μας - έκανε την διαφορά στον κόσμο. Σας ευχαριστώ».
Σήμερα ωστόσο, οι προκλήσεις διαφοροποιούνται καθώς η ερευνητική δημοσιογραφία μετασχηματίζεται χάριν της τεχνολογίας και δη της τεχνητής νοημοσύνης, με τον κ. Lowestein να επισημαίνει ότι η φύση της αλλαγής είναι διττή. «Από τη μία, έχουμε ανθρώπους που μπορούν να χρησιμοποιήσουν την τεχνητή νοημοσύνη
για να επεξεργαστούν όγκους δεδομένων που δεν θα μπορούσαν να επεξεργαστούν πριν, βγάζοντας συμπεράσματα πιο γρήγορα. Αυτό είναι πολύ συναρπαστικό. Ταυτόχρονα όμως, στην ψηφιακή εποχή που ζούμε έχουν περισσότερες ευκαιρίες και οι άνθρωποι που παρανομούν. Αν δεν λειτουργεί κάτι που σχεδιάζω στην Αγγλία ή την Ελλάδα μπορώ να επιλέξω κάποιον άλλο φορολογικό παράδεισο και να το υλοποιήσω. Ταυτόχρονα υπάρχουν και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μέσω των οποίων και χάρη στην επίδρασή τους διακινείται τεράστιος όγκος παραπληροφόρησης και παραπλανητικής πληροφορίας. Και όλα αυτά όταν η ενασχόληση με την τεχνολογία έχει μειώσει την προσοχή των ανθρώπων, προσανατολίζοντάς τους κατά κύριο λόγο στην εικόνα. Αυτός είναι και ο λόγος που στο CCIJ προσπαθούμε να δώσουμε έμφαση στο οπτικό στοιχείο, να το μετατρέψουμε σε κάτι που οδηγεί την έρευνα. Κάναμε για παράδειγμα ένα θέμα για το νερό στο Κολοράντο και την κλιματική αλλαγή. Υπήρξε άνθρωπος, ο Μίκι, που είχε τραβήξει φωτογραφίες του νερού τα τελευταία 20 χρόνια. Με τον τρόπο αυτό μπορούσες να οπτικοποιήσεις με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την αλλαγή του κλίματος. Οι φωτογραφίες ήταν το θέμα, δεν το συμπλήρωναν. Εφόσον όλα τα παραπάνω υπάρχουν, τα social media για παράδειγμα, δεν έχουμε παρά να τα χρησιμοποιήσουμε. Απλά δεν πρέπει να ξεχνάμε, τόσο εμείς όσο και οι αναγνώστες να τα ελέγχουμε ως προς την ορθότητα των πληροφοριών».
«Υπάρχει σήμερα ένα ολόκληρο οικοσύστημα γύρω από το fact checking, ένα παγκόσμιο δίκτυο που συχνά είναι πολύ γενναιόδωρο στο να μοιραστεί τα εργαλεία που χρησιμοποιεί για τον έλεγχο της ορθότητας των πληροφοριών, με στόχο τον περιορισμό της παραπληροφόρησης» συμπληρώνει, τονίζοντας ότι οι «αποδείξεις» δεν είναι πάντα αυτό που φαίνονται. «Βλέπετε για παράδειγμα μια φωτογραφία από μια συγκέντρωση ενόψει προεκλογικής περιόδου η οποία έχει αναρτηθεί και αναφέρει ότι ο χώρος είχε κατακλυστεί από κόσμο. Και μετά κάνετε μια αντίστροφη αναζήτηση στο Google και διαπιστώνετε ότι ο κόσμος που απεικονίζεται δεν είναι από την συγκεκριμένη συγκέντρωση αλλά από μια συναυλία, στον ίδιο χώρο, δύο χρόνια πριν».
Η ανάγκη για διασταύρωση δε, σύμφωνα με τον ίδιο θα γίνει ακόμα πιο επιτακτική ενόψει και της εξάπλωσης της χρήσης της ΤΝ. «Η τεχνητή νοημοσύνη γίνεται όλο και πιο ικανή να δημιουργεί πληροφορίες που είναι δύσκολο να ελεγχθούν. Στην περίπτωση της ηχητικής τεχνητή νοημοσύνη, είναι σχεδόν αδύνατο πλέον να διακρίνεις τη διαφορά. Η οπτική τεχνητή νοημοσύνη, πλησιάζει όλο και περισσότερο στο να αναπαριστά την «πραγματικότητα» καθιστώντας και πάλι δύσκολη την διάκριση της ορθότητας. Αυτό για εμάς τους δημοσιογράφους σημαίνει ότι αφενός θα πρέπει να εξοικειωθούμε με την ΤΝ και τα εργαλεία της για να μπορούμε να διακρίνουμε το αληθινό από το ψευδές και αφετέρου ότι θα πρέπει να είμαστε όσο το δυνατόν πιο διαφανείς στον τρόπο που κάνουμε τη δουλειά μας. Και φυσικά ανοιχτοί στο να συνδεθούμε με το κοινό μας, να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη του. Πράγμα που στον κόσμο που έχει συνηθίσει να σκρολάρει γίνεται όλο και πιο δύσκολο».
Σε όλα τα παραπάνω θα πρέπει να προσθέσουμε και «μια συντονισμένη, συνεργατική, διασυνοριακή προσπάθεια». Βάσει έρευνας όσοι ασχολούνται με την παραπληροφόρηση της κοινής γνώμης έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά χρησιμοποιούν τις ίδιες στρατηγικές είτε πρόκειται για το Μάλι, είτε για την Ελλάδα, είτε για τη Ρωσία ή τις Ηνωμένες Πολιτείες. Έτσι η λύση πρέπει να έρθει μέσα από παγκόσμια συνεννόηση, να ανοίξουμε διάλογο με τους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν το πρόβλημα, γιατί είναι το ίδιο. Και φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οφείλαμε κι οφείλουμε να είμαστε διαφανείς. Δεν πρέπει να λέμε αυτό συμβαίνει, αλλά αυτά είναι τα ευρήματά μας, αυτή η μεθοδολογία μας, δείτε κι εσείς».