Με διαφορετικές ταχύτητες συνεχίζει να κινείται ο τουρισμός εν μέσω πανδημίας, καθιστώντας, σύμφωνα με τους φορείς του κλάδου, απαραίτητη την συνέχιση της στήριξης για συγκεκριμένη μερίδα επιχειρήσεων.
Το φαινόμενο που παρατηρήθηκε το καλοκαίρι - με άλλους προορισμούς να προσεγγίζουν τον πιο θερμό μήνα του καλοκαιριού τις επιδόσεις του 2019 κι άλλους να παρουσιάζουν χαμηλούς δείκτες ανάκαμψης, σκιαγραφήθηκε έντονα και στην πρόσφατη ετήσια έρευνα του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων, με τίτλο: «Οι επιδόσεις των ελληνικών ξενοδοχείων το 2021».
Στο 60% η πληρότητα των εορτών
Ειδικότερα, διαπιστώνεται ότι τα πολυτελή καταλύματα, εποχικής λειτουργίας, διατηρούν ποσοστά υψηλής ζήτησης τα οποία σε συνδυασμό με το μικρότερο λειτουργικό κόστος λόγω εποχικότητας οδηγούν σε καλύτερες επιδόσεις. Στον αντίποδα, τα ξενοδοχεία χαμηλότερης κατηγορίας και τα καταλύματα δωδεκάμηνης λειτουργίας, τα οποία σε μεγάλο μέρος τους βρίσκονται σε αστικούς προορισμούς, επιβαρύνονται δυσανάλογα.
Να θυμίσουμε ότι σύμφωνα με την έρευνα, το 2021 λειτούργησε το 96% των ελληνικών ξενοδοχείων, με μέση πληρότητα 68% και μέση τιμή του δίκλινου δωματίου τα 68 ευρώ. Τρία στα τέσσερα ξενοδοχεία ανοίξανε μεταξύ Μαΐου και Ιουλίου, ενώ ο συνολικός τζίρος τους ανήλθε σε 5,48 δισ. ευρώ, δηλαδή 35% χαμηλότερος από τον αντίστοιχο τζίρο του 2019.
Βάσει των στοιχείων, προκύπτει ότι τα ξενοδοχεία συνεχούς λειτουργίας, τα οποία αριθμούν περί τις 3.900 από το σύνολο των 10.100 περίπου μονάδων της χώρας, παρουσιάζουν μεσοσταθμική μείωση του τζίρου κατά 57% σε σχέση με το ίδιο έτος αναφοράς. Μάλιστα, οι εν λόγω μονάδες δεν κατάφεραν να καλύψουν το χαμένο έδαφος ούτε εν μέσω εορτών, παρότι η πλειονότητα αυτών άνοιξε, σε αντίθεση με τις προηγούμενες χρονιές. Για την ακρίβεια και βάσει της έρευνας τις εβδομάδες των εορτών, τα ορεινά ξενοδοχεία - το 97% των οποίων ήταν ανοιχτά - εμφάνισαν εβδομαδιαίες πληρότητες που άγγιξαν το 60%, με μόνο το τριήμερο των εορτών να επιτυγχάνεται πληρότητα της τάξης του 90% κι αυτό για τα καταλύματα που βρίσκονται σε δημοφιλείς προορισμούς. Σε ακόμα χαμηλότερα επίπεδα κινήθηκαν τα ξενοδοχεία πόλης - εκ των οποίων παρέμεινε κλειστό το 1 στα 4. Η πληρότητα τους έφτασε μόλις στο 33% τον Νοέμβριο και η πτώση συνεχίστηκε έως και τον Ιανουάριο, όπου η πληρότητα ανήλθε στο 20%.
Η συνθήκη παραμένει δύσκολη, αφού τα ορεινά και τα αστικά ξενοδοχεία καλούνται να λειτουργήσουν και εν μέσω του τρέχοντος πανδημικού κύματος, αντιμετωπίζοντας παράλληλα αυξημένα κόστη λειτουργίας, εξαιτίας των ανατιμήσεων σε πρώτες ύλες κι ενέργεια κι έχοντας ήδη ρίξει τις τιμές πώλησης δωματίων (62 ευρώ κατά μέσο όρο τις εβδομάδες των εορτών και πλέον έχει πέσει στο 45-50 ευρώ κατά μέσο όρο το δωμάτιο).
Διαφορετικές ταχύτητες και στον τζίρο των ξενοδοχείων
Τις διαφορετικές ταχύτητες του τουριστικού κλάδου επισφραγίζει και ο τζίρος των ξενοδοχείων την χρονιά που μας πέρασε. Όπως αποτυπώνεται στη μελέτη από τα 5,48 δισ. ευρώ που μπήκαν στα ταμεία των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων τα 2,82 δισ. ευρώ περίπου κατευθύνθηκαν στις μονάδες πέντε αστέρων. Η ισχυρή ζήτηση για διαμονή στις πεντάστερες μονάδες είχε ως αποτέλεσμα ο τζίρος τους να περιοριστεί μόνο κατά 8,4% σε σχέση με την χρυσή χρονιά του 2019 - σε σχέση με το 76,1% που είχε περιοριστεί πέρυσι εν συγκρίσει με το 2019, την ώρα που οι απώλειες τζίρου στις άλλες κατηγορίες διαμονής ξεπέρασαν το 45%. Με μια απλή αφαίρεση, δε, προκύπτει ότι υπόλοιπες τέσσερις κατηγορίες μοιράστηκαν τα 2,66 δισ. ευρώ από τον συνολικό τζίρο. Αναλυτικότερα, τα 4στερα ξενοδοχεία κατέγραψαν πτώση τζίρου της τάξης του 45,8% σε σχέση με το 2019 (1,518 δισ. ευρώ), οι μονάδες τριών αστέρων πτώση τζίρου της τάξης του 49,4% (697 εκατ. ευρώ) ενώ αυτές του ενός αστεριού πτώση της τάξης του 49,2% (70 εκατ. περίπου) σε σχέση με το 2019. Σε δυσμενέστερη θέση βρέθηκαν τα ξενοδοχεια 2 αστέρων, ο τζίρος των οποίων έφτασε τα 378 εκατ. περίπου από 1,024 δισ. που ήταν το 2019 καταγράφοντας πτώση της τάξης του 63,1%.
Παρά τις καλές επιδόσεις δεδομένων των συνθηκών, το έλλειμμα στα ταμειακά διαθέσιμα των ξενοδοχείων συνεχίστηκε με τα ξενοδοχεία να εισπράττουν κατά μέσο όρο 79% λιγότερες προκαταβολές σε σχέση με το 2019, γεγονός που αντιστοιχεί σε έλλειμμα 590 εκατ. ευρώ. Λαμβάνοντας δε υπόψη και τα 50 εκατ ευρώ από τα voucher που υπολείπονται προς επιστροφή, το έλλειμμα στα ταμειακά διαθέσιμα των ξενοδοχείων, διαμορφώνεται στα 640 εκατ. ευρώ.
Καμπανάκι από τους φορείς
«Το αποτύπωμα της πανδημίας στα βασικά οικονομικά μεγέθη των ξενοδοχείων είναι εμφανές και μετατρέπεται σε πραγματικό βρόγχο ειδικά για τα ξενοδοχεια συνεχούς λειτουργίας» ανέφερε χαρακτηριστικά κατά την παρουσίαση της μελέτης του ΙΤΕΠ ο πρόεδρος του ΞΕΕ, Αλέξανδρος Βασιλικός, τονίζοντας ότι πέρα από το άνοιγμα και τους τζίρους υπάρχουν και τα λειτουργικά κόστη, τα οποία κινούνται ανοδικά εξαιτίας του κόστους ενέργειες και προμηθειών».
Σύμφωνα με τον ίδιο το έλλειμμα στα ταμειακά διαθέσιμα σε συνδυασμό με τις διαφορετικές ταχύτητες στον κλάδο, καθιστά άμεση την ανάγκη συνέχισης της στήριξης, όχι όμως με οριζόντιο τρόπο, όπως στο παρελθόν. «Η στήριξη στον κλάδο πρέπει να συνεχιστεί και να δοθεί έμφαση εκεί που υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη, όπως τα ξενοδοχεία συνεχούς λειτουργίας» προσέθεσε χαρακτηριστικά ο κ. Βασιλικός συμπληρώνοντας ότι για τα μη οριζόντια μέτρα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για παράδειγμα κλίμακες πτώσης τζίρου. «Παρόλο που η πάγια θέση του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου είναι ότι δεν πρέπει να υπάρχει διάκριση θα πρέπει η κυβέρνηση να εστιάσει στους πιο αδύναμους» επεσήμανε ο κ. Βασιλικός. Άλλωστε, όπως προσέθεσε, η Ελλάδα δεν μπορεί να αποτελεί κορυφαίο τουριστικό προορισμό έχοντας αποκλειστικά πεντάστερες μονάδες. «Πάντα θα θέλεις ξενοδοχεία ενός και δύο αστέρων, τα οποία στην περίπτωση της χώρας μας αποτελούν το 50% του ξενοδοχειακού δυναμικού» τόνισε χαρακτηριστικά.
Για το λόγο αυτό μάλιστα το ΤΕΕ αναμένεται τις επόμενες ημέρες να καταθέσει προτάσεις στην πολιτεία για την συνέχεια των μέτρων βοήθειας, ώστε να ξεκινήσει ένας εποικοδομητικός διάλογος για την προστασία του κλάδου που έχει μεγάλη συνεισφορά στην οικονομία της χώρας. Σημειωτέον ότι από τα μέτρα στήριξης που έχει ήδη υιοθετήσει η κυβέρνηση καλύφθηκε το 40% των εξόδων των ξενοδοχειακών μονάδων.