Ακμαίο παρατηρήθηκε από την αρχή της τρέχουσας χρονιάς το ενδιαφέρον εγχώριων και διεθνών τουριστών για διακοπές στην Ελλάδα, με την χώρα μας να συγκαταλέγεται ήδη από τον Ιανουάριο, στις πρώτες θέσεις της λίστας με τους top προορισμούς για το καλοκαίρι του 2022. Παρά τις έκρυθμες συνθήκες της πανδημίας και του πολέμου μάλιστα, οι οποίες έφεραν μια παροδική και μικρής διάρκειας επιβράδυνση των κρατήσεων, οι ταξιδιώτες συνέχισαν να ψηφίζουν Ελλάδα, μετουσιώνοντας το ενδιαφέρον σε αφίξεις ήδη από τον Απρίλιο, μήνα που σηματοδότησε την επίσημη έναρξη της φετινής σεζόν. Έκτοτε, αφίξεις και προσδοκίες βαίνουν αυξανόμενες. Το ίδιο αυξανόμενο όμως, βαίνει και το κόστος διακοπών αλλά ελληνικά, καθώς οι επιχειρήσεις προσπαθούν να διαχειριστούν τις πολλαπλές ανατιμήσεις που παρατηρούνται, γεγονός που δυσχεραίνει το τουριστικό στοίχημα ακόμα και φέτος.
Στο κόκκινο οι κρατήσεις
Προς επίρρωση των προαναφερθέντων αρκεί να αναφέρουμε ότι ο κύκλος εργασιών για το σύνολο των επιχειρήσεων του κλάδου των καταλυμάτων στο πρώτο τρίμηνο του έτους κατέγραψε άλμα 205% σε σχέση, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Η καλή εκκίνηση συνεχίστηκε και κατά το επίσημο άνοιγμα της σεζόν, τον Απρίλιο, όπου η κίνηση στα ελληνικά αεροδρόμια, πριμοδοτούμενη κι από τις διακοπές του Πάσχα, κατέγραψε άνοδο της τάξης του +1.179,8% σε σχέση με τον Απρίλιο του 2021 και πλησίασε τα επίπεδα 2019, βάσει των στοιχείων της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας(ΥΠΑ). Η καλή εικόνα έγινε ακόμα καλύτερη τον Μάιο όπου η επιβατική κίνηση τόσο στα 14 περιφερειακά αεροδρόμια που διαχειρίζεται η Fraport Greece όσο και στο Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών, κατάφερε να κλείσει ακόμα περισσότερο την ψαλίδα με την χρυσή για τον τουρισμό χρονιά του 2019, ανακτώντας το 96% και το 90% των αντίστοιχων προ πανδημικών επιπέδων.
Θερμότεροι, αναμένονται και οι επόμενοι δύο μήνες, με παράγοντες της αγοράς να επισημαίνουν ότι σε δημοφιλείς προορισμούς οι κρατήσεις έχουν πάρει φωτιά. Σύμφωνα με πληροφορίες σε προορισμούς όπως η Κρήτη, η Μύκονος, η Σαντορίνη, η Κέρκυρα, και η Ρόδος, οι πληρότητες στην καρδιά του καλοκαιριού αναμένεται να ξεπεράσουν το 90%, με πολυάριθμα καταλύματα να αγγίζουν ακόμη και το «fully booked». Ακόμα δε και στην περίπτωση δημοφιλών προορισμών της Βόρειας Ελλάδας, όπου η έκθεση στους Ρώσους τουρίστες ήταν μεγάλη εντείνοντας τους προβληματισμούς των τουριστικών φορέων της περιοχής, η κατάσταση δείχνει να βελτιώνεται με Γερμανούς, Άγγλους και Ιταλούς να αναπληρώνουν το κενό.
Αντίστοιχη είναι και η εικόνα που δίνουν οι κρατήσεις εξοχικών κατοικιών της χώρας μας, τα οποία δημοσιοποίησε μέσα στην εβδομάδα η Holidu - εταιρεία τεχνολογίας που διαθέτει ένα από τα πιο γνωστά site ενοικίασης εξοχικών κατοικιών και η οποία αποφάσισε πρόσφατα να επεκταθεί και στην χώρα μας. Με βάση τα στοιχεία της Holidu, η Ελλάδα αναμένει το φετινό καλοκαίρι ρεκόρ κρατήσεων, με δημοφιλείς προορισμούς του Νότιου Αιγαίου αλλά και του Ιονίου να έχουν την τιμητική τους. Κέρκυρα, Ζάκυνθος, Κεφαλονιά, Ρόδος Μύκονος, Σαντορίνη και Κως καταγράφουν υψηλές πληρότητες για το καλοκαίρι, ενώ αρκετά καλά φαίνεται να κινούνται και οι κρατήσεις για την χαμηλή σεζόν, από τα μέσα Σεπτεμβρίου κι έπειτα δηλαδή.
Στα ύψη το κόστος διακοπών
Πέρα βέβαια από τις αφίξεις και τις κρατήσεις, τις οποίες αυξάνει η έντονη διάθεση του παγκόσμιου πληθυσμού για διακοπές φέτος, στα ύψη φαίνεται να έχει οδηγήσει το ανεξέλεγκτο ράλι του πληθωρισμού και το κόστος διακοπών, εκτινάσσοντας τις τιμές σε ξενοδοχεία και μεταφορές.
Αρκεί να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η άνοδος στις τιμές των αεροπορικών εισιτηρίων και των δωματίων στα ξενοδοχεία υπερέβη το 20% σε ετήσια βάση και διαμορφώθηκε στο 22,8% και στο 22,2% αντίστοιχα.
Αύξηση της τάξης του 17,7% κατέγραψαν και οι τιμές στα ακτοπλοϊκά εισιτήρια, ανεβάζοντας σημαντικά το συνολικό κόστος των φετινών διακοπών ενώ κατά 8,4%, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, αυξήθηκε συνολικά και η τιμή στο πακέτο διακοπών.
Μάλιστα ενόσω προχωρούμε στους πιο θερμούς μήνες του καλοκαιριού, τόσο πιο πολύ αναθερμαίνονται και οι τιμές. Για παράδειγμα μεταξύ Απριλίου και Μαΐου της φετινής χρονιάς καταγράφονται αυξήσεις στις τιμές των αεροπορικών εισιτηρίων κατά 14,9% και των ξενοδοχείων σε ποσοστό 8,2%.
Αντίστοιχα αυξημένο είναι και το κόστος στην περίπτωση των εξοχικών κατοικιών. Συγκεκριμένα βάσει των στοιχείων της Holidu, ένα εξοχικό σε κάποιο ελληνικό καλοκαιρινό προορισμό στη χώρα μας κοστίζει κατά μέσο όρο φέτος 167 ευρώ ανά διανυκτέρευση, με το budget για διαμονή να παρατηρείται κατά 50% υψηλότερο σε σύγκριση με το 2019.
Αυξήσεις της τάξης του 10% - 15% στις τιμές των ξενοδοχείων όσον αφορά τις μεμονωμένες κρατήσεις, και όχι τα πακέτα που είχαν συμφωνηθεί με τους tours operators, είχε αναφέρει και ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων, κ. Γρηγόρης Τάσιος, τονίζοντας ωστόσο ότι το αυξημένο ενεργειακό κόστος και οι ανατιμήσεις σε βασικά αγαθά θα επιβαρύνουν κατά 25% το λειτουργικό κόστος ξενοδοχείων, κάτι που είναι αδύνατον να απορροφηθεί εξ ολοκλήρου.
Η δύσκολη εξίσωση
Ο πληθωρισμός και οι συνεχείς ανατιμήσεις σε ενέργεια, βασικά είδη διατροφής, εισιτήρια και διαμονή έχουν σίγουρα συμπιέσει τα εισοδήματα των ευρωπαίων πολιτών. Οι εν λόγω αυξήσεις βέβαια πιθανότατα δεν θα επηρεάσουν το φετινό στοίχημα αφού τα διαθέσιμα των νοικοκυριών μετά την πανδημία είναι αισθητά αυξημένα και η διάθεση για ταξίδια μετά από τον διετή εγκλεισμό εντονότερη από ποτέ.
Ακόμα και το φετινό «μαξιλαράκι» όμως, δημιουργεί αστερίσκους τόσο για φέτος όσο και για την συνέχεια. Στην περίπτωση της τρέχουσας χρονιάς, το ερωτηματικό αφορά κυρίως στις δαπάνες που θα κάνουν τελικά οι τουρίστες για τις διακοπές τους. Αν οι πληθωριστικές πιέσεις σε συνδυασμό με το αυξημένο κόστος διαμονής και μεταφορικών περιορίσουν το διαθέσιμο των διακοπών, η τάση για αύξηση της μέσης δαπάνης που παρατηρήθηκε πέρυσι (σ.σ.η μέση δαπάνη ανά ταξίδι το 2021 διαμορφώθηκε στα 688,9 ευρώ έναντι 583,2 ευρώ το 2020) θα μπορούσε να καμφθεί, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για τις τουριστικές επιχειρήσεις και τις συνολικές τουριστικές επιδόσεις της χώρας.
Αν δε η κατάσταση συνεχιστεί, τα σχέδια των τουριστικών φορέων κι επιχειρήσεων για ολική επαναφορά το 2023 θα μπορούσαν να ανατραπούν και η Ελλάδα να κληθεί να προσελκύσει υψηλότερου εισοδηματικού επιπέδου τουρίστες για να καλύψει το κενό που θα δημιουργηθεί. Εξίσωση που η επίλυσή της, ειδικά αν συνδυαστεί με τις υψηλές πληθωριστικές πιέσεις, φαντάζει δύσκολη.