Την πρώτη σεζόν κανονικότητας μετά την πανδημία του κορονοϊού φάνηκε να διένυσε η χώρα το φετινό καλοκαίρι, με τις συνολικές επιδόσεις να προσεγγίζουν αυτές του 2019. Μάλιστα ο τζίρος των τουριστικών επιχειρήσεων ήδη από τον Ιούλιο έδειξε να κινείται οριακά υψηλότερα (0,5%) από την χρονιά ορόσημο για τον κλάδο, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της ΤτΕ. Την ίδια στιγμή βέβαια, τα χαρακτηριστικά της υγειονομικής κρίσης δεν απαλείφθηκαν εντελώς, με τις διαφορετικές ταχύτητες στον κλάδο να συνεχίζονται ακόμα και τον θερμό μήνα του καλοκαιριού.
Ενδεικτική προς αυτή την κατεύθυνση ήταν η απόδοση των ξενοδοχείων της Αθήνας, σύμφωνα με την οποία ο Αύγουστος δεν κατάφερε να κλείσει την ψαλίδα που άνοιξε η πανδημία με τις προπανδημικές χρονιές. Σύμφωνα με τα στοιχεία Απόδοσης Ξενοδοχείων Αθήνας – Αττικής που δημοσιοποίησε χθες η Ένωση Ξενοδόχων Αθηνών, Αττικής και Αργοσαρωνικού, ο θερμότερος μήνας του καλοκαιριού έδωσε εκ νέου αρνητικό πρόσημο στην πληρότητα των ξενοδοχείων της περιοχής.
Για την ακρίβεια η πληρότητα τον Αύγουστο διαμορφώθηκε στο 82,1%, κινούμενη κατά 2,7% χαμηλότερα σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα αλλά και αντιστρόφως ανάλογα από τον αμέσως προηγούμενο μήνα, τον Ιούλιο, όπου για πρώτη φορά από την αρχή της υγειονομικής κρίσης έφτασε τα αντίστοιχα επίπεδα του 2019 και διαμορφώθηκε στο 89%.
Οι επιδόσεις του Αυγούστου είχαν σαν αποτέλεσμα το αρνητικό πρόσημο να διατηρηθεί σε πληρότητες και έσοδο ανά διαθέσιμο δωμάτιο και σε επίπεδο οκταμήνου. Συγκεκριμένα την περίοδο Ιανουαρίου - Αυγούστου η πληρότητα των ξενοδοχείων κατέγραψε απώλειες της τάξης του -15,8% σε σχέση με το 2019, ενώ το έσοδο ανά διαθέσιμο δωμάτιο (RevPar) φάνηκε να υπολείπεται -4,9% σε σχέση με το 2019. Η μόνη θετική πρόοδος καταγράφηκε στην μέση τιμή δωματίου η οποία σημείωσε άνοδο κατά +12.9%.
Η Αθήνα μένει πίσω σε σχέση με τους ανταγωνιστές
Παρότι μάλιστα το πρόσημο ήταν θετικό και στους τρεις δείκτες εν συγκρίσει με την αμέσως προηγούμενη χρονιά (2021) ακόμα κι αυτή η άνοδος δεν ήταν αντίστοιχη των μεγάλων ανταγωνιστών της Ελληνικής πρωτεύουσας. Για την ακρίβεια η Αθήνα κατέγραψε την μικρότερη θετική μεταβολή το 2022 σε σχέση με το 2021, μεταξύ των 11 εξεταζόμενων χωρών, τόσο από άποψη πληροτήτων, όσο κι από άποψη μέσης τιμής και εσόδου ανά διαθέσιμο δωμάτιο. Αξίζει να σημειωθεί ωστόσο ότι ανά περιπτώσεις σε αυτό συνέβαλαν και οι καλές περσινές επιδόσεις της πρωτεύουσας σε σχέση με τους ανταγωνιστές, όπως προκύπτει κι από το παρακάτω διάγραμμα.
Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι στην περίπτωση της Αθήνας, τον Αύγουστο του 2022 η μέση πληρότητα αυξήθηκε κατά 27,1% σε σχέση με πέρυσι, η μέση τιμή (ADR ) κατά 21,85 % ενώ το έσοδο ανά διαθέσιμο δωμάτιο(RevPar) κατά 54,8%.
Στην περίπτωση της Ρώμης για παράδειγμα η πληρότητα σε σχέση με το 2021 παρουσίασε την τρέχουσα χρονιά άνοδο της τάξης του 145,3%, η μέση τιμή (ADR) άνοδο 36,4% ενώ το έσοδο ανά διαθέσιμο δωμάτιο υπερδιπλασιάστηκε αυξανόμενο κατά 234,4%.
Αντίστοιχα στην Μαδρίτη η πληρότητα αυξήθηκε κατά 93,8%, η μέση τιμή κατά 49,4% ενώ το έσοδο ανά διαθέσιμο δωμάτιο κατά 189,6%.
Στη γειτονική Τουρκία και ειδικότερα στην Κωνσταντινούπολη, όπου και πέρυσι σημείωσε καλές επιδόσεις, η πληρότητα ήταν αυξημένη κατά 61,5%, η μέση τιμή κατά 39,9% ενώ το έσοδο ανά διαθέσιμο δωμάτιο εκτινάχθηκε κατά 126,1%.
Όσο για την Βαρκελώνη, η μέση πληρότητα αυξήθηκε σε σχέση με το 2021 κατά 106,4%, η μέση τιμή δωματίου κατά 61,6% ενώ το έσοδο ανά διαθέσιμο δωμάτιο κατά 233,5%.
Σύμφωνα με τα παραπάνω η Αθήνα παρουσιάζει την πλέον αργή εξέλιξη σε απόλυτα νούμερα και σε επιδόσεις -σε αντίθεση με τους ανταγωνιστές που βλέπουν τριψήφιες μεταβολές τον Αύγουστο.
Εντείνονται οι αμφιβολίες για την συνέχεια
Τα βλέμματα όλων στρέφονται πλέον στους μήνες που ακολουθούν όπου παραδοσιακά την πρωτεύουσα επισκέπτονται περισσότεροι τουρίστες. Σύμφωνα με την ΕΞΑΑΑ οι ενδείξεις είναι θετικές τουλάχιστον για τον Σεπτέμβριο όπου δείχνει να κινείται καλύτερα από τον Αύγουστο. Οι αμφιβολίες όμως για την συνέχεια και ειδικά για τον χειμώνα παραμένουν έντονες και συνδυάζονται με τις μεγάλες αυξήσεις από άποψη λειτουργικών εξόδων και την ένταση των πληθωριστικών πιέσεων.
Να θυμίσουμε ότι τις αμφιβολίες του για τις προοπτικές της παγκόσμιας ταξιδιωτικής βιομηχανίας την επόμενη χρονιά εξέφρασε πρόσφατα και ο γενικός διευθυντής και διευθύνων σύμβουλος της Trivago (Expedia Group), Alex Hefer. Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε σε συνέντευξή του, το 2023 τα ταξίδια θα είναι λιγότερα και η μέση διαμονή θα έχει μικρότερη διάρκεια, εξαιτίας κυρίως των πληθωριστικών πιέσεων και της απώλειας αγοραστικής δύναμης από πλευράς των καταναλωτών. Αυτό τελικά, σύμφωνα με τον ίδιο, θα περιορίσει τα έσοδα των τουριστικών επιχειρήσεων οι οποίες θα καταγράψουν απώλειες έναντι του 2022.