Μπορεί η φετινή τουριστική σεζόν να χαρακτηρίστηκε επιτυχημένη, με τις πληρότητες και τις αεροπορικές αφίξεις να προσεγγίζουν κατά πολύ τα επίπεδα του 2019, ωστόσο οι αστάθμητοι παράγοντες του πληθωρισμού και του πολέμου φαίνεται να επιβάρυναν δυσανάλογα τα ξενοδοχεία, αυξάνοντας τα κόστη και μειώνοντας τα περιθώρια κέρδους.
Το «πλήγμα» από την αύξηση του ενεργειακού κόστους και των τιμών, το οποίο είχαν αποτυπώσει ουκ ολίγες φορές, φορείς και παράγοντες του κλάδου, εκτιμάται ότι ήταν μεγάλο, αρχής γενομένης του πολέμου. Γεγονός που επιβεβαίωσε πρόσφατα και σχετική έρευνα του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ), μέρος της οποίας παρουσιάστηκε στο πλαίσιο της 10ης Γενικής Συνέλευσης του ΞΕΕ.
Η αύξηση του ενεργειακού κόστους και του κόστους των προϊόντων
Σύμφωνα με αυτή, αρχής γενομένης της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία τον περασμένο Φεβρουάριο, το κόστος της αγοράς τροφίμων - ποτών και το κόστος της ενέργειας αντιστοιχούσε σε ποσοστό πάνω από το 50% του τζίρου των ξενοδοχείων. Τον Οκτώβριο μάλιστα το κόστος της ενέργειας και η τιμή των πρώτων υλών παρατηρήθηκε αυξημένη κατά 102,1% και κατά 45,8% σε σχέση με τον Αύγουστο του 2019, σύμφωνα με άλλη μελέτη που κατέγραψε την αύξηση των λειτουργικών εξόδων που είχαν τα ξενοδοχεία εξαιτίας των πληθωριστικών πιέσεων που δημιούργησε ο πόλεμος.
Η επιβάρυνση μάλιστα κινήθηκε ανοδικά καθόλη τη διάρκεια της σεζόν, παραμένοντας σταθερά σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από την προ πολεμική περίοδο και δη από την περίοδο προ πανδημίας. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι στην περίπτωση του ενεργειακού κόστους σύμφωνα με το ΙΤΕΠ τον Ιούνιο του 2022 παρατηρήθηκε άνοδος της τάξης του 52,4% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2019. Η διαφορά ενισχύθηκε περαιτέρω τον Ιούλιο με το ενεργειακό κόστος να διαμορφώνεται στο +56,9%, ενώ τον Αύγουστο εκτινάχθηκε στο +94,3%. Αντίστοιχα τον Σεπτέμβριο, η μεταβολή του κόστους ενέργειας έφτασε στο +100,2%, για να κλείσει στον Οκτώβριο στο συν +102,1% σε σχέση με το 2019.
Όσο για τη μεταβολή του κόστους αγοράς προϊόντων, η άνοδος τον Ιούνιο σε σχέση με το 2019 έφτασε το +34,9% και έως τον Αύγουστο έβαινε αυξανόμενη (+36% τον Ιούλιο και +45,8%, τον Αύγουστο). Μικρή αποκλιμάκωση παρατηρήθηκε το δίμηνο Σεπτεμβρίου - Οκτωβρίου, με το κόστος της αγοράς προϊόντων να φτάνει στο +43,3% τον Σεπτέμβριο και στο +41,2% τον Οκτώβριο.
Αντισταθμιστικό παράγοντα αποτελεί εν μέρει η αύξηση της μέσης δαπάνης των τουριστών, αλλά και η αύξηση της μέσης τιμής διανυκτέρευσης στα ξενοδοχεία της χώρας. Σε καμία περίπτωση όμως αυτή δεν ανέρχεται στα επίπεδα της αύξησης της ενέργειας και των πρώτων υλών, ώστε να καλύψει την διαφορά του λειτουργικού κόστους, ειδικά σε ξενοδοχεία χαμηλότερης κατηγορίας τιμής. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι με βάση τα στοιχεία που συγκεντρώνονται από την Ένωση Ξενοδόχων Αθηνών Αττικής Αργοσαρωνικού με τη συνεργασία της εξειδικευμένης εταιρείας συμβούλων GBR Consulting, η Μέση Τιμή Δωματίου για το μήνα Σεπτέμβριο στην Αθήνα καταγράφηκε αυξημένη, σε διψήφιο ποσοστό, φθάνοντας τα 144 ευρώ, κινούμενη όμως μόλις +16,6% έναντι του 2019.
Η απώλεια των Ρώσων τουριστών
Στην προαναφερθείσα επιβάρυνση που προκάλεσαν οι έκρυθμες γεωπολιτικές συνθήκες στην λειτουργία των ξενοδοχείων θα πρέπει να προστεθεί και η απώλεια των Ρώσων τουριστών από τις εγχώριες ξενοδοχειακές μονάδες, η οποία μαζί με την συρρίκνωση της κρουαζιέρας τους πρώτους μήνες του έτους εξαιτίας της υγειονομικής κρίσης, αποτέλεσαν τους βασικούς παράγοντες που κράτησαν τα έσοδα πίσω από τα επίπεδα του 2019.
Να υπενθυμίσουμε ότι την περίοδο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2022, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις εμφάνισαν μείωση κατά -3,1% και διαμορφώθηκαν στα 15.604 εκατ. ευρώ. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στη μείωση των εισπράξεων από κατοίκους των χωρών εκτός της ΕΕ-27 κατά -9,9%, οι οποίες διαμορφώθηκαν στα 6.301 εκατ. ευρώ και αντισταθμίζεται εν μέρει από τους κατοίκους των χωρών της ΕΕ-27, οι εισπράξεις των οποίων ήταν κατά +3,1% υψηλότερες και διαμορφώθηκαν στα 9.000 εκατ. ευρώ (7.094 εκατ. ευρώ οι εισπράξεις από κατοίκους των χωρών της ζώνης του ευρώ και 1.906 εκατ. ευρώ από κατοίκους των χωρών εκτός Ευρωζώνης).
Η μείωση των εσόδων σε απόλυτους αριθμούς έφτασε τα -503 εκατ. € με το μεγαλύτερο μέρος των απωλειών να εδράζεται στην έλλειψη Ρώσων τουριστών αλλά και στην αργή ανάκαμψη - από τον Μάρτιο κι έπειτα - της κρουαζιέρας. Η υστέρηση εσόδων έναντι του 2019 έφτασε τα -503 εκατ. € με τα – 341 εκατ. € να οφείλονται στην απώλεια της ρωσικής αγοράς.