Μείωση της προκλητής ζήτησης εξετάσεων, βελτίωση στην ποιότητα της διάγνωσης και θεραπείας χιλιάδων ασθενών και περιορισμό της έκθεσης του γενικού πληθυσμού σε περιττή ιοντίζουσα ακτινοβολία, αναμένεται να φέρει η επικαιροποίηση των Διαγνωστικών Πρωτοκόλλων, που διενήργησε η Ελληνική Ακτινολογική Εταιρεία (ΕΑΕ), με την ένταξή τους στο σύστημα της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης.
Συνολικά, μέχρι σήμερα, έχουν επικαιροποιηθεί 80 πρωτόκολλα, που αντιπροσωπεύουν περίπου τα 2/3 του συνόλου και μέχρι τα τέλη του Νοεμβρίου θα έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία και για τα υπόλοιπα.
Ως Διαγνωστικό Πρωτόκολλο ορίζεται η επιλογή των πιο κατάλληλων απεικονιστικών εξετάσεων για ένα ασθενή, ανάλογα με την κλινική του εικόνα αλλά και την παρακολούθησή του, επί εδάφους χρόνιου νοσήματος.
Κύριο μέλημα της επικαιροποίησης είναι να βοηθήσει στην επιλογή του βέλτιστου πρωτοκόλλου για κάθε ασθενή, στηριζόμενη σε 3 άξονες:
1. Ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών απεικόνισης όπου αυτές έχουν ένδειξη.
2. Μείωση των άχρηστων εξετάσεων που δεν βοηθούν τον ασθενή και επιπλέον τον επιβαρύνουν οικονομικά τόσο αυτόν όσο και την πολιτεία.
3. Προστασία του ασθενούς από αλόγιστη χρήση της ιονίζουσας ακτινοβολίας.
Τα παραπάνω αναφέρθηκαν σε συνέντευξη Τύπου, στο πλαίσιο της οποίας παρουσιάστηκαν τα «Διαγνωστικά Πρωτόκολλα» και τα «Πρωτόκολλα Ογκολογικής Απεικόνισης», από τον πρόεδρο της ΕΑΕ Δρ. Αθανάσιο Χαλαζωνίτη. Στα οικονομικά οφέλη που θα προκύψουν μετά τη εφαρμογή τους αναφέρθηκε η κα Ρουμπίνη Γεωργακοπούλου, Μέλος Επιτροπής Διαπραγμάτευσης clawback του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου (ΠΙΣ) και Μέλος Επιτροπής Επαγγελματικών Θεμάτων της Ελληνικής Ακτινολογικής Εταιρείας.
«Stop» στις περιττές εξετάσεις και μείωση του clawback
Όπως επισημάνθηκε, η προκλητή ζήτηση έχει τρία σκέλη:
1. το πρώτο αφορά στον ίδιο τον ασθενή, ο οποίος ζητά τη συνταγογράφηση εξετάσεων από το γιατρό του. Προκειμένου να διασφαλίσει τη σχέση του με τον ασθενή, ο γιατρός συνταγογραφεί τις εξετάσεις που του ζητάει, ακόμα και αν δεν τις κρίνει απαραίτητες,
2. ένα μικρότερο κομμάτι αφορά στους γιατρούς οι οποίοι συνταγογραφούν για λόγους «ανταποδοτικότητας» (οικονομικά οφέλη),
3. το τρίτο σκέλος αφορά στην «αμυντική ιατρική», μία πρακτική με κύριο στόχο την προστασία των γιατρών απέναντι σε αγωγές αποζημιώσεων για τυχόν πρόκληση ιατρικού σφάλματος. Οι γιατροί προχωρούν σε εκούσια κατάχρηση των ιατρικών υπηρεσιών, με αποτέλεσμα όχι μόνο την ταλαιπωρία των ασθενών, αλλά και την αύξηση της ιατρικής δαπάνης.
Η ένταξη των Διαγνωστικών Πρωτοκόλλων στο σύστημα της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης μπορεί να θέσει φραγμούς στην προκλητή ζήτηση απεικονιστικών εξετάσεων και την «αμυντική» άσκηση της ιατρικής, συμβάλλοντας καθοριστικά στην ορθολογική διαχείριση των πόρων του ΕΟΠΥΥ.
Μάλιστα, σύμφωνα με εκτιμήσεις του κλάδου, η εφαρμογή θα επιφέρει μείωση του clawback για τους παρόχους (περικοπές λόγω της υπέρβασης του προκαθορισμένου προϋπολογισμού για εξετάσεις) της τάξης του 20%.
Ακόμη, μπορεί να διασφαλιστεί η παροχή τεκμηριωμένης ιατρικής φροντίδας και αξιόπιστης διάγνωσης, με την ορθή επιλογή της πλέον ενδεδειγμένης απεικονιστικής πράξης καθώς και να περιοριστεί η έκθεση του γενικού πληθυσμού σε περιττή ιοντίζουσα ακτινοβολία.
Εφαρμογή από το 2025
Όπως ανακοίνωσε ο κ. Χαλαζωνίτης, η ΕΑΕ βρίσκεται σε επαφές με την ηγεσία του υπουργείου Υγείας, ώστε να προχωρήσει η εφαρμογή τους από το 2025. Η πρόταση της ΕΑΕ προς το Υπουργείο και την ΗΔΙΚΑ, περιλαμβάνει το σχεδιασμό πλατφόρμας συνταγογράφησης με φίλτρα ενδείξεων:
• Αυτή θα επιτρέπει, ή θα προτείνει τον απεικονιστικό έλεγχο που θα πρέπει να συνταγογραφηθεί από τον κλινικό ιατρό με online δυνατότητα.
• Η συνταγογράφηση θα βασίζεται σε επιστημονικά κριτήρια και με πρακτική υποστήριξη για τις δυνατές επιλογές απεικονιστικής μεθόδου κατά περίπτωση (ιστορικού, κλινικών σημείων, παρακολούθησης πορείας νόσου, η θεραπευτικού σχήματος κ.λπ.)
Η υλοποίηση του έργου ανατέθηκε στους Τομείς Γνωστικών Αντικειμένων και Ειδικών Εξετάσεων, που προβλέπονται από το καταστατικό της ΕΑΕ, καθώς και σε ειδικές Ομάδες Εργασίας, αποτελούμενες από Ιατρούς Ακτινολόγους. Τα Πρωτόκολλα τελικά αναπτύχθηκαν κατά βάση σύμφωνα με τα:
• Πρότυπα Παραπομπής Εκτέλεσης Απεικονιστικών Πράξεων του Βρετανικού Κολλεγίου Ακτινολογίας (iRefer), με προσθήκες από τη Διεθνή Βιβλιογραφία όπου αυτό ήταν απαραίτητο
• Κριτήρια Καταλληλόλητας Απεικονιστικών Πράξεων, κατά περίπτωση, του Αμερικανικού Κολλεγίου Ακτινολογίας (ACR).
Επισημαίνεται ότι όλες οι προτεινόμενες απεικονιστικές τεχνικές παρατίθενται με 5 κατηγορίες ιεράρχησης (απόλυτη ένδειξη-ενδεδειγμένη εξέταση-σχετική ένδειξη-ένδειξη σε ορισμένες περιπτώσεις-μη ενδεδειγμένη εξέταση) ούτως ώστε να διασφαλίζεται η κατά το δυνατόν ισότιμη εφαρμογή αυτών ανά τη χώρα μας, με δυνατότητα σχετικής επιλογής.
Στις «καλένδες» οι πρώτες προσπάθειες
Αυτή είναι η δεύτερη φορά που επικαιροποιούνται τα πρωτόκολλα. Αναπτύχθηκαν για πρώτη φορά το 2012 και επικαιροποιήθηκαν το 2018. Όπως επισημάνθηκε στη συνέντευξη τύπου, δυστυχώς ουδείς αρμόδιος από το υπουργείο Υγείας, ή άλλο σχετικό Φορέα (π.χ. ΗΔΙΚΑ), αξιοποίησε το συγκεκριμένο επιστημονικό έργο, το οποίο ήταν όχι μόνο πρωτοποριακό για το χρόνο που παρουσιάσθηκε, αλλά και το μοναδικό μεταξύ των λοιπών Επιστημονικών Ιατρικών Εταιρειών.
«Αντ’ αυτού ο ΕΟΠΠΥ επέβαλλε στους συμβεβλημένους εργαστηριακούς ιατρούς, “ποιοτικά” κριτήρια για εξετάσεις με αξονική και μαγνητική τομογραφία, τα οποία κατά βάση αποτελούν εμπορικά -και όχι επιστημονικά- κριτήρια και συνδέουν την αποζημίωση του εργαστηριακού ιατρού (ποιοτικό rebate) αυθαίρετα με τα τεχνικά χαρακτηριστικά του χρησιμοποιούμενου εξοπλισμού. Ωστόσο, αγνόησε παντελώς την ποιότητα των εξετάσεων και κυρίως την αμοιβή του Ιατρού που γνωματεύει την εξέταση -την υπεραξία δηλαδή των γνώσεων και της εμπειρίας αυτού», ανέφερε ο πρόεδρος της ΕΑΕ.
«Πολύ πρόσφατα το υπουργείο Υγείας, προσπαθώντας να ελέγξει την υπέρμετρη συνταγογράφηση προχώρησε στην έκδοση του Συντελεστή Εξομάλυνσης, χωρίς ωστόσο να έχει λάβει υπόψη του ότι σήμερα ασκείται μορφή εξατομικευμένης ανά περίπτωση ιατρικής γενικά και κυρίως χωρίς να έχει αξιολογήσει και αποτιμήσει επιστημονικά κριτήρια που τελικά θα οδηγήσουν σε ορθή διάγνωση, μέσω του συνόλου των απεικονιστικών εξετάσεων», σημείωσε η κ. Γεωργακοπούλου.