Μια οικονομική πρόκληση παραμένει για πολλούς Ευρωπαίους η πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη. Οι άμεσες πληρωμές για ιατρικές υπηρεσίες, φάρμακα και οδοντιατρική φροντίδα συχνά επιβαρύνουν δυσανάλογα τα νοικοκυριά, οδηγώντας σε οικονομική δυσχέρεια και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμα και σε φτωχοποίηση.
Η πρόσφατη Έκθεση Υγείας για την Ευρωπαϊκή Περιφέρεια του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) αποκαλύπτει ότι οι απευθείας πληρωμές για την υγεία επιβαρύνουν δραματικά τα νοικοκυριά, ιδιαίτερα αυτά με χαμηλά εισοδήματα, τα οποία αναγκάζονται να στερηθούν βασικές ανάγκες προκειμένου να ανταπεξέλθουν στα ιατρικά τους έξοδα.
Στην Ελλάδα ένα 10% του πληθυσμού υπέστη τόσο μεγάλες οικονομικές επιβαρύνσεις για την υγεία του το 2022, ώστε να μην μπορεί να καλύψει άλλες βασικές ανάγκες.
Η εν λόγω έκθεση, που δημοσιεύεται ανά τριετία, καλύπτει 53 χώρες της Ευρώπης και της Κεντρικής Ασίας. Ορισμένες μη ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ουκρανία, το Καζακστάν, το Τατζικιστάν, το Τουρκμενιστάν, το Ουζμπεκιστάν κ.ά., περιλαμβάνονται στην Ευρωπαϊκή Περιφέρεια του ΠΟΥ για ιστορικούς, πολιτικούς και υγειονομικούς λόγους.

Μεγάλο πλήγμα για τα φτωχά νοικοκυριά
Στα κράτη μέλη, η συχνότητα καταστροφικών δαπανών για την υγεία κυμαίνεται από κάτω του 2% των νοικοκυριών στην Ιρλανδία, Σλοβενία, Σουηδία και Ηνωμένο Βασίλειο έως πάνω από 15% στην Αρμενία, Βουλγαρία, Γεωργία, Λετονία, Λιθουανία, Τατζικιστάν και Ουκρανία. Το μεγαλύτερο ποσοστό εμφανίζεται στη Γεωργία (> 21%), ενώ σε 25 χώρες, το πρόβλημα επηρεάζει περισσότερο από το 5% του πληθυσμού. Παράλληλα, οι ανεκπλήρωτες ανάγκες υγείας λόγω κόστους, απόστασης ή μεγάλων χρόνων αναμονής πλήττουν έως και το 13% του πληθυσμού όσον αφορά την ιατρική περίθαλψη και το 16% όσον αφορά την οδοντιατρική φροντίδα.
Τα οικονομικά ασθενέστερα νοικοκυριά πλήττονται δυσανάλογα από τις δαπάνες για την υγεία και την αδυναμία πρόσβασης σε υπηρεσίες περίθαλψης. Οι μεγαλύτερες οικονομικές ανισότητες στην πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη παρατηρούνται στην Αλβανία και την Ελλάδα, ενώ στην οδοντιατρική περίθαλψη στην Αλβανία και την Πορτογαλία.

«Πρωταθλήτρια» η Ελλάδα στην κατάθλιψη
Ο επιπολασμός των καταθλιπτικών διαταραχών στην Ευρωπαϊκή Περιφέρεια του ΠΟΥ σημείωσε άνοδο από 4,6% το 2019 σε 5,2% το 2021. Η Ελλάδα κατέγραψε το υψηλότερο ποσοστό καταθλιπτικών διαταραχών το 2021 (7,6%), ακολουθούμενη από την Πορτογαλία (7,1%) και τη Λιθουανία (7,0%). Στον αντίποδα, το χαμηλότερο ποσοστό καταγράφηκε στο Τατζικιστάν (3,1%), με την Πολωνία (3,5%) και την Αλβανία (3,7%) να ακολουθούν με ελαφρώς υψηλότερα ποσοστά.
Οι περισσότερες χώρες εμφάνισαν αύξηση στον επιπολασμό των καταθλιπτικών διαταραχών μεταξύ 2019 και 2021, με ορισμένες να καταγράφουν αξιοσημείωτη άνοδο. Ενδεικτικά, στην Ουκρανία το ποσοστό αυξήθηκε από 5,5% σε 6,5%, ενώ στη Λευκορωσία από 5,3% σε 6,6%. Γενικά, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης εμφανίζουν χαμηλότερα ποσοστά, ενώ τα κράτη της Δυτικής και Νότιας Ευρώπης τείνουν να καταγράφουν υψηλότερα «σκορ».
Τα δεδομένα δείχνουν ότι η κατάθλιψη επηρεάζει δυσανάλογα περισσότερο τις γυναίκες από τους άνδρες. Επίσης, τα ποσοστά είναι έως και τρεις φορές υψηλότερα σε άτομα με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο συγκριτικά με εκείνα που έχουν υψηλότερη εκπαίδευση, γεγονός που αναδεικνύει τη σημασία της κοινωνικοοικονομικής διάστασης της κατάθλιψης.

Παράγοντες που επηρεάζουν τα νούμερα
Όπως επισημαίνει η έκθεση, ο επιπολασμός των καταθλιπτικών διαταραχών επηρεάζεται από παράγοντες όπως η δομή των συστημάτων υγείας, οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και οι πολιτισμικές αντιλήψεις για την ψυχική υγεία. Παράλληλα, οι διαφορές στις διαγνωστικές πρακτικές και η άνιση πρόσβαση σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας ενδέχεται να επηρεάζουν την αναγνώριση και καταγραφή των περιστατικών κατάθλιψης. Η αυξανόμενη ενημέρωση του κοινού και η μείωση του κοινωνικού στίγματος γύρω από την ψυχική υγεία πιθανώς συνέβαλαν στην αύξηση των αναφορών και των διαγνώσεων.
Η πανδημία COVID-19 φαίνεται πως διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην αύξηση των καταθλιπτικών διαταραχών, καθώς οι κοινωνικές και οικονομικές πιέσεις εντάθηκαν, επιβαρύνοντας περαιτέρω την ψυχική υγεία των πολιτών.
Παράλληλα, οι δημογραφικές αλλαγές, όπως η γήρανση του πληθυσμού σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης κατάθλιψης στους ηλικιωμένους, λόγω παραγόντων όπως η κοινωνική απομόνωση, οι χρόνιες ασθένειες και η απώλεια αγαπημένων προσώπων.
Τέλος, οι εξελίξεις στις θεραπευτικές προσεγγίσεις, όπως η ενσωμάτωση ψηφιακών παρεμβάσεων ψυχικής υγείας, προσφέρουν νέες δυνατότητες διαχείρισης των καταθλιπτικών διαταραχών.