Ημέρα σημαντικών απωλειών για τις ευρωαγορές η Παρασκευή, σε μία συνεδρίαση που κινήθηκε σε ρυθμούς sell off μετά την κρίση με τη Deutsche Bank.
Oι επενδυτές κλήθηκαν να πραγματοποιήσουν τον απολογισμό μιας εβδομάδας που περιείχε αυξήσεις επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ενώ αξιολόγησαν και τις τελευταίες ανησυχητικές ειδήσεις της κρίσης στον τραπεζικό τομέα, προεξέχουσας της εκτόξευσης των CDS και της «βουτιάς» της μετοχής της μεγαλύτερης γερμανικής τράπεζας.
Η μετοχή του τραπεζικού κολοσσού της ισχυρότερης οικονομίας της Ευρώπης διολίσθησε έως και 15% (έκλεισε στο -8,53% και στα 8,54 ευρώ), στις μεγαλύτερες απώλειες που έχει καταγράψει μέσα σε τρία χρόνια (από τις πρώτες ημέρες της πανδημίας τον Μάρτιο του 2020) και το κόστος ασφάλισης έναντι χρεοκοπίας -γνωστό και ως CDS- εκτινάχθηκε στις 220 μονάδες βάσης, ενισχυμένο σημαντικά, κατά τουλάχιστον 80 μονάδες βάσης μέσα σε μερικές μόλις ώρες. Αν και το νούμερο είναι «φουσκωμένο» για μια μεγάλη ευρωπαϊκή τράπεζα, είναι ακόμα πολύ μακριά από τα υψηλά της Credit Suisse την περασμένη εβδομάδα. Το μονοετές CDS της ελβετικής τράπεζας ξεπέρασε τις 3000 μονάδες βάσης στο αποκορύφωμα της αναταραχής.
- ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Τι συμβαίνει με την Deutsche Bank: Είναι το επόμενο κομμάτι στο «ντόμινο» της τραπεζικής κρίσης;
Τα ομόλογα tier one (ΑΤ1) της Deutsche Bank -μια κατηγορία assets που βρέθηκε στα πρωτοσέλιδα αυτή την εβδομάδα μετά την απομείωση των AT1 της Credit Suisse στο πλαίσιο της συμφωνίας διάσωσης- επιδόθηκαν επίσης σε ραγδαίο selloff. Μετά την ολοκλήρωση μιας αναδιάρθρωσης πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ που ξεκίνησε το 2019, με στόχο τη μείωση του κόστους και τη βελτίωση της κερδοφορίας, η Deutsche Bank ανακοίνωσε 10 συνεχόμενα τρίμηνα κερδοφορίας. Η τράπεζα ανακοίνωσε ετήσια καθαρά κέρδη ύψους 5 δισ. ευρώ το 2022, αυξημένα κατά 159% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Ο δείκτης CET1 - ένα μέτρο της φερεγγυότητας της τράπεζας - διαμορφώθηκε στο 13,4% στο τέλος του 2022, ενώ ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας ήταν 142% και ο δείκτης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης 119%.
Οι αγορές καθησυχάστηκαν πρόσκαιρα και μάζεψαν τις εκτεταμένες απώλειες μετά την παρέμβαση της προέδρου της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία μιλώντας στους ηγέτες της ΕΕ διεμήνυσε ότι ο τραπεζικός τομέας της ευρωζώνης είναι ανθεκτικός λόγω των ισχυρών κεφαλαίων, της ρευστότητας και των μεταρρυθμίσεων μετά το 2008. Διαβεβαίωσε επίσης ότι η εργαλειοθήκη της ΕΚΤ είναι εξοπλισμένη για να παρέχει ρευστότητα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα εάν χρειαστεί.
«Το ένστικτο εξακολουθεί να είναι επιφυλακτικό και σε αυτό το περιβάλλον κανείς δεν θέλει να μπει στο ρίσκο του Σαββατοκύριακου», δήλωσε ο επικεφαλής αναλυτής της Nordea, Γαν φον Γκέριχ, σύμφωνα με το Reuters.
Η Τράπεζα της Αγγλίας αύξησε το βασικό της επιτόκιο κατά 0,25% στο 4,25% την Πέμπτη, μετά την έκπληξη του πληθωρισμού στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η ελβετική κεντρική τράπεζα αύξησε το δικό της επιτόκιο κατά 50 μονάδες βάσης. Και οι δύο αποφάσεις έρχονται υπό τη σκιά της αύξησης κατά 25 μονάδες βάσης που αποφάσισε η Fed.
H κίνηση των δεικτών
- Ο Stoxx 600 έχασε 1,37% στις 440 μονάδες
- O Εuro Stoxx 50 διολίσθησε 1,82% στις 4.130 μονάδες
- Στο Λονδίνο ο FTSE 100 έπεσε 0,81% στις 7.451 μονάδες.
- Στη Φρανκφούρτη ο DAX υποχώρησε 1,66% στις 14.957 μονάδες
- Στο Παρίσι ο CAC 40 έγραψε απώλειες 1,74% στις 7.015 μονάδες
- Ο FTSE MIB στο Μιλάνο έκανε βουτιά 2,23% στις 25.892 μονάδες
- Ο IBEX 35 στη Μαδρίτη έκλεισε με -1,98% στις 8.792 μονάδες.
Οι τράπεζες σημείωσαν πτώση 3,8% παρά τις διαβεβαιώσεις. Η Citigroup αυτή την εβδομάδα υποβάθμισε τον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα σε «neutral» από «overweight», επικαλούμενη τις επιπτώσεις της συνεχιζόμενης σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής.
Η UBS, η Societe Generale, η Barclays και η BNP Paribas ήταν μεταξύ των τραπεζών που σημείωσαν επίσης μεγάλες απώλειες. Οι μετοχές πετρελαίου και φυσικού αερίου έκλεισαν με απώλειες 2,8%, οι μετοχές στον κατασκευαστικό κλάδο απώλεσαν 3,1% και οι μετοχές για βιομηχανικές επιχειρήσεις υποχώρησαν 2,5%.
Μάκρο
Αναπάντεχη επιτάχυνση σημείωσε η επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ευρωζώνη τον Μάρτιο με κινητήριο μοχλό τις ισχυρές δαπάνες για υπηρεσίες, με την μειωμένη ζήτηση για μεταποιημένα αγαθά, ωστόσο, να επιβαρύνει ακόμα την φάση επιβράδυνσης στην οποία έχουν μπει τα ευρωπαϊκά εργοστάσια. Πιο αναλυτικά, και σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία για τον PMI της S&P Global, ανήλθε σε υψηλό 10 μηνών στις 54,1 μονάδες από τις 52 του Φεβρουαρίου.
Την ίδια στιγμή, υψηλότερα από τις προσδοκίες διαμορφώθηκαν οι λιανικές πωλήσεις στην Βρετανία τον Φεβρουάριο και για δεύτερο συνεχόμενη μήνα, μετά την ανοδικά αναθεωρημένη αύξηση κατά 0,9% του Ιανουαρίου. Ειδικότερα, ο όγκος των αγαθών που πωλήθηκαν σε καταστήματα και διαδίκτυο αυξήθηκε κατά 1,2% από τον Ιανουάριο, σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, υπερβαίνοντας κατά πολύ την εκτίμηση για οριακή αύξηση 0,2% που ανέμεναν οι οικονομολόγοι σε έρευνα του Bloomberg.