Η κινητοποίηση των αγροτών σε όλη την Ευρώπη -και στην Ελλάδα- δεν αναδεικνύει μόνο τα πάρα πολλά, επείγοντα, μεγάλα, σε ένα βαθμό δομικά προβλήματα ενός κλάδου που αφορά πολύ μεγάλο μέρος της οικονομίας αλλά και της κοινωνίας, κρούει και πολλά καμπανάκια για το μέλλον. Δεν αφορά μόνο στην επιβίωση των αγροτών (και όλων όσων ασχολούνται με τον κλάδο) και τις τιμές από το χωράφι στο «ράφι», αναδεικνύει και τις προκλήσεις που είναι εδώ ή αυτές που... έρχονται και συνδέονται όχι μόνο με τα «εμφανή», δηλαδή με όσα οδήγησαν στην αγροτική κρίση που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, αλλά και με όσα... έπονται.
Γιατί η κλιματική κρίση τώρα αρχίζει να δείχνει τα δόντια της. Αγγίζει πεδία που ακόμα δεν έχουν μπει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος/διαλόγου.
Ένα παράδειγμα είναι η διαχείριση των υδάτινων πόρων και η προσαρμογή σε μία νέα, δύσκολη, εποχή. Ο λόγος για προβλήματα που θα πρέπει να τύχουν άμεσης διαχείρισης, πρόληψης και αντιμετώπισης όσο ακόμα υπάρχει χρόνος. Πριν οξυνθεί το πρόβλημα ακόμη πιο πολύ. Και σε αυτό το πεδίο πρέπει να πούμε ότι υπάρχουν εθνικές λύσεις και στρατηγικές που πρέπει να χαραχθούν: από τη διπλωματία υδάτων που είναι από μόνη της ένα ιδιαίτερα περίπλοκο για την Ελλάδα θέμα, έως την τεράστια διασπάθιση και την προσαρμογή όχι μόνο της αγροτικής παραγωγής αλλά ακόμη και του ενεργειακού μείγματος στο μέλλον. Υπάρχουν λύσεις και πρωτοβουλίες που πρέπει να ληφθούν εγχωρίως αλλά υπάρχουν και ζητήματα που μόνο σε επίπεδο ΕΕ μπορούν να δομηθούν.
Το ζήτημα είναι αν έχει γίνει αντιληπτή στην ΕΕ η κρισιμότητα των αλλαγών που ήρθαν/έρχονται. Γιατί, αν το αγροτικό ζήτημα και η κλιματική του διάσταση είναι ένα δείγμα γραφής, τότε υπάρχει ζήτημα. Ή – πιο ορθά – δεν γίνεται αντιληπτό το εύρος των προκλήσεων.
Τούτο τουλάχιστον δείχνει η πρόσφατη αντίδραση σε ευρωπαϊκό επίπεδο (όπως εκφράστηκε μέσα από την στροφή της Κομισιόν στο θέμα των φυτοφαρμάκων αλλά και στην υποχρεωτική αγρανάπαυση). Προφανώς οι εν λόγω «πυροσβεστικές» κινήσεις επιχειρήθηκε να δώσουν την αίσθηση ότι υπάρχει «ανταπόκριση» σε πολιτικό επίπεδο στην ΕΕ. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει -προς το παρόν- πως αναλαμβάνεται άμεση δράση στο θέμα της αγροτικής κρίσης. Το παραδέχονται και στην ΕΕ: «οι μήνες που έρχονται δεν θα είναι εύκολοι» είπε η πρόεδρος της Κομισιόν ανακοινώνοντας την εν λόγω αλλαγή στάσης στα φυτοφάρμακα που από κάποιους ερμηνεύεται ως μία προσπάθεια να κερδίσει χρόνο (μέσω του πορίσματος για τον Στρατηγικό Διάλογο για το μέλλον της γεωργίας στην ΕΕ που θα ολοκληρωθεί έως τα τέλη του καλοκαιριού).
Είναι βέβαιο πως το αγροτικό θέμα θα έχει βαθύτατη πολιτική διάσταση το επόμενο διάστημα σε όλα τα κράτη μέλη αλλά και στην ίδια την ΕΕ λόγω των Ευρωεκλογών. Αλλά, ο ορίζοντας έως τα τέλη του καλοκαιρού (και ίσως πιο μετά αφού έπεται ο «ανασχηματισμός» της Επιτροπής) φαντάζει πολύ… μακρινός για ένα πρόβλημα που ζητά άμεσες λύσεις. Μένει να φανεί λοιπόν αν υπάρχει/θα υπάρξει πολιτική βούληση για μία πιο άμεση αλλά και ισχυρή ανταπόκριση των Βρυξελλών, αλλά και το αν θα ακουσθούν οι απόψεις της συμμαχίας του Ευρωπαϊκού Νότου που (με ελληνική πρωτοβουλία) επιχειρούν να υπάρχει κοινή γραμμή στην αναθεώρηση της ΚΑΠ αλλά και στο – πολύ κρίσιμο για τη χώρα και ειδικά για το Θεσσαλικό κάμπο– πεδίο της αντιμετώπισης των φυσικών καταστροφών και της κλιματικής κρίσης.
Όσο λοιπόν πανευρωπαϊκά η… δράση δεν είναι ορατή, ας δούμε λίγο τα… δικά μας, ειδικά στο αγροτικό ζήτημα που «καίει». Στο συνέδριο που διοργάνωσαν η Liquid Media, το insider.gr και η Tourism Media Events, ήταν πάρα πολλές οι προτάσεις και οι θέσεις που κατατέθηκαν από εκπροσώπους του ευρύτερου αγροτικού κλάδου. Μεταφέρθηκε λοιπόν όχι μόνο η καταγραφή των προβλημάτων και τα αιτήματα προς την κυβέρνηση, αλλά και ένα μήνυμα αισιοδοξίας για τις προοπτικές που υπάρχουν, για τις λύσεις που μπορούν να δοθούν και για τη στρατηγική που πρέπει να χαραχθεί για το μέλλον, ενσωματώνοντας νέες τεχνολογίες, με ένα σχέδιο για την κατάρτιση, την ενημέρωση αλλά και για τον ανασχηματισμό των καλλιεργειών.
Ως Ελλάδα λοιπόν θα πρέπει να διεκδικούμε σε διπλωματικό επίπεδο (ειδικά τώρα που η Ελλάδα έχει φωνή στην ΕΕ) αλλαγές που προάγουν τα συμφέροντα του Νότου (μαζί με τα ειδικά ελληνικά συμφέροντα λόγω της νησιωτικότητας και των μικρών καλλιεργειών) και που καλύπτουν τις τωρινές και τις μελλοντικές προκλήσεις που προαναφέραμε. Στο μεσοδιάστημα όμως θα πρέπει να δώσουμε λύση σε ενδογενή προβλήματα και η γκάμα είναι πολύ μεγάλη: εκτείνεται από την κρίση τιμών από το «χωράφι» στο «ράφι», το υψηλό κόστος πρώτων υλών και την έλλειψη «χεριών», έως τις τεράστιες επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης και των καταστροφών που βιώνει η χώρα και πρέπει να αντιμετωπισθούν, τις αρρυθμίες στο πως μοιράζεται το κοινοτικό χρήμα μέσα από την – δύσκολη – νέα ΚΑΠ αλλά και την ευρύτερη αλλαγή του κλίματος που προαναφέραμε και η οποία αρχίζει να γίνεται ορατή.
Χρειάζονται λοιπόν, και άμεσες παρεμβάσεις αλλά και συνολικό σχέδιο που θα πρέπει να διαμορφωθεί/ανασχεδιασθεί με βάση τα νέα δεδομένα, λαμβάνοντας υπόψη πως η αγροτική οικονομία έχει άμεση σύνδεση με πολύ μεγάλο κομμάτι της αγοράς, αλλά και της κοινωνίας. Και βέβαια, ένα τέτοιο σχέδιο δομικής παρέμβασης για να πετύχει δεν αρκεί μόνο να υπάρχει πολιτική βούληση, χρειάζεται να γίνουν τομές με την συναίνεση πολλών πλευρών.