Με το Πεκίνο να διατηρεί αμετάβλητη τη στάση του και να μην προχωρά σε άρση των δασμών του σε αμερικανικά προϊόντα (προθεσμία που είχε ορίσει ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ εξαγγέλοντας νέο «χτύπημα» 50% στην δεύτερη ισχυρότερη οικονομία του κόσμου) η Ουάσιγκτον τράβηξε τη... σκανδάλη και να επιβάλει δασμούς 104% στην Κίνα με ισχύ από τα μεσάνυχτα (07:00 πμ ώρα Ελλάδος), όπως δήλωσε αξιωματούχος του Λευκού Οίκου σε μία νέα κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου συμφωνα με το Bloomberg.
Η Κίνα έχει απαντήσει ήδη με «χτύπημα» τις αμερικανικές εισαγωγές και διεξάγει ελέγχους στις εξαγωγές σπάνιων μετάλλων και αντιμονοπωλιακές έρευνες σε αμερικανικές εταιρείες όπως η Google. Παράλληλα, επιτρέπει τη διολίσθηση του γουάν για να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών της και αξιοποιεί κρατικές επιχειρήσεις για στήριξη των αγορών.
Ωστόσο, η γενικότερη εικόνα στην κινεζική οικονομία είναι εύθραυστη. Η κρίση στην αγορά ακινήτων, η αυξανόμενη ανεργία και τα υπερχρεωμένα τοπικά ταμεία δημιουργούν ένα εκρηκτικό υπόβαθρο. «Οι δασμοί επιδεινώνουν το πρόβλημα», σημειώνει ο Άντριου Κολιέρ του Harvard Kennedy School. Η Κίνα βασίζεται στις εξαγωγές για μεγάλο μέρος της ανάπτυξής της και παρότι επιδιώκει στροφή προς την τεχνολογία και την εσωτερική κατανάλωση, η εξωτερική ζήτηση παραμένει κρίσιμη.
«Βρισκόμαστε σε μια αναμέτρηση αντοχών», δηλώνει η Μέρι Λόβερι του Peterson Institute στην Ουάσινγκτον. «Έχουμε πάψει να μιλάμε για κέρδη. Το ερώτημα είναι ποιος αντέχει περισσότερο τον πόνο». Η ζημιά όμως δεν αφορά μόνο την Κίνα. Οι ΗΠΑ εισήγαγαν πέρσι κινεζικά προϊόντα αξίας 438 δισ. δολαρίων και εξήγαγαν προϊόντα μόλις 143 δισ., αφήνοντας ένα τεράστιο εμπορικό έλλειμμα 295 δισ. δολαρίων. Η αντικατάσταση των κινεζικών προμηθευτών δεν μπορεί να γίνει άμεσα και χωρίς κόστος.
Η Ντέμπορα Ελμς, επικεφαλής εμπορικής πολιτικής στο Ίδρυμα Hinrich της Σιγκαπούρης, υπογραμμίζει: «Είμαστε οικονομικά διασυνδεδεμένοι με πολλούς τρόπους. Δεν πρόκειται μόνο για φυσικά προϊόντα. Οι επενδύσεις, το ψηφιακό εμπόριο και οι ροές δεδομένων είναι τεράστιες». Εν μέσω της αναταραχής, χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας ετοιμάζονται να υποδεχτούν κινεζικά προϊόντα που απορρίπτονται από την αμερικανική αγορά. Ωστόσο, οι δικές τους οικονομίες βρίσκονται επίσης στο στόχαστρο δασμών.
«Βρισκόμαστε σε μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα. Οι κίνδυνοι είναι τεράστιοι και ο ρυθμός κλιμάκωσης ανησυχητικός. Κανείς δεν ξέρει πώς θα τελειώσει αυτό» συμπλήρωσε. Οι ειδικοί διατηρούν ελάχιστες ελπίδες για άμεση εκτόνωση, αφού ο Τραμπ δεν έχει ακόμη συνομιλήσει με τον Σι Τζινπίνγκ. Η Κίνα έχει αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο διαλόγου, αλλά προς το παρόν, κυριαρχεί η αβεβαιότητα.