Ενθαρρυντική είναι η εικόνα για την πορεία της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας το πρώτο τετράμηνο του 2021, με αύξηση των εξαγωγών της τάξης του 15%, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΟΠΥ. Yπενθυμίζεται ότι το 2020, το πρώτο έτος της πανδημίας, οι εξαγωγές είχαν εμφανίσει πτώση της τάξης του 7-10% ως προς τον όγκο και εκτιμάται ότι ανήλθαν σε 80-85.000 τόνους το 2020.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ελληνική παραγωγή σε τσιπούρα και λαβράκι αντιπροσωπεύει σήμερα περισσότερο από το 60% της παραγωγής της ΕΕ και κοντά στο 30% της παραγωγής των μεσογειακών ειδών διεθνώς. Παράλληλα το ψάρι ιχθυοκαλλιέργειας βρίσκεται στη δεύτερη θέση των εξαγωγών της Ελλάδας σε αγροτικά προϊόντα, με ετήσιο τζίρο σχεδόν 500 εκατ. ευρώ, το 2019. Σε ό,τι αφορά τις 24 εταιρείες-μέλη της ΕΛΟΠΥ, αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 80% της εγχώριας παραγωγής και κινούνται στα επίπεδα των 120.000 τόνων ετησίως.
Ο τουρκικός ανταγωνισμός
Κύριος ανταγωνιστής της χώρας μας στον κλάδο παραμένει η Τουρκία, ένας «παίκτης» που αυξάνει συστηματικά την παραγωγή του τα τελευταία χρόνια ενώ αυτή τη στιγμή εκτιμάται ότι φτάνει τους 200.000 τόνους ψαριών ετησίως. Ενδεικτικό της ταχύτητας με την οποία αυξάνει μάλιστα την παραγωγή της η γειτονική χώρα, είναι ότι ενώ το 2002 είχε παραγωγή μόλις 20.000 τόνους, το 2018 είχε προσεγγίσει τους 190.000 τόνους. Ένα μεγάλο μέρος της τουρκικής παραγωγής, όπως επισημαίνουν πηγές της ΕΛΟΠΥ, το βρίσκουμε «απέναντί» μας στις μεγάλες αγορές της Δυτικής Ευρώπης, όπου ο ανταγωνισμός, κυρίως στο πεδίο των τιμών, είναι σκληρός.
Σημειώνεται ωστόσο ότι το ελληνικό δίκτυο μεταφορών αποκτά όλο και σημαντικότερο ρόλο στη διακίνηση τουρκικών ψαριών στην Ε.Ε. Από την ΕΛΟΠΥ διευκρινίζεται ωστόσο ότι δεν υφίστανται στη χώρα μας εισαγωγές ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας τουρκικής προέλευσης για εγχώρια κατανάλωση. Είναι όμως απαραίτητο, όπως επισημαίνουν, οι αρμόδιες υπηρεσίες να βρίσκονται σε διαρκή εγρήγορση και να ασκούν τακτικούς ελέγχους, ώστε να αποφευχθούν τυχόν αθέμιτες πρακτικές όπως το να «βαφτίζονται» ελληνικά κάποια τουρκικά ψάρια με σκοπό τη διάθεσή τους στους Έλληνες καταναλωτές και τη διακίνηση τους ως ελληνικά στις ευρωπαϊκές χώρες.
Κρίσιμο το ζήτημα του χωροταξικού σχεδιασμού
Όσον αφορά στις προτεραιότητες του κλάδου για το επόμενο διάστημα το κρισιμότερο ζήτημα για την πορεία του, αφορά στην οριστική διευθέτηση του ζητήματος του χωροταξικού σχεδιασμού. Όπως επισημαίνουν στελέχη του κλάδου στο insider.gr, «υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις και η προεργασία για ένα χωροταξικό πλαίσιο που θα κινείται στους άξονες της βιώσιμης ανάπτυξης και της προστασίας του περιβάλλοντος, επιτρέποντας ταυτόχρονα στις εταιρείες μας να επενδύσουν με μακρόπνοη προοπτική. Έτσι, θα δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες για να αυξηθεί η παραγωγή μας, να υιοθετηθούν ακόμα πιο προηγμένες τεχνολογίες και για να ωφεληθούν ακόμα περισσότερο οι τοπικές κοινωνίες, με ποιοτικές θέσεις εργασίας σε αρμονία με παράλληλες δραστηριότητες, όπως ο τουρισμός».
Ήδη, όπως επισημαίνουν, τα πρώτα βήματα έχουν γίνει, με την υπογραφή τριών Προεδρικών Διαταγμάτων, όμως η Διοίκηση και συνολικά η Πολιτεία είναι απαραίτητο να κινηθούν με γρηγορότερους ρυθμούς. Τονίζουν τέλος ότι την ανάγκη οι εκκρεμότητες να κλείσουν οριστικά, ώστε να μπορέσουν οι εταιρείες να προχωρήσουν σε σοβαρές επενδύσεις το επόμενο διάστημα, καθώς με αυτό τον τρόπο θα αυξηθεί η παραγωγή και θα ενισχυθεί η ούτως ή άλλως ηγετική θέση της χώρας στις διεθνείς αγορές.