Χ. Παπακωνσταντίνου (ΤτΕ): Η Ελλάδα θα μπορούσε να διατηρήσει μέσους ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 3% την επόμενη 10ετία

Newsroom
Viber Whatsapp Μοιράσου το
Χ. Παπακωνσταντίνου (ΤτΕ): Η Ελλάδα θα μπορούσε να διατηρήσει μέσους ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 3% την επόμενη 10ετία
Το διεθνές οικονομικό περιβάλλον, και κατά συνέπεια όλες οι χώρες της ΕΕ, ενδέχεται να επηρεαστούν αρνητικά λόγω αυξημένης αβεβαιότητας, ασθενέστερων επενδύσεων και μειωμένης κατανάλωσης. 

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αποτελεί μία εξέλιξη με, καταρχάς, δραματικές επιπτώσεις στον πληθυσμό της Ουκρανίας. Όσον αφορά την υπόλοιπη ήπειρο και τις οικονομίες της ΕΕ, άμεσες, αλλά σχετικά περιορισμένες, επιπτώσεις αναμένεται να προέλθουν μέσω του εμπορίου, των τιμών των βασικών εμπορευμάτων και των διακυμάνσεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Ωστόσο, η έκθεση των περισσότερων χωρών της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, στην περιοχή είναι σχετικά χαμηλή. Παρ΄ όλα αυτά, το διεθνές οικονομικό περιβάλλον, και κατά συνέπεια όλες οι χώρες της ΕΕ, ενδέχεται να επηρεαστούν αρνητικά λόγω αυξημένης αβεβαιότητας, ασθενέστερων επενδύσεων και μειωμένης κατανάλωσης.

Τα παραπάνω ανέφερε μιλώντας στο FinForum 2022 η υποδιοικήτρια της Τράπεζας της Ελλάδος, Χριστίνα Παπακωνσταντίνου.

Η κα Παπακωνσταντίνου τόνισε ότι η ελληνική οικονομία έχει διανύσει σημαντικά βήματα από την περίοδο των μεγάλων «δίδυμων» ελλειμμάτων προ δεκαετίας, τα οποία εξαλείφθηκαν ως αποτέλεσμα της δημοσιονομικής προσαρμογής και των μεταρρυθμίσεων. Επιπλέον, ενισχύθηκε η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους και αποκαταστάθηκε η ανταγωνιστικότητα σε όρους κόστους εργασίας και ενισχύθηκε η εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας.

«Ωστόσο, σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, παραμένουμε συγκριτικά χαμηλά σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί σε ορισμένους τομείς. Η δημιουργία ενός περιβάλλοντος φιλικότερου προς τις άμεσες επενδύσεις και την εξωστρέφεια θα ευνοούσε την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Σε αυτό συντελούν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που συμβάλλουν στην επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης, στη βελτίωση της λειτουργίας του δημόσιου τομέα, στην αντιμετώπιση του ιδιωτικού χρέους και στην προσέλκυση ικανού και εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού – τομείς στους οποίους ακόμη υστερούμε. Ευελπιστώ ότι οι μεταρρυθμίσεις του Ταμείου Ανάκαμψης θα αντιμετωπίσουν αρκετά από αυτά τα προβλήματα. Η συνετή δημοσιονομική διαχείριση, η προσήλωση στις μεταρρυθμίσεις και η επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης θεωρώ ότι θα συμβάλουν και στην επίτευξη της αναβάθμισης επενδυτικής κατηγορίας, που αποτελεί σημαντικό βήμα για την ελληνική οικονομία», είπε.

Αναφερόμενη στις τράπεζες, η κα Παπακωνσταντίνου είπε ότι έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο στη βελτίωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού κατά τα τελευταία τρία έτη. Αναμένεται ότι, εντός του 2022, ο δείκτης των ανοιγμάτων σε καθυστέρηση θα υποχωρήσει για πρώτη φορά σε μονοψήφιο επίπεδο σε σχέση με άνω του 45% για το σύνολο των τραπεζών το 2016. Δύο από τις συστημικές τράπεζες έχουν ήδη κατορθώσει μονοψήφιο δείκτη και οι άλλες δύο πιθανά θα το επιτύχουν το α΄ εξάμηνο του 2022. Ωστόσο, ο δείκτης ανοιγμάτων σε καθυστέρηση, ο οποίος ήταν 13% στα τέλη του 2021, παραμένει στην Ελλάδα σημαντικά υψηλότερος του μέσου όρου των ευρωπαϊκών τραπεζών, ακόμη και χωρίς τα νέα κόκκινα δάνεια λόγω της πανδημίας. Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες πρέπει να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους για πλήρη εξυγίανση του χαρτοφυλακίου δανείων. Επίσης, είναι εξίσου σημαντικό να υπάρξει πρόοδος στην υλοποίηση των ήδη νομοθετημένων θεσμικών αλλαγών στο πλαίσιο της εξυγίανσης του ιδιωτικού χρέους.

Η κα Παπακωνσταντίνου είπε ότι ατενίζοντας το μέλλον, οι προκλήσεις με τις οποίες θα έρθουν αντιμέτωπες οι τράπεζες σχετίζονται με τον ψηφιακό και πράσινο μετασχηματισμό. Από την άλλη πλευρά, οι ίδιες αυτές προκλήσεις μπορεί να αποτελέσουν και σημαντικές ευκαιρίες για το τραπεζικό σύστημα.
«Οι τράπεζες θα κληθούν να σχεδιάσουν στρατηγικές που να λαμβάνουν υπόψη τόσο τις ζημίες από φυσικούς κινδύνους που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή, όσο και τις επιπτώσεις της μετάβασης σε μία οικονομία με χαμηλότερες εκπομπές ρύπων. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν συγκεντρωμένη δραστηριότητα εντός συνόρων – τόσο μέσω των δανείων και των επενδύσεών τους, όσο και μέσω των εξασφαλίσεων που έχουν για δάνεια που έχουν χορηγήσει. Αυτό τις καθιστά ευάλωτες στους φυσικούς κινδύνους της Ελλάδας, οι οποίοι, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, είναι αρκετά υψηλοί. Η Τράπεζα της Ελλάδος επιδιώκει την ενημέρωση των τραπεζών σε θέματα βιωσιμότητας, που θα τις βοηθήσει να προετοιμαστούν εγκαίρως για τις επερχόμενες θεσμικές και εποπτικές απαιτήσεις για τους συναφείς κίνδυνους, αλλά και να διαμορφώσουν κατάλληλη στρατηγική», τόνισε ιδιαίτερα για το κομμάτι του «πράσινου» μετασχηματισμού των τραπεζών η υποδιοικήτρια της ΤτΕ.

Η κα Παπακωνσταντίνου εκτίμησε ότι δεν συντρέχει λόγος για μεγαλύτερη συγκέντρωση στις τράπεζες (ο βαθμός συγκέντρωσης στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα συγκαταλέγεται μεταξύ των υψηλότερων στην Ε.Ε. και οι τέσσερις συστημικές τράπεζες κατέχουν περίπου το 95% της εγχώριας αγοράς σε σχέση με το συνολικό ενεργητικό), χωρίς να αποκλείει όμως το ενδεχόμενο συγχωνεύσεων σε επίπεδο μη συστημικών τραπεζών.

Η υποδιοικήτρια της ΤτΕ αναφέρθηκε εκτενώς στο Ταμείο Ανάκαμψης, Όπως είπε, συνολικά η χώρα αναμένεται να λάβει €33 δισεκ. μέχρι το 2026, εκ των οποίων €13 δισεκ. σε δάνεια και €20 δισεκ. σε επιχορηγήσεις.

Επιπλέον, μέσω της μόχλευσης των διαθέσιμων πόρων, εκτιμάται ότι θα κινητοποιηθούν ακόμη €30 δισεκ. σε επενδύσεις την περίοδο 2022-26.
Ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΤτΕ, εκτιμάται ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να διατηρήσει ρυθμούς ανάπτυξης που θα ξεπερνούν το 3% κατά μέσο όρο την επόμενη δεκαετία.

Και αυτό διότι οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης δε θα συμβάλουν μόνο στην αύξηση των επενδύσεων. Σημαντικότερα, θα ενισχύσουν τη συνολική παραγωγικότητα της οικονομίας, καθώς πρόκειται να χρηματοδοτήσουν σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε τομείς που ενισχύουν την απασχόληση, τις δεξιότητες και την κοινωνική συνοχή και υποστηρίζουν την αλλαγή του αναπτυξιακού προτύπου της οικονομίας.

Όσον αφορά τα δάνεια του RRF, η Ελλάδα είναι από τις λίγες χώρες της ΕΕ που αναμένεται να κάνουν πλήρη χρήση αυτού του χρηματοδοτικού εργαλείου, απορροφώντας το σύνολο των πόρων που δικαιούται.

Οι όροι δανεισμού είναι πολύ ευνοϊκοί για τα κράτη-μέλη. Και επιτρέπουν τη χορήγηση χαμηλότοκων δανείων προς τις επιχειρήσεις για την υλοποίηση των επενδυτικών τους σχεδίων, με ποσοστό χρηματοδότησης από το δημόσιο που μπορεί να φτάνει και το 50%.

Βασική προϋπόθεση για συμμετοχή στα προγράμματα του RRF είναι η βιωσιμότητα των επενδυτικών σχεδίων των επιχειρήσεων.

Εν τέλει, είπε η κα Παπακωνσταντίνου, πρόσβαση στα δάνεια του RRF θα έχουν τόσο μεγάλες επιχειρήσεις όσο και μικρομεσαίες. «Πράγματι, ορισμένα από τα δάνεια αναμένεται να χρηματοδοτήσουν σημαντικά έργα υποδομής, τα οποία αναπόφευκτα εκτελούνται από μεγάλους ομίλους. Παράλληλα όμως υπάρχουν χρηματοδοτικά εργαλεία, όπως η χρηματοδοτική πλατφόρμα της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, στα οποία έχουν πρόσβαση και επιχειρήσεις μικρότερου μεγέθους, που θα αξιοποιήσουν τους ευνοϊκούς όρους επιτοκίου και συγχρηματοδότησης».

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

gazzetta
gazzetta reader insider insider