«SOS» για το μέλλον της εκπέμπει εδώ και αρκετούς μήνες η εγχώρια κτηνοτροφία, με τους εκπροσώπους του κλάδου να ακροβατούν σε τεντωμένο σκοινί, καθώς οι ξέφρενες αυξήσεις σε ενέργεια και ζωοτροφές έχουν ωθήσει σε δυσθεώρητα ύψη το κόστος παραγωγής, απειλώντας ανοιχτά πλέον το ζωικό κεφάλαιο της χώρας. Και όλα αυτά παρά το γεγονός πως ο κλάδος του κρέατος κατέχει εξέχουσα θέση στον «χάρτη» των ειδών διατροφής του Έλληνα και χαρακτηρίζεται από σημαντική παραγωγική δυναμικότητα.
«Η αύξηση του κόστους παραγωγής είναι τεράστια» δήλωνε τον προηγούμενο μήνα, μιλώντας σε συνέδριο για την ανάπτυξη της ελληνικής γεωργίας ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας (ΣΕΚ) Παναγιώτης Πεβερέτος, εξηγώντας πως η κατάσταση κλιμακώθηκε στα τέλη του 2021 και επιδεινώθηκε περαιτέρω στη σκιά του πολέμου στην Ουκρανία.
Μειώνεται το ζωικό κεφάλαιο της χώρας
«Το κόστος των βασικών ζωοτροφικών προϊόντων μετρά αυξήσεις της τάξης του 80% - και σε πολλές περιπτώσεις ακόμη και 100% - ενώ σε συνδυασμό με την αύξηση της ενέργειας κατά 50-80% δημιουργεί συνθήκες ασφυξίας στην παραγωγή μας», σημείωνε ο ίδιος, επιβεβαιώνοντας πως το χειρότερο σενάριο για την εγχώρια κτηνοτροφία έχει αρχίσει να ξεδιπλώνεται… Η άνοδος του κόστους δεν μπορεί να καλυφθεί από τους κτηνοτρόφους, με αποτέλεσμα αρκετά ζώα να οδηγούνται σε σφαγή. «Πάνω από 600 αγελάδες την εβδομάδα οδηγούνται σε σφαγή», αποκάλυπτε ο κ. Πεβερέτος.
«Αν συνεχιστεί το αυξημένο κόστος παραγωγής χωρίς να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα, τότε τα επόμενα δύο χρόνια θα υπάρξει σοβαρή έλλειψη πρόβειου γάλακτος, με ότι συνέπειες μπορεί να επιφέρει αυτό στο εθνικό μας προϊόν τη φέτα», προειδοποιούσαν με τη σειρά τους στις αρχές Ιουλίου οι εκπρόσωποι της Πανελλήνιας Ομάδας Παραγωγών Αιγοπρόβειου Γάλακτος (ΠΟΠΑΓ), στο πλαίσιο συνάντησής τους, εξηγώντας πως «το κόστος παραγωγής είναι ασύμφορο για να συνεχίσει ο κτηνοτρόφος να παράγει, με αποτέλεσμα πολλοί να έχουν προχωρήσει στο σφάξιμο κοπαδιών, μιας και δεν μπορούν να ταΐσουν τα ζώα τους».
Την ανάγκη να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα ώστε να ανακοπεί η πορεία μείωσης του ζωικού κεφαλαίου της χώρας επανέφεραν τα προηγούμενα 24ωρα στο προσκήνιο 32 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, καταθέτοντας σχετική ερώτηση προς τους υπουργούς Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και Οικονομικών, με πρωτοβουλία του βουλευτή Ηρακλείου Σωκράτη Βαρδάκη. «Τόσο η δυσκολία σίτισης των κοπαδιών λόγω υψηλών τιμών των ζωοτροφών, όσο και η αδυναμία εξυπηρέτησης υποχρεώσεων αναφορικά με το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας, ανάγκασαν πολλούς κτηνοτρόφους να σφαγιάσουν μέρος των κοπαδιών τους, τα οποία δεν μπορούν να συντηρήσουν», σημειώνεται μεταξύ άλλων στην επερώτηση των βουλευτών, ενώ τονίζεται ακόμη πως «η Κρήτη, σύμφωνα πάντα με τους κτηνοτροφικούς φορείς - πρώτη φορά από το 2020 στην ιστορία της αιγοπροβατοτροφίας του νησιού - έχασε την υπερεπάρκειά της. Ενώ σε πανελλαδικό επίπεδο η παραγωγή κρέατος έχει μειωθεί κατά 20% και οδεύει σε μείωση 50%».
Αυτή τη στιγμή η εγχώρια παραγωγή κρέατος καλύπτει το 36% της κατανάλωσης, όπως προκύπτει από τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία που παρουσίασε την περασμένη εβδομάδα, στο περιθώριο συνέντευξης Τύπου, η Εθνική Διεπαγγελματική Οργάνωση Κρέατος, έχοντας από καιρό κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για την επισιτιστική επάρκεια της χώρας.
Σε ό,τι αφορά την ακτινογραφία των εισαγωγών, η Ελλάδα εισάγει από τη Γαλλία 40.000 τόνους βόειου κρέατος, ενώ συνολικά από όλες τις άλλες χώρες εισάγει 50.000 τόνους.
Τι κρέας καταναλώνει ο Έλληνας
Σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία της ΕΔΟΚ, στην Ελλάδα πρώτο σε κατανάλωση αναδεικνύεται το χοιρινό χρέος, με την κατά κεφαλή κατανάλωση να φτάνει τα 26 κιλά, ενώ ακολουθούν μοσχάρι και κοτόπουλο, με κατά κεφαλή κατανάλωση περί τα 20 κιλά και τα δύο.
Ιδιαίτερα αυξητική κρίνεται η τάση για το αρνίσιο κρέας, με την κατά κεφαλή κατανάλωση να έχει φτάσει τα 9 κιλά (από 4,7 κιλά μέχρι πρότινος) και όλες τις ενδείξεις να κάνουν λόγο για νέα άνοδο.
«Το διεθνές περιβάλλον, όπως διαμορφώνεται αυτή τη στιγμή, με την παρατεταμένη ενεργειακή κρίση και τον πόλεμο σε ευρωπαϊκό έδαφος, φέρνει με τον πιο επείγοντα τρόπο στο προσκήνιο ένα ζήτημα που η ΕΔΟΚ επισημαίνει εδώ και πολύ καιρό: αυτό της ανάγκης διατροφικής ασφάλειας της χώρας. Και ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για τη διασφάλιση της αυτάρκειας και επισιτιστικής ασφάλειας είναι η τόνωση της πρωτογενούς παραγωγής, συντεταγμένα και με στρατηγική», έχει πολλάκις επισημάνει ο πρόεδρος της ΕΔΟΚ, Λευτέρης Γίτσας.
Εγένετο Ευρωπαϊκός Σύνδεσμος Διεπαγγελματικών Κρέατος
Στο πλαίσιο της δράσης της για τη θωράκιση των συμφερόντων του κλάδου κρέατος, η ΕΔΟΚ πρωτοστάτησε σε μια πολύ σημαντική πρωτοβουλία, προχωρώντας από κοινού με τη γαλλική ΙΝΤΕRΒΕV στην ίδρυση του Ευρωπαϊκού Συνδέσμου Διεπαγγελματικών Κρέατος. Η πρωτοβουλία της ΕΔΟΚ και της INTERBEV έφερε αποτελέσματα, αφού την πρόταση έκαναν αμέσως δεκτή η Ιταλία, η Ισπανία και η Πολωνία, ενώ παράλληλα ολοκληρώνονται οι διαπραγματεύσεις για τη συμμετοχή και άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Η συνάντηση για τις τελικές διαπραγματεύσεις και την ολοκλήρωση της συμφωνίας έχει ήδη προγραμματιστεί για τις 22 Σεπτεμβρίου στο Παρίσι, ενώ η συνάντηση για την ιδρυτική διακήρυξη του Ευρωπαϊκού Συνδέσμου αναμένεται να γίνει στις Βρυξέλλες στα μέσα Νοεμβρίου.
Στόχος του Συνδέσμου είναι να εκπροσωπήσει με εξειδίκευση και ρεαλισμό όλα τα θέματα της κτηνοτροφίας αλλά και της κατανάλωσης ζωικών προϊόντων, καθώς μέχρι σήμερα η εκπροσώπηση είναι γενική και αόριστη. Σκοπός των μελών είναι ο επαναπροσδιορισμός κάθε απόφασης που ελήφθη ως τώρα ερήμην τους και όποιες αλλαγές πρέπει να γίνουν στο πλαίσιο των στόχων της πράσινης συμφωνίας.
Τα διδάγματα από τους Γάλλους και τα μηνύματα για τους Έλληνες κτηνοτρόφους
Σε πρόσφατο ταξίδι τους στη Γαλλία, με στόχο την άντληση τεχνογνωσίας, στελέχη της ΕΔΟΚ διαπίστωσαν πως βοοτροφία και προβατοτροφία εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητά τους κατά 90% και 92% αντίστοιχα από τη διαθέσιμη γη, αλλά και πως μικρά οικογενειακά σχήματα - με μέσο αριθμό βοοειδών ανά μονάδα τα 60 ζώα - εξασφαλίζουν πολύ ικανοποιητικό εισόδημα. Στη Γαλλία, μάλιστα, η κουλτούρα των κτηνοτρόφων, των λοιπών επαγγελματιών, αλλά και καταναλωτών διδάσκεται από την παιδική ηλικία…
«Σύντομα θα είναι ξεκάθαρο σε όλους μας ότι η διαχείριση του περιβάλλοντος με τη βόσκηση θα είναι το πρώτο σε αξία προϊόν της κτηνοτροφίας μας και θα έπεται το κρέας και το γάλα», είναι το κεντρικό μήνυμα που εκπέμπει με το βλέμμα στο μέλλον η ΕΔΟΚ, εφιστώντας παράλληλα την προσοχή στην ανάγκη το ελληνικό κρέας να αποκτήσει τη δική του ταυτότητα, ώστε ο καταναλωτής να έχει τη δυνατότητα να το διακρίνει από το εισαγόμενο.
Οι επιδόσεις της αγοράς κρέατος την τελευταία 20ετία
Όπως προκύπτει από την τελευταία μελέτη της ICAP CRIF, το 2022 ανακάμπτει η συνολική εγχώρια κατανάλωση κρέατος, με τις θετικές επιπτώσεις να γίνονται περισσότερο αισθητές στο επαγγελματικό κανάλι, μετά τη συρρίκνωση που υπέστη η αγορά το 2020 λόγω της υγειονομικής κρίσης.
Ο κλάδος του κρέατος χαρακτηρίζεται από μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων, η πλειονότητα των οποίων είναι μικρού μεγέθους. Ο αριθμός των αμιγώς καθετοποιημένων μονάδων παραγωγής κρέατος είναι μικρός, ωστόσο, οι εν λόγω εταιρείες διαθέτουν καθετοποιημένες μονάδες και ασχολούνται με όλα τα στάδια, από την εκτροφή και σφαγή ζώντων ζώων έως την παραγωγή κρέατος, επεξεργασία / τυποποίηση και παραγωγή προϊόντων κρέατος. Οι παραγωγικές επιχειρήσεις του κλάδου διακρίνονται σε σύνθετες παραγωγικές μονάδες κρέατος, σε χοιροτροφικές μονάδες και σε πτηνοτροφικές. Ο εισαγωγικός τομέας είναι διευρυμένος και αφορά κυρίως στο βόειο και το χοιρινό κρέας.
Ορισμένες εισαγωγικές εταιρείες διαθέτουν και γραμμή επεξεργασίας και τυποποίησης, ενώ οι περισσότερες ασχολούνται μόνο με το εμπόριο κρέατος. Η ζήτηση για το κρέας των πουλερικών καλύπτεται αποκλειστικά από την εγχώρια παραγωγή. Η επεξεργασία και τυποποίηση κρέατος αποτελεί από μόνη της αντικείμενο δραστηριότητας πολλών εταιρειών, οι οποίες έχουν σημαντική παρουσία στην αγορά. Οι εν λόγω επιχειρήσεις προμηθεύονται το κρέας είτε από την εγχώρια αγορά είτε από το εξωτερικό και στη συνέχεια το επεξεργάζονται και το τυποποιούν.
Παράγοντες που επηρεάζουν τη ζήτηση κρέατος είναι κυρίως το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών, οι διατροφικές συνήθειες ή ακόμα τα έθιμα και οι παραδόσεις της χώρας. Επιπλέον, σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει τη ζήτηση είναι και ορισμένα συγκυριακά ή απρόβλεπτα γεγονότα, που σχετίζονται με την ευαίσθητη φύση των ειδών διατροφής γενικότερα (όπως οι διάφορες ασθένειες των ζώων, κ.ά.)
Σύμφωνα με τα στοιχεία που επεξεργάστηκαν τα στελέχη της ICAP CRIF, η συνολική καθαρή εγχώρια παραγωγή κρέατος παρουσίασε αυξομειώσεις τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Ειδικότερα, την περίοδο 2009-2015 η παραγωγή ήταν συνεχώς πτωτική. Το 2016 αυξήθηκε κατά 4,3% έναντι του 2015 και το 2017 παρέμεινε στα ίδια επίπεδα. Αντίθετα, τη διετία που ακολούθησε (2018-2019) η παραγωγή παρουσίασε ελαφρά μείωση, καταγράφοντας οριακά αρνητικό ρυθμό μεταβολής (2019:-0,6% 2018: -0,8%), ενώ το 2020 η παραγωγή συρρικνώθηκε περαιτέρω παρουσιάζοντας μείωση της τάξεως του 3%.
Η ακτινογραφία της εγχώριας αγοράς κρέατος
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει επεξεργαστεί η ΕΔΟΚ, η αιγοπροβατοτροφία συμβάλλει κατά 18% περίπου στο συνολικό αγροτικό εισόδημα. Το αίγειο και πρόβειο κρέας και γάλα είναι δύο βασικές κατηγορίες προϊόντων με μεγάλη οικονομική σημασία κι αποτελούν τις κυριότερες πηγές του αγροτικού εισοδήματος των κατοίκων των ορεινών και μειονεκτικών περιοχών. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση η εκτροφή προβάτων και αιγών γίνεται κυρίως για το κρέας τους ενώ στη χώρα μας γίνεται για το γάλα τους. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως το 95% των ζώων στην Ελλάδα αρμέγεται.
Την ίδια στιγμή, στην Ελλάδα εκτρέφονται περίπου 633.656 βοοειδή και παράγονται περίπου 750.000 τόνοι αγελαδινού γάλακτος και 59.000 τόνοι βοείου – μοσχαρίσιου κρέατος. Οι βοοτροφικές επιχειρήσεις, με βάση την παραγωγική τους κατεύθυνση, διακρίνονται σε μονάδες εκτροφής αγελάδων γαλακτοπαραγωγής, μονάδες εκτροφής αγελάδων κρεατοπαραγωγής και σε μονάδες πάχυνσης μοσχαριών.
Ταυτόχρονα, η χοιροτροφία καλύπτει το 25% της εγχώριας παραγωγής κρέατος με ποσοστό αυτάρκειας περίπου 35%. Η παραγωγή χοιρείου κρέατος που ανέρχεται ετησίως σε 115.000 τόνους περίπου προέρχεται από παραγωγικό υλικό 100.000 και πλέον χοιρομητέρων εκ των οποίων το 80% εντατικής εκτροφής. Πρόκειται για έναν κλάδο που παρέχει απασχόληση σε χιλιάδες οικογένειες, ενώ η διαρκώς αυξανόμενη κατανάλωση χοίρειου κρέατος σε συνδυασμό με τις υψηλές απαιτήσεις των καταναλωτών διαμορφώνουν νέες συνθήκες ανταγωνισμού. Το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας παραγωγής χοίρειου κρέατος συγκεντρώνεται στις περιφέρειες της Κεντρικής Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Στερεάς Ελλάδας (συμπεριλαμβανομένης της Εύβοιας - εκτός της Αττικής), της Θεσσαλίας, της Δυτικής Ελλάδας και της Ανατολικής Μακεδονίας - Θράκης.
Η πτηνοτροφία αποτελεί τον πλέον δυναμικό κλάδο της ελληνικής κτηνοτροφίας με τη μεγαλύτερη καθετοποίηση. Πρόκειται για έναν τομέα ιδιαίτερα σημαντικό για την εθνική οικονομία διότι καλύπτει στο μεγαλύτερο μέρος τις ανάγκες της κατανάλωσης. Η παραγωγή ανέρχεται περίπου στους 120.000 τόνους αυγών και 165.000 τόνους κρέατος το χρόνο. Η πτηνοτροφία έχει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά έναντι των άλλων κλάδων ζωικής παραγωγής, όπως ταχεία αναπαραγωγή, ικανότητα προσαρμογής σε τεχνικές συνθήκες εκτροφής και άμεση υιοθέτηση των αποτελεσμάτων της επιστήμης και της τεχνολογίας στους τομείς της γενετικής, διατροφής και υγιεινής. Το 67% περίπου της παραγωγής αυγών προέρχεται από συστηματικές μονάδες και το υπόλοιπο από τη χωρική πτηνοτροφία. Ένας σημαντικός αριθμός ελληνικών νοικοκυριών, ιδιαίτερα στις ορεινές και νησιωτικές περιοχές αντλεί ένα συμπληρωματικό εισόδημα από την πώληση των αυγών που παράγουν, τα οποία όπως είναι γνωστό προτιμώνται ιδιαίτερα από τους καταναλωτές. Η αυτάρκεια της χώρας σε αυγά βρίσκεται στο 95-97% και η κατανάλωση ανά άτομο είναι 11 κιλά ανά έτος. Το 90% της παραγωγής κρέατος πουλερικών προέρχεται από συστηματικές εκτροφές και το 10% από χωρικές εκτροφές, που καλύπτουν τοπικές ανάγκες σε ορεινές απομεμακρυσμένες και νησιωτικές περιοχές. Η αυτάρκεια της χώρας σε κρέας πουλερικών είναι 75% περίπου. Στις οργανωμένες επιχειρήσεις του κλάδου απασχολούνται περί τις 11-12.000 άτομα, ενώ άλλες 3.000 θέσεις εργασίας συνδέονται άμεσα με τον κλάδο.