Σήμα κινδύνου για σοβαρότατες ελλείψεις στην αγορά λιπασμάτων εκπέμπουν οι φορείς του κλάδου, στη σκιά της εκτόξευσης των τιμών του φυσικού αερίου, βασικής πρώτης ύλης στη λιπασματοβιομηχανία, προειδοποιώντας μάλιστα για αλυσιδωτές αντιδράσεις στην αγροτική παραγωγή και τη βιομηχανία τροφίμων κατ’ επέκταση.
Για δύσκολες μέρες στην ευρωπαϊκή βιομηχανία λιπασμάτων έκανε λόγο πριν από μερικές ώρες ο πρόεδρος του Συνδέσμου Παραγωγών και Εμπόρων Λιπασμάτων (ΣΠΕΛ), Δημήτρης Ρουσσέας, καθώς μπροστά στο ράλι των τιμών του φυσικού αερίου, το ένα μετά το άλλο μεγάλα εργοστάσια προχωρούν σε μείωση ή ακόμη και διακοπή της παραγωγής τους. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι στιγμές που βιώνει η Ευρώπη είναι κρίσιμες, καθώς αυτή είναι η δεύτερη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που γίνεται συζήτηση για επισιτιστικό πρόβλημα.
Οι διεθνείς αναταράξεις, όπως είναι φυσικό, ακουμπούν και την εγχώρια λιπασματοβιομηχανία, μια αγορά που εκτιμάται πέριξ των 500 εκατ. ευρώ.
«Η τιμή του φυσικού αερίου έχει δεκαπλασιαστεί από πέρυσι, με τα λιπάσματα να βρίσκονται διαρκώς στο προσκήνιο. Μετά από μια ούτως ή άλλως προβληματική τριετή πορεία λόγω της πανδημίας - όπου σαφώς επηρεάστηκε το κόστος παραγωγής - ήρθε ο πόλεμος στην Ουκρανία τον περασμένο Φεβρουάριο για να επιδεινώσει μια ήδη δύσκολη κατάσταση», εξήγησε ο κ. Ρουσσέας, σε συνέντευξη Τύπου.
Περιγράφοντας με μελανά χρώματα την τρέχουσα συγκυρία, ο κ. Ρουσσέας εκτίμησε πως οι μήνες που έρχονται θα είναι δύσκολοι, καθώς «η προβληματική κατάσταση είναι μπροστά μας». Όσο τα εργοστάσια στην Ευρώπη μειώνουν ή διακόπτουν την παραγωγή λιπασμάτων, μοιραία θα υπάρξουν ελλείψεις στα λιπάσματα. Οι ελλείψεις θα οδηγήσουν σε αυξήσεις των τιμών τους, άρα σε εκτόξευση του κόστους παραγωγής και κατ’ επέκταση σε νέο γύρο ανατιμήσεων στα τρόφιμα, προειδοποίησε.
Αυξήσεις από 60% έως 80% στις τιμές των λιπασμάτων
Μάλιστα εξήγησε πως ήδη οι τιμές των λιπασμάτων για τους παραγωγούς μετρούν αυξήσεις από 60% έως και 80% σε σχέση με πέρυσι, ναρκοθετώντας τις προοπτικές της αγροτικής παραγωγής και απειλώντας το σύνολο της διατροφικής αλυσίδας. Γιατί με τις τιμές των λιπασμάτων στα ύψη, η διαδρομή των προϊόντων «από το χωράφι στο ράφι» μόνο ομαλή δεν θα είναι. Ο αγροτικός κόσμος της χώρας βιώνει εδώ και αρκετό καιρό το ασφυκτικό βάρος των αναταραχών στην αγορά λιπασμάτων, ενώ ο κίνδυνος για νέο γύρο ανατιμήσεων στο λεγόμενο «καλάθι της νοικοκυράς» είναι ορατός, απειλώντας με εκτροχιασμό τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς των ελληνικών νοικοκυριών.
«Τα εμπόδια στη διακίνηση των λιπασμάτων θα οδηγήσουν σε ακρίβεια στα λιπάσματα, άρα και σε ακρίβεια στα σιτηρά, άρα και σε ακριβότερο ψωμί… Θα έρθουν αυξήσεις σε όλη τη διατροφική αλυσίδα», εκτίμησε από την πλευρά του το μέλος του ΔΣ του ΣΠΕΛ, Γιώργος Πάκος, ενώ ο Γιάννης Βεβελάκης, επίσης μέλος του ΔΣ, εξέφρασε την ανάγκη να προστατευτούν οι Έλληνες αγρότες μέσα σε αυτή την «καταιγίδα».
«Αν δεν σταθεροποιήσουμε την αγορά λιπασμάτων το 2022, απλώς δεν θα υπάρχουν αρκετά τρόφιμα το 2023», είχε προειδοποιήσει με γλαφυρό τρόπο την περασμένη εβδομάδα ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες, συνοψίζοντας μέσα σε μόλις μια φράση τη δραματική κατάσταση που επικρατεί διεθνώς…
Με καθυστέρηση η νομοθετική ρύθμιση για κυκλοφορία εθνικών λιπασμάτων
Λίγες μόλις ώρες πριν τη συνέντευξη Τύπου του Συνδέσμου Παραγωγών και Εμπόρων Λιπασμάτων, εκδόθηκε η πολυαναμενόμενη Κοινή Υπουργική Απόφαση των υπουργείων Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και Οικονομικών που ορίζει τις προϋποθέσεις κυκλοφορίας των εθνικών λιπασμάτων - ανόργανων λιπασμάτων ελληνικών προδιαγραφών. Μια νομοθετική ρύθμιση που σύμφωνα με τα μέλη του ΣΠΕΛ καθυστέρησε, δημιουργώντας σοβαρό νομοθετικό κενό στην εγχώρια αγορά λιπασμάτων.
Η ανάγκη για έκδοση της νομοθετικής ρύθμισης προέκυψε γιατί από τις 16 Ιουλίου 2022 τέθηκε σε ισχύ ο Νέος Κανονισμός για τα Προϊόντα Λίπανσης Καν. ΕΕ 1009/2019, καταργώντας τον προηγούμενο Κανονισμό ΕΚ 2003/2003. Ο προηγούμενος ευρωπαϊκός Κανονισμός 2003/2003, που ίσχυε την τελευταία 20ετία, όριζε τον τρόπο που κυκλοφορούν τα ανόργανα λιπάσματα, τα οποία αντιπροσωπεύουν πάνω από το 85% των λιπασμάτων που κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά.
Ο νέος ευρωπαϊκός κανονισμός, σε αντιδιαστολή με τον προηγούμενο, δεν προβλέπει την υποχρεωτική εφαρμογή του, αλλά δίνει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να κυκλοφορούν προϊόντα λίπανσης είτε με βάση τον ίδιο τον Κανονισμό ΕΕ 1009/2019, είτε με βάση την εθνική τους νομοθεσία. Αυτή τη δυνατότητα, της προαιρετικής εναρμόνισης, έχουν ήδη αξιοποιήσει όμορες και ανταγωνιστικές χώρες, όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία και άλλες.
«Η ΚΥΑ είναι αναγκαία για τη λιπασματοβιομηχανία, ώστε οι επιχειρήσεις να επιλέγουν ανάλογα με τις ανάγκες των Ελλήνων αγροτών ποια προϊόντα λίπανσης θα ακολουθήσουν την ευρωπαϊκή και ποια την εθνική νομοθεσία», εξήγησε ο κ. Ρουσσέας.
Ο Σύνδεσμος Παραγωγών και Εμπόρων Λιπασμάτων ιδρύθηκε το 1995 και αριθμεί 67 εταιρείες - μέλη και 1.500 εργαζόμενους που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή, διακίνηση και εμπορία λιπασμάτων και προϊόντων θρέψης στη χώρα μας. Συγκεκριμένα, εκπροσωπεί το σύνολο σχεδόν των ελληνικών εταιρειών και των πολυεθνικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα εκπροσωπώντας πάνω από το 70% της ελληνικής αγοράς, ενώ περιλαμβάνει εταιρείες (μεγάλες, μικρομεσαίες και μικρές) που παράγουν όλους τους τύπους λιπασμάτων.