Στις πρώτες μικρές αυξήσεις στα επιτόκια καταθέσεων αναμένεται να οδηγηθούν οι τράπεζες από τον ερχόμενο μήνα, μετά τη νέα αύξηση επιτοκίων από την ΕΚΤ που επίκειται στη συνεδρίαση της 27ης Οκτωβρίου.
Η αύξηση του επιτοκίου (deposit facility), της ΕΚΤ από το -0,50% στο 0,75% σήμερα, ύστερα από μία πρώτη αύξηση κατά μισή ποσοστιαία μονάδα τον Ιούλιο και μια επόμενα κατά 0,75 μ.β. τον Σεπτέμβριο, πέρασε άμεσα στα επιτόκια των δανείων. Πλέον, αναμένεται να ακολουθήσει και η ανοδική αναπροσαρμογή στα επιτόκια καταθέσεων, καθώς εκτιμάται ότι στην τελευταία για φέτος συνεδρίαση της ΕΚΤ, στις 15 Δεκεμβρίου, το βασικό επιτόκιο θα φτάσει στο 2%. Μάλιστα, οι εκτιμήσεις των τραπεζών φέρουν το επιτόκιο της ΕΚΤ να διαμορφώνεται στο 2,25% στην πρώτη συνεδρίαση του 2023 που θα πραγματοποιηθεί στις 2 Φεβρουαρίου.
Μπροστά στον ανήφορο που θα τραβήξουν τα επιτόκια, οι τράπεζες δεν έχουν τα «ηθικά» περιθώρια να αγνοήσουν τους καταθέτες τους, τη στιγμή που οι αυξήσεις έχουν επιβαρύνει από την πρώτη στιγμή τους δανειολήπτες τους. Η χρονοκαθυστέρηση στην ενσωμάτωση των αυξήσεων στα επιτόκια καταθέσεων, ωστόσο, θα μπορούσε να διαρκέσει περισσότερο και να είναι αιτιολογημένη από την υπερεπάρκεια ρευστότητας την οποία έχουν αυτή τη στιγμή οι τράπεζες.
Όπως αναφέρουν αρμόδια τραπεζικά στελέχη στο insider.gr, ύστερα από χρόνια, είναι η πρώτη φορά που οι καταθέσεις είναι ένα κερδοφόρο για τις τράπεζες προϊόν. Από τα μέσα του 2014, δηλαδή εδώ και οκτώ χρόνια, οι τράπεζες χάνουν λεφτά από τις καταθέσεις λόγω του αρνητικού επιτοκίου της ΕΚΤ.
Αν και το επιτόκιο της ΕΚΤ ήταν αρνητικό, στο -0,50%, οι ελληνικές τράπεζες, σε αντίθεση με τράπεζες του εξωτερικού, δεν επέβαλαν ποτέ αρνητικά επιτόκια στις καταθέσεις πελατών τους. Πλήρωναν επιτόκιο μηδέν στους καταθέτες τους και κατέθεταν οι ίδιες την ρευστότητά τους σε αρνητικό επιτόκιο (-0,50%) στην ΕΚΤ. Έχαναν έτσι λεφτά, αλλά όχι και τους πελάτες τους.
Κίνηση καλής θέλησης προς τους πελάτες τους θα είναι και οι μικρές αυξήσεις (0,10 μ.β.) στα επιτόκια καταθέσεων στις οποίες αναμένεται να προχωρήσουν οι τράπεζες τον Νοέμβριο. Στην πράξη, οι τράπεζες δεν έχουν οικονομικό λόγο να αυξήσουν τα καταθετικά επιτόκια, καθώς βρίσκονται με υπερεπάρκεια ρευστότητας.
Δεν υπάρχει ανταγωνισμός στις καταθέσεις
Καθημερινά, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα καταθέτει στην ΕΚΤ ρευστότητα της τάξεως των 50 δισ. ευρώ (σε επιτόκιο 0,75%), ενώ ο δείκτης δανείων προς καταθέσεις που κινείται γύρω στο 80%, υποδεικνύει ότι οι καταθέσεις ξεπερνούν τα δάνεια που έχουν να χρηματοδοτήσουν.
Η υπερβάλλουσα διαθέσιμη ρευστότητα δεν δίνει λόγο και κίνητρο στις τράπεζες να μπουν σε έναν «πόλεμο» καταθετικών επιτοκίων, προσδοκώντας να πάρουν πελάτες η μία από την άλλη. Δεν υπάρχει ανταγωνισμός στις καταθέσεις, ειδικά καθώς η κατάθεση δεν είναι επενδυτικό προϊόν. Και όπως λένε χαρακτηριστικά οι τραπεζίτες στο insider.gr, υπό τις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί, ο ανταγωνισμός υπάρχει στην πλευρά του ενεργητικού και όχι του παθητικού των τραπεζικών ισολογισμών. Δηλαδή, ο ανταγωνισμός υφίσταται στο σκέλος των δανείων και όχι στο σκέλος των καταθέσεων για την προσέλκυση πελατών.
Καταθέσεις υπάρχουν και είναι αισθητά αυξημένες. Επιχειρήσεις και νοικοκυριά είχαν καταθέσεις 183,1 δισ. ευρώ τον Αύγουστο του 2022 (την ερχόμενη εβδομάδα η ΤτΕ θα δώσει τα στοιχεία για τον μήνα Σεπτέμβριο), ποσό που ανεβαίνει στα 192,6 δισ. αν συνυπολογιστούν και οι καταθέσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα είναι αυξημένες κατά 3,1 δισ. ευρώ από την 1η/1/22 και κατά 10 δισ. ευρώ από τον Αύγουστο του 2021.
Η μεγάλη ρευστότητα των τραπεζών, ωστόσο, προέρχεται από τους τίτλους TLTRO. Συγκεκριμένα από το πρόγραμμα Στοχευμένων Συναλλαγών Μακροχρόνιας Αναχρηματοδότησης, γνωστό ως TLTRO III, που η ΕΚΤ ενεργοποίησε μέσα στην πανδημία για να στηρίξει τις τράπεζες προκειμένου να διοχετεύσουν φθηνή ρευστότητα (νέα δάνεια) σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, αντλώντας ρευστότητα από την ΕΚΤ με αρνητικό επιτόκιο -1%. Οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες έχουν αντλήσει μέσω TLTRO ρευστότητα ύψους 50,8 δισ. ευρώ. Από το ποσό αυτό, οι τράπεζες επανακατέθεταν στην ΕΚΤ με τη μορφή πλεονάζουσας ρευστότητας περί τα 47 δισ. ευρώ με επιτόκιο -0,50%.
Σημειώνεται ότι η επιδοτούμενη ρευστότητα της ΕΚΤ στις τράπεζες με τους τίτλους TLTRO θα αρχίσει να επιστρέφεται σταδιακά στην ΕΚΤ από τον Δεκέμβριο του 2022 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2024 και οι ανάγκες ρευστότητας των τραπεζών θα αναπληρώνονται από τις καταθέσεις ή από άλλα εργαλεία του ευρωσυστήματος με ρεαλιστικό κόστος και όχι με αρνητικά επιτόκια.