Θετικό τόνο στο εγχώριο επενδυτικό «story» με κεντρικό άξονα τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, συνεχίζει να διατηρεί η J.P. Morgan μετά τις τελευταίες συναντήσεις των στελεχών της με τις διοικήσεις των τραπεζών, διάφορες εταιρείες και ειδικούς του κλάδου στην Αθήνα.
Όπως επισημαίνει, μετά το πέρας των συναντήσεων, τα μηνύματα ήταν αρκετά αισιόδοξα και εποικοδομητικά ως προς τη βιωσιμότητα της πορείας των δεικτών απόδοσης ενσώματων ιδίων κεφαλαίων, ROTE και παρά το υψηλό που καταγράφηκε - όπως όλα δείχνουν - στα καθαρά έσοδα από τόκους. Προς έκπληξη των αναλυτών του οίκου, δε δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στα καθαρά έσοδα από τόκους και στα περιθώρια, στο πλαίσιο των συναντήσεων, γεγονός που σηματοδοτεί τη στροφή προς την πορεία και την απόδοση της πιστωτικής επέκτασης και τις προοπτικές επιστροφής κεφαλαίου, δύο ενότητες που κυριάρχησαν στις συζητήσεις.
Η J.P. Morgan εκτιμά ότι οι «καταλύτες» σε βραχυπρόθεσμη βάση είναι πιο περιορισμένοι, γεγονός που αποτελούν μάλλον το βασικό λόγο για τη σχετικά υποτονική απόδοση των μετοχών τις τελευταίες εβδομάδες, με αύξηση 18% από τις αρχές του έτους. Από εδώ και πέρα, τα αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου και οι εγκρίσεις των διανομών μερισμάτων (αναμένονται τον Ιούνιο) αποτελούν τα βασικά σημεία που θα εστιάσουν, όπως εξηγούν οι αναλυτές του οίκου. Αξίζει να σημειωθεί πως οι ελληνικές τράπεζες διαπραγματεύονται με δείκτη P/TBV στο 0,7x και με δείκτη P/E μόλις στο 6x για το 2025, με τη Eurobank να παραμένει η κορυφαία επιλογή του οίκου.
Πιστωτική επέκταση
Σύμφωνα με τους αναλυτές, μετά από μια απογοητευτική χρονιά ως προς την αύξηση των δανείων το 2023, λόγω των υψηλών επιτοκίων και του μεγάλου όγκου πρόωρων αποπληρωμών από εταιρείες και επιχειρήσεις, δείχνει ορατή μια ανάκαμψη φέτος. Τα επιχειρηματικά δάνεια εξακολουθούν να είναι ο βασικός «μοχλός» ανάπτυξης, αλλά οι τράπεζες ολοένα και περισσότερο θέτουν στην πρώτη γραμμή τη βελτίωση των καταναλωτικών δανείων - χωρίς εξασφάλιση - επίσης, αν και από μια πολύ χαμηλή βάση. Οι τράπεζες εξακολουθούν να προβλέπουν ετήσια αύξηση των εξυπηρετούμενων δανείων 4% - 6% για τα επόμενα έτη και που ευθυγραμμίζεται με την ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ και υποδηλώνει ότι η βελτίωση της διείσδυσης δεν είναι ακόμη εμφανής, κυρίως λόγω της στασιμότητας των στεγαστικών δανείων, με τις ετήσιες εκταμιεύσεις ύψους 1 - 1,2 δισ. ευρώ να εξακολουθούν να αντιστοιχούν περίπου στο 10% των επιπέδων προ κρίσης και να μην είναι σε θέση να αντισταθμίσουν τη μείωση που καταγράφηκε τα παλαιότερα χρόνια.
Οι διοικήσεις των τραπεζών επικαλούνται την έλλειψη προσιτών και σύγχρονων κατοικιών και την αύξηση των τιμών τους σε επίπεδα υψηλότερα από αυτά που μπορούν να υποστηρίξουν τα εισοδήματα, ως βασικές προκλήσεις, παράλληλα με τις πιο δυσκίνητες διαδικασίες δανειοδότησης. Οι προσπάθειες για την τόνωση της αγοράς των στεγαστικών δανείων, όπως το πρόγραμμα «Σπίτι μου» από την κυβέρνηση για την αγορά ακινήτου από τους νέους, είναι ελπιδοφόρες αλλά απαιτούν σημαντική προσπάθεια τόσο από τις τράπεζες, όσο και από την κυβέρνηση.
Καθαρά έσοδα από τόκους
Το outlook των ελληνικών τραπεζών ως προς τα καθαρά έσοδα από τόκους παραμένει στο επίκεντρο των επενδυτών, καθώς το επιτοκιακό περιθώριο, NIM, που δίνεται ως καθοδήγηση έχει φτάσει σε επίπεδα κορύφωσης. Προς έκπληξη των αναλυτών του οίκου, δε δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στα καθαρά έσοδα από τόκους και στα περιθώρια, γεγονός που σηματοδοτεί ότι αυτοί οι κινητήριοι «μοχλοί» έχουν γίνει πλέον αρκετά κατανοητοί. Οι διοικήσεις των τραπεζών αναμένουν διαδοχική μια μείωση των καθαρών εσόδων από τόκους στο πρώτο τρίμηνο φέτος εξαιτίας του αρνητικού carry over που σχετίζεται με το hedging και των πρόσφατων ομολογιακών εκδόσεων. Ωστόσο, οι διοικήσεις παραμένουν άνετες με τις προοπτικές για φέτος, υποθέτοντας έως και τρεις μειώσεις επιτοκίων και μετατόπιση του μείγματος των καταθέσεων σε προθεσμιακούς λογαριασμούς.
Re - performing loans
Παράλληλα, ως προς τα δάνεια που επανέρχονται σε καθεστώς επανεξυπηρέτησης (re - performing loans), σημειώθηκε ότι υπάρχει όγκος μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων ύψους 69,5 δισ. περίπου στην Ελλάδα στα χέρια των servicers που τα διαχειρίζονται για λογαριασμό των εταιρειών εξαγοράς πιστώσεων (funds) και τα οποία θα μπορούσαν τελικά να επιστρέψουν στους ισολογισμούς των τραπεζών, καθώς αυτά τα δάνεια «θεραπεύονται» και εξυπηρετούνται εκ νέου. Οι τράπεζες είναι επίσης πρόθυμες να διερευνήσουν τις όποιες ευκαιρίες προκύψουν στο σκέλος των re - performing loans (RPLs) ως μια ενότητα αξιοποίησης της πλεονάζουσας ρευστότητας και των κεφαλαίων τους, καθώς το οικονομικό περιβάλλον συνεχίζει να βελτιώνεται. Οι εκτιμήσεις για τους δυνητικούς όγκους κυμαίνονται ευρέως, από 10 - 15 δισ. ευρώ έως 30 - 40 δισ. ευρώ, με περίπου 6,5 δισ. ευρώ του συνολικού αποθέματος να κατατάσσεται επί του παρόντος ως εξυπηρετούμενα ή ρυθμισμένα ενήμερα σύμφωνα με τον ορισμό των ίδιων των servicers.
Ωστόσο, η ρυθμιστική αρχή εξέφρασε κάποιες ανησυχίες σχετικά με την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων, καθώς ο ορισμός των εξυπηρετούμενων - ερυθμισμένων ενήμερων «υπό επιτήρηση» δανείων διαφέρει από τις κατευθυντήριες γραμμές της EBA, ενώ και η ποιότητα αποτελεί επίσης ένα ζήτημα. Οι τράπεζες συμφώνησαν γενικά και οι αναλυτές άκουσαν από μία από τις τράπεζες ότι σε ένα χαρτοφυλάκιο 300 εκατ. ευρώ που αξιολόγησαν, μόνο τα 26 εκατ. ευρώ σε δάνεια, πληροί τα κριτήρια για το πέρασμα στην ενότητα του «Σταδίου 1». Ταυτόχρονα, δεδομένων των προσπαθειών για βελτίωση και εναρμόνιση της ποιότητας των δεδομένων και της υποβολής εκθέσεων, ορισμένα από αυτά τα δάνεια αναμένεται να επιστρέψουν τους τραπεζικούς ισολογισμούς με την πάροδο του χρόνου. Οι αναλυτές άκουσαν επίσης ότι η ρυθμιστική αρχή δεν επιβάλλει γενική απαγόρευση στις αγορές RPL, καθώς μια μη συστημική τράπεζα απέκτησε πρόσφατα ένα μικρό χαρτοφυλάκιο δανείων που αποτελείται από τρία αναδιαρθρωμένα ξενοδοχεία.
Μερίσματα - DTC
Οι τράπεζες φάνηκαν επίσης αισιόδοξες για την απόδοση κεφαλαίου ξεκινώντας από το 2024 (από τη χρήση του 2023) με την έγκριση που αναμένεται από τον SSM, που θέτει μια πιο συγκρατημένη διανομή επί των κερδών για τη χρήση του 2023. Όπως έχει ανακοινωθεί, οι δείκτες διανομής επί των κερδών κυμαίνονται σε μέτρια επίπεδα, από περίπου 10% για την Τράπεζα Πειραιώς έως πάνω από 25% για τη Eurobank και την Εθνική, αλλά αναμένεται να αυξηθούν σταδιακά, φτάνοντας το 40% - 50% τα επόμενα 2 - 3 χρόνια. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη την ισχυρή βάση από την οποία ξεκινούν στους δείκτες κεφαλαίου, ιδίως για την Εθνική και τη Eurobank, καθώς και την υψηλή οργανική παραγωγή κεφαλαίου που αναμένεται το 2024 - 2026, η αξιοποίηση της πλεονάζουσας ρευστότητας γίνεται όλο και πιο σημαντική.
Ενώ η Eurobank έθεσε σε πρώτη γραμμή το σκέλος των συγχωνεύσεων και εξαγορών στην Κύπρο, η Εθνική Τράπεζα επικεντρώνεται στις αγορές χαρτοφυλακίου καθώς και σε συνέργειες για την αξιοποίηση των κεφαλαίων της. Στο επίκεντρο βρίσκονται επίσης τα προγράμματα επαναγοράς ιδίων, με την Εθνική να ελπίζει να «κουμπώσει» στις διανομές μερισμάτων μια πιο «επιθετική» στρατηγική επαναγοράς ιδίων από το επόμενο έτος. Επιπλέον, η τράπεζα παρακολουθεί τις εξελίξεις που σχετίζονται με τη δεύτερη φάση - και οριστική - της αποεπένδυσης του ΤΧΣ.