Με τις ελληνικές τράπεζες να έχουν επιστρέψει στην κανονικότητα και να βρίσκονται προ των πυλών για τη διανομή μερισμάτων στους μετόχους τους μετά από 16 χρόνια, χάρη στην υψηλή κερδοφορία, την ισχυρή ρευστότητα και την κεφαλαιακή τους επάρκεια, ο θάνατος χθες του πρώην Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιώργου Προβόπουλου, κλείνει με τον μεγαλύτερο συμβολισμό τον κύκλο των «πέτρινων χρόνων» του εγχώριου τραπεζικού συστήματος.
Έχουν περάσει δέκα χρόνια – ήταν στις 11 Ιουνίου του 2014 που ο Γ. Προβόπουλος παρουσίαζε την έκδοση της ΤτΕ «Το Χρονικό της Μεγάλης Κρίσης 2008 – 2013» -, ολοκληρώνοντας την θητεία του στο τιμόνι της Τράπεζας της Ελλάδος (20 Ιουνίου 2008 - 20 Ιουνίου 2014) και παραδίδοντας την σκυτάλη στον σημερινό Διοικητή της ΤτΕ, Γιάννη Στουρνάρα. Ο τελευταίος εξήρε τη σημαντική συμβολή του Γ. Προβόπουλου στη δημοσιονομική πολιτική και στην εξυγίανση του τραπεζικού τομέα, καθώς ο εκπλιπών, από τη θέση του Διοικητή της ΤτΕ την περίοδο 2008-2014, διαχειρίστηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις επιπτώσεις της κρίσης χρέους στον τραπεζικό τομέα.
Σε αντίθεση με τη σημερινή εικόνα δικαιολογημένης ευφορίας, καθώς οι ελληνικές τράπεζες έχουν αφήσει πίσω τους τις ημέρες που ήταν κρίσιμες για την επιβίωσή τους, αξίζει ένα flash back στις συνθήκες που βίωναν, μόλις 10 χρόνια πριν, με τη ρευστότητά τους να μειώνεται ιλιγγιωδώς από τις αναλήψεις πανικόβλητων για το μέλλον της Ελλάδας πολιτών.
Αν και η κρίση στην Ελλάδα ξεκίνησε από τον δημόσιο τομέα, η μετάδοσή της στο τραπεζικό σύστημα ήταν αναπόφευκτη. Όπως εξηγούσε ο Γιώργος Προβόπουλος, το τραπεζικό σύστημα επλήγη κατ’ αρχάς από τις διαδοχικές υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου, που συμπαρέσυραν και τις διαβαθμίσεις των τραπεζών. Το γεγονός αυτό αφενός μείωσε την αξία των ενεχύρων που είχαν στη διάθεσή τους οι τράπεζες για δανεισμό από το Ευρωσύστημα και αφετέρου καθιστούσε ιδιαίτερα δύσκολη και ακριβή την πρόσβασή τους στη διατραπεζική αγορά, από την οποία σταδιακά αποκλείστηκαν. Με την αναδιάρθρωση του χρέους το 2012 η αξία των ομολόγων που είχαν στην κατοχή τους οι τράπεζες υπέστη μεγάλες περικοπές. Έτσι τα κεφάλαιά τους εξανεμίστηκαν ή και κατέστησαν αρνητικά. Παράλληλα η ύφεση οδηγούσε σε συνεχή διόγκωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ η περιρέουσα αβεβαιότητα ενθάρρυνε τη διαρροή καταθέσεων.
Από την ημερομηνία ανακοίνωσης της πρώτης δέσμης μέτρων για το δημόσιο τομέα (9 Φεβρουαρίου 2010) μέχρι και τις βουλευτικές εκλογές της 17ης Ιουνίου 2012, η αξία των τραπεζογραμματίων ευρώ σε κυκλοφορία υπερδιπλασιάστηκε και ανήλθε σε 47,7 δισ. ευρώ, έναντι 20 δισ. ευρώ (+138%), ξεπερνώντας κατά πολύ τον μέσο όρο αύξησης των προηγούμενων ετών (περί το 7,5% ετησίως), καθώς και τον αντίστοιχο μέσο όρο του Ευρωσυστήματος» αναφέρεται στο «Χρονικό της Κρίσης» της ΤτΕ.
Σε εβδομαδιαία βάση, το τραπεζικό σύστημα έχανε καθημερινά ποσά ρευστότητας που απειλούσαν με θανατική καταδίκη την ύπαρξή του. Σε διάστημα 11 εβδομάδων οι εκροές ήταν άνω του 1 δισ. ευρώ - με κορυφαίες την εβδομάδα πριν από τις επαναληπτικές εκλογές του Ιουνίου του 2012 (εκροές 3 δισ. ευρώ), την εβδομάδα 22-26 Μαρτίου 2010, οπότε υπήρξαν φήμες για την κήρυξη πτώχευσης στις 25 Μαρτίου (εκροές 2 δισ. ευρώ) και την εβδομάδα ανακοίνωσης της εισόδου της Ελλάδας στο Μνημόνιο, τον Απρίλιο του 2010 (εκροές 1,5 δισ. ευρώ).
Σημειώνεται ότι προ κρίσης οι καθαρές εκροές ανά μήνα ανέρχονταν κατά μέσο όρο σε 112 εκατ. ευρώ.
Υπό τις συνθήκες αυτές, η ΤτΕ αναγκάστηκε να αυξήσει τα χρηματοδέματα που διοχέτευσε στις τράπεζες κατά 120-158% έναντι του 2009. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στο Κέντρο Επεξεργασίας και Διακίνησης Χρηματικού Χαλανδρίου, μόνο στις 14 και 15 Ιουνίου 2012 εξυπηρετήθηκαν αντίστοιχα, 76 και 71 οχήματα χρηματαποστολών, σχεδόν αποκλειστικά για χρηματοπαραδόσεις σε πιστωτικά ιδρύματα, έναντι μέσου όρου 20 οχημάτων για παραδόσεις και παραλαβές την ημέρα.
Επί δέκα μήνες οι ποσότητες των τραπεζογραμματίων ευρώ που διοχετεύθηκαν στην αγορά ήταν της τάξεως των 101.000-134.000 χρηματοδεμάτων (σ.σ. 1.000 τραπεζογραμμάτια ίδιας ονομαστικής αξίας, χωρισμένα σε 10 δεσμίδες των 100 τραπεζογραμματίων εκάστη), αυξημένες σε ποσοστό 120%-158% έναντι του μέσου όρου εκροών του 2009 (84.555 χρηματοδέματα).
Για να καλύψει την αυξημένη ζήτηση ρευστότητας, σε συνεννόηση με την ΕΚΤ, η ΤτΕ διενήργησε τρεις έκτακτες παραλαβές χρημάτων - μία από την Ιταλία και δύο από την Αυστρία, το διάστημα Φεβρουαρίου 2010 - Ιουνίου 2012), συνολικής αξίας 5,26 δισ. ευρώ.
Οι ενέργειες της ΤτΕ και του Γιώργου Προβόπουλου τότε, έσωσαν το τραπεζικό σύστημα από βέβαιο «πνιγμό». Ο ίδιος έλεγε ότι οι προσπάθειες δεν έχουν ολοκληρωθεί και ότι μεγάλη πρόκληση είναι να μετατραπεί η υπό εξέλιξη σταθεροποίηση, σε δυναμική ανάπτυξη πάνω σε στέρεες βάσεις. Στο στοίχημα αυτό, οι ελληνικές τράπεζες μπορούν να συμβάλλουν σήμερα με όλες τους τις δυνάμεις.