Καλύτεροι του ευρωπαϊκού μέσου όρου, αναδεικνύονται όλοι οι βασικοί δείκτες απόδοσης των ελληνικών συστημικών τραπεζών στα στοιχεία α΄ τριμήνου 2024, όπως τα συγκέντρωσε ο SSM. Οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες παρουσιάζουν υψηλότερη απόδοση ιδίων κεφαλαίων και ενεργητικού, σημαντικά χαμηλότερο δείκτη κόστους προς έσοδα, συντριπτικά υψηλότερους δείκτες ρευστότητας και μεγαλύτερο επιτοκιακό περιθώριο που διασφαλίζει τα έσοδα τόκων από κατάρρευση όταν τα επιτόκια της ΕΚΤ μπουν για τα καλά σε πτωτική πορεία.
Παράλληλα, η ποιότητα του ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών παρέμεινε σθεναρή στις πληθωριστικές πιέσεις που επηρέασαν αρνητικά τα δανειακά χαρτοφυλάκια των ευρωπαϊκών τραπεζών και οδήγησαν στη δημιουργία νέων κόκκινων δανείων. Κόντρα στο ρεύμα, οι ελληνικές συστημικές τράπεζες όχι μόνο μείωσαν περαιτέρω το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους, αλλά απέτρεψαν και τη δημιουργία νέων. Στο τέλος του α΄ τριμήνου 2024, οι ελληνικές τράπεζες είχαν μη εξυπηρετούμενα δάνεια 7,29 δις. ευρώ και δείκτη ΝΡΕ 4,60% έναντι 2,31% των ευρωπαϊκών τραπεζών.
Τα στοιχεία του SSM για το α΄ τρίμηνο 2024 δείχνουν ότι η απόδοση ιδίων κεφαλαίων (RoE) των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών διαμορφώθηκε σε 13,92% έναντι 9,67% των 110 ευρωπαϊκών συστημικών τραπεζών, ενώ η απόδοση ενεργητικού τους (RoA) ανήλθε σε 1,44% από 0,65% των ευρωπαϊκών.
Μακράν υψηλότεροι των ευρωπαϊκών είναι οι δείκτες ρευστότητας των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών. Ο Δείκτης Καθαρής Σταθερής Χρηματοδότησης (NSFR) διαμορφώθηκε το α΄ τρίμηνο 2024 σε 134,07% έναντι 126,85% για τον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό και ο Δείκτης Κάλυψης Ρευστότητας (LCR) σε 213,09% έναντι 157,85% των ευρωπαϊκών τραπεζών. Μάλιστα, οι ελληνικές συστημικές τράπεζες αύξησαν τον σχετικό δείκτη ρευστότητας από το περυσινό α΄ τρίμηνο, σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές.
Η υψηλή διαθέσιμη ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών αποτυπώνεται και στον δείκτη δανείων προς καταθέσεις, ο οποίος είναι σημαντικά χαμηλότερος από τον αντίστοιχο μέσο ευρωπαϊκό δείκτη, υποδηλώνοντας τα μεγάλα περιθώρια που έχουν οι ελληνικές τράπεζες για την ενίσχυση της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας. Ο λόγος δανείων προς καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες κινείται στο 60,59% έναντι 102,78% των ευρωπαϊκών.
Οι ελληνικές συστημικές τράπεζες εμφανίζουν εξαιρετικά χαμηλό δείκτη εξόδων προς έσοδα, μόλις 32,07% έναντι 55,94% για τις ευρωπαϊκές. Δουλεύουν δε με καθαρό επιτοκιακό περιθώριο σημαντικά υψηλότερο του μέσου όρου των ευρωπαϊκών τραπεζών και συγκεκριμένα 3,37% έναντι 1,62% των υπολοίπων ευρωπαϊκών τραπεζών. Σημειώνεται ότι υψηλότερο καθαρό επιτοκιακό περιθώριο (ΝΙΜ) έναντι του μέσου όρου των ελληνικών συστημικών τραπεζών είχαν τα συστημικά πιστωτικά ιδρύματα της Λετονίας (3,86%), της Λιθουανίας (3,77%), της Σλοβενίας (3,75%) και της Εσθονίας (3,66%).
Σε τέσσερα κράτη-μέλη της ευρωζώνης τα συστημικά πιστωτικά ιδρύματα είχαν χαμηλότερο του μέσου όρου NIM (1,62%) και συγκεκριμένα στην Γαλλία (0,87%), την Γερμανία (1,10%), το Βέλγιο (1,42%) και την Ολλανδία (1,55%). Τα επιτοκιακά έσοδα συμβάλουν στο 79% των καθαρών λειτουργικών εσόδων των 4 συστημικών πιστωτικών ιδρυμάτων της Ελλάδας έναντι 60,5% για τα 110 ευρωπαϊκά συστημικά πιστωτικά ιδρύματα.