Με βάση τα διαθέσιμα εποχικά διορθωμένα στοιχεία, η αύξηση του πραγματικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) κατά το 2ο τρίμηνο 2023 επιταχύνθηκε σε ετήσια βάση στο 2,7%, από 2,0% το πρώτο τρίμηνο του έτους, ενώ και σε τριμηνιαία βάση κατέγραψε αύξηση κατά 1,3%, υπογραμμίζει με σχόλιό του ο επικεφαλής οικονομολόγος της Eurobank, Τάσος Αναστασάτος.
Από την πλευρά των δαπανών, η βασικότερη κινητήρια δύναμη της μεγέθυνσης του ΑΕΠ είναι η ιδιωτική κατανάλωση, η οποία επιταχύνθηκε σε ετήσια αύξηση 3,2% (από 2,5% το 1ο τρίμηνο), αυξανόμενη και σε σχέση με το (ήδη υψηλό) προηγούμενο τρίμηνο κατά 0,9%, γεγονός που πρέπει να συσχετιστεί με το αρνητικό ποσοστό αποταμίευσης. Η δημόσια κατανάλωση, αντίθετα, μειώθηκε. Είναι αξιοσημείωτο ότι η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης επετεύχθη την ίδια περίοδο κατά την οποία οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών (που συνήθως αυξάνονται επιθετικότερα από την κατανάλωση) παρέμειναν σχετικά σταθερές (+0,6%), με σημαντική επιβράδυνση από το πρώτο τρίμηνο (+5,2% YoY). Αυτό, σε σημαντικό βαθμό, αντανακλά τη μείωση στις τιμές των καυσίμων έναντι της αντίστοιχης περυσινής περιόδου: οι εισαγωγές καυσίμων σύμφωνα με την ΤτΕ μειώθηκαν κατά 38,5% YoY σε τρέχουσες τιμές, ωστόσο μειώθηκαν και οι εισαγωγές των λοιπών αγαθών κατά -4,5% (με αρνητικούς αποπληθωριστές αυτό πιθανώς σημαίνει μικρή πραγματική αύξηση). Συνδυάζοντας αυτά με το γεγονός ότι ο δείκτης όγκου λιανικού εμπορίου συρρικνώθηκε το δεύτερο τρίμηνο του 2023 (κατά -4,3%), η αύξηση της κατανάλωσης φαίνεται πως αφορούσε εγχωρίως παραγόμενες υπηρεσίες (ιδίως στην εστίαση και την ψυχαγωγία), προς τις οποίες πιθανώς σημειώθηκε μετατόπιση έναντι των αγαθών.
Οι εξαγωγές έδειξαν στασιμότητα (+0,1% σε ετήσια βάση, -1,2% σε τριμηνιαία), με σημαντική επιβράδυνση από το πρώτο τρίμηνο (+7,1% YoY), εν μέρει λόγω της πτώσης των τιμών των καυσίμων (περίπου 1/3 των ελληνικών εξαγωγών αγαθών αφορά επανεξαγωγή διυλισμένου πετρελαίου), αλλά και λόγω της ύφεσης ή οικονομικής στασιμότητας στους βασικούς εμπορικούς εταίρους της χώρας. Η YoY υποχώρηση τόσο των εξαγωγών, όσο και των εισαγωγών, οφείλεται στα αγαθά (-1,8% και -1,2% αντίστοιχα), ενώ οι εξαγωγές και οι εισαγωγές υπηρεσιών διευρύνθηκαν, κατά 1,3% και 6,1% αντίστοιχα, έστω και με επιβράδυνση σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο. Ο αποπληθωριστής των εξαγωγών υποχώρησε κατά 8,4%ΥοΥ στο Q2, λιγότερο από τον αποπληθωριστή των εισαγωγών (-13,7%ΥοΥ), πιθανώς εν μέρει λόγω της πτώσης της τιμής των καυσίμων σε σχέση με πέρυσι. Σε σχέση με το Q1, η μεταβολή των αποπληθωριστών είναι -10,2π.μ. στις εξαγωγές, έναντι -9,3π.μ. στις εισαγωγές. Οι σχετικές μεταβολές σε εξαγωγές και εισαγωγές σημαίνουν ότι ο εξωτερικός τομέας είχε αρνητική συνεισφορά στην ετήσια μεταβολή του ΑΕΠ, τόσο σε ετήσια, όσο και σε τριμηνιαία βάση.
Οι επενδύσεις παγίων αυξήθηκαν με έναν ικανοποιητικό ρυθμό 7,9%, περίπου όμοιο με το προηγούμενο τρίμηνο (8,2%), αν και από χαμηλή βάση. Ωστόσο, για δεύτερο συνεχόμενο τρίμηνο, μεγάλο μέρος της αύξησης προέρχεται από τις αυξημένες επενδύσεις σε κατοικίες κατά 47% (σε συνέχεια του 48% στο Q1) και δευτερευόντως στην άνοδο στις λοιπές κατασκευές (+15,0% από +10,4%). Αντιθέτως, σημαντική YoY επιβράδυνση σημειώθηκε στις επενδύσεις σε μεταφορικά μέσα (+16,7% από +41,8%), πτώση στα μηχανήματα για άλλο ένα τρίμηνο (-6,3% σε συνέχεια -9,9%) και στον εξοπλισμό ΤΠΕ (-22,6% από +0,5%). Οι συνολικές επενδύσεις παρέμειναν σταθερές σε ετήσια βάση (+0,2%) λόγω της συνεχιζόμενης επιβράδυνσης των αποθεμάτων.
Η αρνητική επίδραση στην μεγέθυνση του ΑΕΠ λόγω της επιδείνωσης του εξωτερικού περιβάλλοντος αναμένεται να συνεχιστεί και στα επόμενα δύο τρίμηνα του έτους, δεδομένου ότι τα οικονομικά στοιχεία, ιδίως της Ευρωζώνης, κατά το τελευταίο διάστημα είναι πολύ αδύναμα (PMI, οικονομικό κλίμα) και δείχνουν ότι η στασιμότητα στην ευρωπαϊκή οικονομία θα συνεχιστεί. Ενδεικτικά, και χωρίς αυτό να αποτελεί πρόβλεψη, εάν τα επόμενα 2 τρίμηνα το ΑΕΠ παρέμενε στα επίπεδα του δευτέρου τριμήνου, η ανάπτυξη στο σύνολο του έτους θα ανερχόταν στο 2,1%, ενώ αν επέστρεφε στα επίπεδα του πρώτου τριμήνου, λόγω του αδύναμου εξωτερικού περιβάλλοντος, η ανάπτυξη θα περιοριζόταν στο 1,5%. Ωστόσο, δεδομένου ότι (α) η ιδιωτική κατανάλωση έχει επιδείξει στο πρόσφατο παρελθόν αυξήσεις αναντίστοιχες με τις εξελίξεις στα πραγματικά εισοδήματα, είτε λόγω συσσωρευμένης επιθυμίας για κατανάλωση μετά την πανδημία, είτε λόγω εισοδηματικών ενισχύσεων, (β) διαχρονικά υπάρχει μια αβεβαιότητα αναφορικά με τον τρόπο που καταγράφονται από την ΕΛ.ΣΤΑΤ. οι μεταβολές των αποθεμάτων, και (γ) η επίδραση βάσης στα επόμενα δύο τρίμηνα είναι ευνοϊκότερη σε σχέση με τα δύο πρώτα, παραμένει περιθώριο διαφοροποίησης επί τα βελτίω από αυτά τα νούμερα.
Η Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία της οικονομίας αυξήθηκε σε ετήσια βάση κατά 2,0%, έναντι 2,7% στο Q1, με την υστέρηση έναντι της αύξησης του ΑΕΠ κατά 2,7%ΥοΥ να οφείλεται στο ότι, σε απόλυτους όρους, οι φόροι επί των προϊόντων μειώθηκαν από πέρυσι περισσότερο από ό,τι οι επιδοτήσεις (-€379 εκατ. έναντι -€112 εκατ.). Σε επίπεδο βασικών τομέων, η YoY αύξηση στο Q2 προήλθε πρωτίστως από τις Επιστημονικές-τεχνικές δραστηριότητες (+12,8%ΥοΥ ή +€295 εκατ.), τις Κατασκευές (+25,0% ή +€244 εκατ.), σε συνάφεια με την άνοδο των επενδύσεων σε κατοικίες και λοιπά έργα, τις Τέχνες, διασκέδαση, ψυχαγωγία (+11,1% ή +€173 εκατ.) και το δημόσιο τομέα-εκπαίδευση-υγεία (2,0% ή +€157 εκατ.). Στον αντίποδα, πτώση μόνο στη Βιομηχανία (-2,0% ή -€136 εκατ.) και στο Χονδρικό-λιανικό εμπόριο, ξενοδοχεία-εστιατόρια, μεταφορές (-0,5% ή -€50 εκατ.), όπου η πτώση στο εμπόριο αντισταθμίζεται εν πολλοίς από την άνοδο σε εστίαση και ψυχαγωγία.