Σταθερή αναπτυξιακή δυναμική και μείωση του χρέους προβλέπει για την Ελλάδα στη διάρκεια των επόμενων ετών η Capital Economics. Σύμφωνα με τον Άντριου Κένινγκχαμ, επικεφαλής οικονομολόγο του οίκου, «η Ελλάδα αναμένεται να συνεχίσει να υπεραποδίδει έναντι των ομοτίμων της στην Ευρωζώνη τα επόμενα δύο χρόνια και τα δημοσιονομικά της μεγέθη θα συνεχίσουν να βελτιώνονται».
Η Capital Economics εκτιμά πως η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 1,9% φέτος έναντι 0,7% για την Ευρωζώνη, ενώ για το 2025 και το 2026 αναμένει ανάπτυξη της τάξεως του 2% έναντι εκτίμησης 1,2% και 1,1% αντίστοιχα για την Ευρωζώνη. Η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε κατά 0,7% σε τριμηνιαία βάση στο πρώτο τρίμηνο του 2024 και το ΑΕΠ ήταν εντυπωσιακά υψηλότερα κατά 8% από το προ πανδημίας επίπεδό του, αν και εξακολουθεί να είναι σχεδόν 20% χαμηλότερο από το επίπεδο του 2008.
Και οι έρευνες για τις επιχειρήσεις δείχνουν ότι η οικονομία εξακολουθεί να έχει αρκετή δυναμική. Η κατανάλωση των νοικοκυριών ενισχύθηκε από την άνοδο της απασχόλησης, η οποία εκτινάχθηκε κατά 1,2% σε μηνιαία βάση τον Απρίλιο, υπερβαίνοντας πολύ την τάση της πριν από την πανδημία.
Πάντως, οι εξαγωγές μειώθηκαν για τέσσερα συνεχόμενα τρίμηνα μεταξύ του δευτέρου τριμήνου του 2023 και του πρώτου τριμήνου του 2024. Όμως οι επενδύσεις και ο τουρισμός αυξήθηκαν κατά 7,1% και 5,3% αντίστοιχα σε τριμηνιαία βάση στο πρώτο τρίμηνο, αντίστοιχα. Ο οίκος αναμένει αύξηση της απασχόλησης και περαιτέρω μείωση της ανεργίας στο υπόλοιπο του τρέχοντος έτους.
Το δημόσιο χρέος, ως προς τον όγκο του εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλό σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα. Ωστόσο, η σταθερή οικονομική ανάπτυξη, τα πρωτογενή πλεονάσματα και το χαμηλό ετήσιο κόστος εξυπηρέτησής του σημαίνει ότι τα δημοσιονομικά βελτιώνονται. Οι αναλυτές αναμένουν ότι το έλλειμμα του προϋπολογισμού της γενικής κυβέρνησης θα μειωθεί περαιτέρω ως αποτέλεσμα της συγκρατημένης αύξησης των τρεχουσών δαπανών.
Επιπλέον, η βελτίωση των δημόσιων οικονομικών της Ελλάδας τα τελευταία δύο χρόνια σημαίνει ότι το spread των ελληνικών αποδόσεων έναντι των γερμανικών έχει περιοριστεί, ωθώντας το χαμηλότερα από το spread των ιταλικών αποδόσεων. Τέλος, ο οίκος προσδοκά ότι το spread των ελληνικών ομολόγων θα παραμείνει κάτω από αυτό των ιταλικών.