Προς το μετριοπαθές ρεύμα ως προς την πορεία της Ευρωζώνης φαίνεται να συντάσσεται η Capital Economics, καθώς δε βλέπει ισχυρό «boost» στην οικονομική ανάπτυξη από τις μειώσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ.
Ο οικονομολόγος του οίκου, Τζακ Άλεν Ρέινολντς βλέπει πως οι μειώσεις στα επιτόκια θα προσφέρουν μια αρκετά ήπια ώθηση στην ανάπτυξη τα επόμενα ένα με δύο χρόνια.
«Η ΕΚΤ είναι πιθανό να μειώσει τα επιτόκια αρκετά αργά και να τα διατηρήσει σε σημαντικά υψηλότερα επίπεδα από τα προ πανδημίας. Έτσι, το κόστος δανεισμού για τον ιδιωτικό τομέα δεν θα μειωθεί αρκετά, οι τόκοι των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων θα παραμείνουν σε υψηλά πολλών ετών και οποιαδήποτε αύξηση του δανεισμού θα είναι περιορισμένη», υπογραμμίζει χαρακτηριστικά.
Όπως συμπληρώνει, «υπάρχουν πολλά κανάλια μέσω των οποίων τα επιτόκια επηρεάζουν την οικονομική δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένων των τιμών των περιουσιακών στοιχείων, της εμπιστοσύνης και της συναλλαγματικής ισοτιμίας». Σύμφωνα με την Capital Economics, τα δύο πιο σημαντικά, είναι ο αντίκτυπος από τα έξοδα για τόκους του ιδιωτικού τομέα και ο αντίκτυπος στον νέο δανεισμό.
Ο οίκος εκτιμά ότι και τα δύο «κανάλια» θα προσφέρουν περιορισμένη μόνο στήριξη στην οικονομία, για τρεις βασικούς λόγους. Πρώτον, η ΕΚΤ θα μειώσει τα επιτόκια της αρκετά αργά. Δεύτερον, τα επιτόκια θα παραμείνουν πολύ υψηλότερα από τα προ πανδημίας επίπεδά τους. Και τρίτον, η εκτίμησή της είναι ότι τα επιτόκια θα μειωθούν πιο αργά από ό,τι προβλέπουν οι αγορές επί του παρόντος. με περιορισμένο συνεπώς αντίκτυπο για τον ιδιωτικό τομέα.
Αυτό με τη σειρά του υποδηλώνει ότι οι δαπάνες για τόκους θα παραμείνουν αρκετά υψηλές. Ομολογουμένως, το μέσο επιτόκιο στο σκέλος των δανείων προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις φαίνεται να έχει κορυφωθεί. «Ωστόσο δεν πιστεύουμε ότι θα πέσει σημαντικά, επομένως οι δαπάνες για τόκους θα συνεχίσουν να σιγοτρώνε μεγάλο μέρος των εισοδημάτων» επισημαίνει.
Επιπλέον, εάν τα επιτόκια των νέων δανείων μειωθούν ελαφρώς, οποιαδήποτε ώθηση σε νέο δανεισμό θα είναι επίσης αρκετά μικρή. Είναι αλήθεια ότι η βελτίωση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών και των επιχειρήσεων θα μπορούσε να στηρίξει την πιστωτική επέκταση. Όμως, με τα επιτόκια να παραμείνουν υψηλά, ο οίκος θεωρεί ότι πολλά νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα προτιμήσουν να συνεχίσουν να αποταμιεύουν παρά να δανείζονται και να ξοδεύουν.
Εάν η οικονομία είχε πολύ χειρότερη απόδοση από ό,τι ανέμενε – για παράδειγμα, εάν οι πρόσφατες ανησυχίες για την ανάπτυξη στις ΗΠΑ αποδειχθούν βάσιμες – η ΕΚΤ μπορεί να χαλαρώσει τη νομισματική πολιτική πιο γρήγορα από ό,τι αναμένεται. Αλλά σε αυτή την περίπτωση η ΕΚΤ θα μείωνε τα επιτόκια για να μετριάσει την οικονομία από ένα αρνητικό σοκ.
«Συνεπώς, η νομισματική πολιτική δεν είναι το μόνο πράγμα που οδηγεί την οικονομία και αναμένουμε ότι το ΑΕΠ της Ευρωζώνης θα συνεχίσει να ενισχύεται λόγω της ανάκαμψης των πραγματικών εισοδημάτων και της βελτίωσης της παγκόσμιας δραστηριότητας. Ωστόσο, αμφιβάλλουμε ότι η χαλαρότερη νομισματική πολιτική θα έχει μεγάλο, θετικό αντίκτυπο στον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους ή το 2025» καταλήγει ο διεθνής οίκος.