Οι σύγχρονες διατροφικές συστάσεις, απαιτούν σαφώς άφθονα λαχανικά και φρούτα στην καθημερινή διατροφή του ανθρώπου. Για να συμβεί όμως αυτό, θα πρέπει ο σύγχρονος καταναλωτής πρώτα να τα αγοράσει και μετά να τα καταναλώσει. Μπορεί όμως να το κάνει με τις τιμές που υπάρχουν στα μανάβικα και τα ράφια των υπεραγορών;
Οι τιμές των φρούτων ήταν πάντα υψηλές, τώρα τις ακολούθησαν και των λαχανικών. Και το σημαντικότερο οτι οι τιμές ειδικά των δεύτερων δεν λένε να σταματήσουν την άνοδο. Η Κεντρική Αγορά Αθηνών (ΟΚΑΑ) εκδίδει κάθε ημέρα ένα δελτίο τιμών για τα βασικά είδη που διακινούνται σε αυτήν. Η σύγκριση τιμών στα φρέσκα είδη είναι πάντα μια προβληματική ιστορία και για το λόγο αυτό πρέπει να γίνεται με προσοχή και αστερίσκους. Οι τιμές πάντα κινούνται σε ένα εύρος αναλόγως ποιότητας, εμφάνισης, καταγωγής, συσκευασίας, εποχής, ενώ γεγονότα όπως παραμονές εορτών ή γειτνίαση με αργίες δίνουν μια ώθηση προς τα επάνω. Στο δελτίο που δημοσιεύει η ΟΚΚΑ δίνει μια επικρατούσα τιμή την οποία εμείς χρησιμοποιήσαμε για να συγκρίνουμε ίδια είδη στις 20 Ιουλίου 2023 και ένα μήνα νωρίτερα στις 20 Ιουνίου.
Από τα 26 είδη λαχανικών που συγκρίναμε, τα 9 μόνο κινήθηκαν πτωτικά και τα υπόλοιπα 17 ανοδικά. Αξίζει να αναφερθεί οτι από τα πτωτικά είδη κάποια έπεσαν διότι απλώς δεν μπορούσαν να πάνε παραπάνω, πάντα υπάρχει ένα όριο! Αναφερόμαστε για παράδειγμα στα βλίτα, όπου στο τέλος Ιουνίου η χονδρική τους τιμή ήταν 1,10 ευρώ το κιλό και υποχώρησαν στα 0,9 ευρώ/κιλό. Αντίστοιχα για τα φρέσκα κρεμμυδάκια που από 1,4 υποχώρησαν στα 1 ευρώ/κιλό.
Κάνοντας μια «στατιστική απρέπεια», υπολογίσαμε τον μέσο καλάθι τιμών των δύο περιόδων: εάν ο καταναλωτής ήθελε στις 20 Ιουλίου 2023, να πάρει 1 κιλό από το καθένα από τα 26 είδη μας, θα πλήρωνε συνολικά 27 ευρώ, ενώ ακριβώς ένα μήνα νωρίτερα θα είχε πληρώσει 21,5 ευρώ, δηλαδή θα έδινε παραπάνω 25% χρήματα!!! Ξέρουμε οτι η στατιστική μας αυτή προσέγγιση είναι... μαναβίστικη, αλλά δεν παύει να έχει την αξία της δεδομένης της κρισιμότητας της κατάστασης: δεν είναι δυνατόν ο καταναλωτής να βρίσκει κάθε φορά που πηγαίνει στο μανάβικο τις τιμές υψηλότερα σχεδόν 1% από χθες!!! 25% αύξηση το μήνα, αυτό δεν λέει σε απλά ελληνικά;
Μπορεί κανείς να βρει ένα σωρό δικαιολογίες γιατί συμβαίνουν όλα αυτά, κι εμείς που είμαστε οι ίδιοι καλλιεργητές και προφανώς με το μέρος των συναδέλφων μας, μπορούμε να προσθέσουμε άλλες τόσες. Να σας πούμε για τα μεροκάματα που ούτε βρίσκουμε κι΄ έχουν πάει στο θεό, για τα λεφτά που δίνουμε κάθε ημέρα στα καφενεία για καφέδες και σάντουιτς, για τα λιπάσματα που είναι ακόμη σε δυσθεώρητα ύψη, για τα σπόρια που κοστίζουν πραγματικά χρυσάφι, για τον ΦΠΑ που πληρώνουμε 23% και εισπράττουμε 13%, για τον περονόσπορο που μας τσάκισε τον περασμένο Μάιο. Εαν θέλετε μπορούμε να σας πούμε κι άλλα, αλλά τι νόημα έχει;
Αυτόν που δεν έχουμε ακούσει ακόμη είναι ο καταναλωτής, όχι ο φτωχός που θα μπορούσες να του πεις, τι κάθεσαι βρε άνθρωπε στην Αθήνα, έλα εδώ στο χωριό που τα έξοδα είναι τα μισά-τρόπος του λέγειν- και θα βάζεις και τομάτες και τις κότες σου να γλυτώνεις κανένα φράγκο. Ας ακούσουμε τον μέσο καταναλωτή, το νεαρό μηχανικό που βρήκε επιτέλους μια αξιοπρεπή δουλειά με καλούτσικη αμοιβή και θέλει να προσέξει τι τρώει τόσο για λόγους υγείας όσο κι εμφάνισης. Δεν μπορεί ο/η νέος αυτός να φτιάχνει μια σαλάτα να ξεγελάσει τη πείνα του και να του κοστίζει 5 ευρώ! Εαν μάλιστα προσθέσει κάτι ζωικού τύπου, τόνο ή αλλαντικό, να κινδυνεύει να φτάσει στα 10!
Τον χάσαμε από πελάτη πατριώτες, αν όχι φέτος του χρόνου! Θα πάρει τον ομματιών του και θα πάει να ζήσει αλλού. Κι εμείς θα φτιάχνουμε ζαρζαβάτια και δεν θα έχουμε τι να τα κάνουμε…
Αντιμετωπίζουμε το όλο θέμα μάλλον ανάλαφρα και με βάση εμπειρίες του παρελθόντος, που μεταξύ μας... δεν πήγε και πολύ καλά.
Δεν είναι δυνατόν φόροι και διατροφή να ροκανίζουν το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος ενός μέσου πολίτη. Πως θα πάει στον οδοντίατρο, πως θα πάει στο θέατρο, πως θα πάρει ένα μεγαλύτερο laptop να δοκιμάσει την ιδέα του να φτιάξει μια καινούργια Startup, πως θα παρακολουθήσει μαθήματα ζωγραφικής ή μουσικής που πάντα ήθελε και είναι σίγουρο οτι θα του δώσουν άλλη ποιότητα ζωής;
Το θέμα όμως απασχολεί πρώτα απ’ όλους εμάς τους παραγωγούς: εάν χάσουμε τους πελάτες μας τι θα κάνουμε; Και δυστυχώς όλοι αυτοί που πάνε να δώσουν τα διαπιστευτήριά τους στο νέο Υπουργό Γεωργίας, δεν βλέπω κανείς τους να θέτει παρόμοια θέματα: Ολοι ζητάνε λύσεις σε τρέχοντα προβλήματα που απλώς θα διευκολύνουν την καθημερινότητά τους.
Θα πρέπει όμως να φροντίσουμε να υπάρχει και καθημερινότητα του χρόνου.
Ραντεβού με το ίδιο θέμα τον Οκτώβρη, όταν πληρωθεί η πρώτη φουρνιά των επιδοτήσεων που θα είναι πολύ μειωμένη και οι αγρότες θα έχουμε χάσει ένα σοβαρό δεκανίκι να τα βγάλουμε πέρα. Εαν έχουμε χάσει και τον καταναλωτή που είναι το βασικό μας στήριγμα, πως θα τη βγάλουμε τη χρονιά κατά την προσφιλή μας έκφραση?