Την ώρα που η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας παραμένει βασικό ζητούμενο της νέας Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Φινλανδή ευρωβουλευτής του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος αναδεικνύει μία από τις βασικότερες θέσεις που καταγράφονται σήμερα στις Βρυξέλλες. Υποστηρίζει ότι από τη στιγμή που δεν υπάρχουν νέα δημόσια κεφάλαια, χρειαζόμαστε σημαντικές ιδιωτικές επενδύσεις και προσέλκυση ταλέντου εντός ΕΕ. Παρατηρεί πώς οι ΗΠΑ πρωταγωνίστησαν σε ό,τι αφορά τον τομέα των ψηφιακών τεχνολογιών αφήνοντας πίσω τους την Ευρώπη, η οποία συνεχίζει να «υπερ-ρυθμίζει» το συγκεκριμένο τομέα. Η Φινλανδή πολιτικός τονίζει ότι η πραγματική ευημερία κάθε κοινωνίας προέρχεται από τις επενδύσεις στην βιομηχανική παραγωγή του τόπου και όχι από την πολιτική επιδοτήσεων που κυριαρχεί σήμερα μέσω του ταμείου συνοχής.
Συναντήσαμε με την Aura Salla την προηγούμενη εβδομάδας στις Βρυξέλλες. Η οικονομία και η ανταγωνιστικότητα, ο νέος κοινοτικός προϋπολογισμός (ΠΔΠ), ο πόλεμος στην Ουκρανία, η Ελλάδα καθώς και η πορεία της από την Επιτροπή στη Meta και ακολούθως η επιστροφή της στις Βρυξέλλες βρέθηκαν στο επίκεντρο της συζήτησής μας. Μία συζήτηση που ήρθε περισσότερα από 10 χρόνια μετά την πρώτη μας συνάντηση στο κτίριο του Berlaymont, όταν η ίδια ήταν στέλεχος της Επιτροπής και συνεργάτης του τότε αντιπροέδρου της και πρώην πρωθυπουργού της Φινλανδίας Jyrki Katainen.
Στο πλαίσιο τόσο της Έκθεσης Ντράγκι όσο και των διαπραγματεύσεων για το επόμενο ΠΔΠ, έχει ξεκινήσει μια συζήτηση για την ανάγκη νέων πόρων εντός της ΕΕ. Ως μέλος της Επιτροπής ECON του Ευρωκοινοβουλίου, έχετε αναφερθεί πρόσφατα στην ανάγκη αλλαγής του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιούνται οι υπάρχοντες πόροι του κοινοτικού προϋπολογισμού. Πώς θεωρείτε ότι αυτό μπορεί να προχωρήσει; Και αποτελεί το «μοντέλο του Ταμείου Ανάκαμψης», το οποίο φαίνεται να είναι η προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μια λύση στο πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας;
Συμφωνήσαμε ότι χρειαζόμαστε περισσότερα χρήματα, αλλά χρειαζόμαστε περισσότερα ιδιωτικά χρήματα, όχι δημόσια. Πρώτα απ’ όλα, δεν έχουμε αυτά τα δημόσια χρήματα. Έτσι, πρέπει να κάνουμε την ΕΕ πιο ελκυστικό μέρος για επενδύσεις στα μάτια των ιδιωτών επενδυτών. Αυτός πρέπει να είναι ο στόχος. Επομένως, διαφωνώ πλήρως ότι θα πρέπει να ρίξουμε δημόσιο χρέος στα προβλήματά μας. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να σταματήσουμε να μιλάμε για την πραγματική ενιαία αγορά και να αρχίσουμε να την υλοποιούμε. Προσπαθούμε να το κάνουμε αυτό, πόσο καιρό, τρεις δεκαετίες; Και δεν ασχολούμαστε μόνο με τις λεπτομέρειες, ακόμα είμαστε κολλημένοι προσπαθώντας να διαμορφώσουμε την ίδια την κοινή ιδέα. Αυτό που χρειαζόμαστε τώρα είναι να μειώσουμε τους κανονισμούς. Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι δεν υπερελεγχούμε την αγορά μας... τον ψηφιακό τομέα, τον ενεργειακό τομέα, τον τομέα της κεφαλαιαγοράς. Δεύτερον, πρέπει να προσελκύουμε ταλέντα στην ΕΕ για να διασφαλίσουμε ότι μπορούμε να ευημερούμε καθώς και οι εταιρείες μας μπορούν να ευημερούν στην ΕΕ. Τρίτον, δεν έχουμε αρκετό επιχειρηματικό κεφάλαιο (capital risk). Δεν ανησυχώ τόσο για τις νεοφυείς επιχειρήσεις και τις μικρές αναπτυσσόμενες εταιρείες. Αυτό που με ανησυχεί είναι οι μεγάλες αναπτυσσόμενες εταιρείες άνω των 30 εκατομμυρίων ευρώ. Δεν έχουμε τους επενδυτές τέτοιου επιχειρηματικού κεφαλαίου. Δεν υπάρχουν αντίστοιχα κεφάλαια στην ΕΕ που θα μπορούσαν να επενδύσουν σε αυτές τις πραγματικά αναπτυσσόμενες εταιρείες και να κάνουν εξόδους σε αυτήν την αγορά. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι όταν οι εταιρείες μας αναπτύσσονται, πηγαίνουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και αυτό με ανησυχεί πολύ. Επομένως, η απάντηση δεν είναι τα δημόσια χρήματα. Η απάντηση είναι τα ιδιωτικά χρήματα. Αλλά πρέπει να διασφαλίσουμε ότι οι εταιρείες, πρώτα απ’ όλα, θέλουν να αναπτυχθούν εδώ. Οι επενδυτές θέλουν να επενδύσουν εδώ. Και το διευκολύνουμε αυτό για τις εταιρείες μας.
Πώς θα πρέπει να αλλάξουμε τη χρήση των υφιστάμενων πόρων; Και τι σημαίνει αυτό για τη συνοχή, τη σύγκλιση των διαφόρων περιφερειακών περιοχών;
Πρώτα απ’ όλα, αμφισβητώ τη συνοχή, ειδικά το ταμείο συνοχής. Το πρόβλημα είναι ότι δεν ξέρουμε τι ακριβώς συμβαίνει με αυτά τα χρήματα, πώς αυτά τα χρήματα της ΕΕ ωφελούν τις εταιρείες μας, τις περιοχές μας. Παίρνουμε πραγματικά κάτι πίσω; Πώς αυτό συμβάλλει πραγματικά στην οικονομία μας; Αυτό με ανησυχεί. Επιπλέον, το να στηριζόμαστε στις επιδοτήσεις δεν είναι βιώσιμο. Θα ήθελα από την άλλη να σας παραθέσω ένα καλό παράδειγμα, το Ταμείο Γιούνκερ, το EFSI, το οποίο δημιουργήσαμε κατά τη διάρκεια της θητείας της Επιτροπής του. Υπάρχει αυτή η ιδέα ότι βάζουμε 1 ευρώ από τον προϋπολογισμό της ΕΕ και στη συνέχεια κινητοποιούνται, ας πούμε, 17-18 φορές από τον ιδιωτικό τομέα που επενδύει σε ελκυστικές εταιρείες, ιδέες ή έργα. Αυτά είναι χρήματα που δαπανώνται σωστά. Η ΕΕ δίνει αυτή την εγγύηση, αλλά μετά ο ιδιωτικός τομέας είναι αυτός που πιστεύει σε αυτά τα έργα και δημιουργεί πραγματική βιώσιμη ανάπτυξη. Με τα ταμεία συνοχής, το πρόβλημα είναι ότι δίνουμε επιδοτήσεις. Και πάντα χρησιμοποιώ αυτό το παράδειγμα: αν έχετε μια βιομηχανία, αν έχετε μια εταιρεία κάπου, τα δημόσια χρήματα θα χρηματοδοτήσουν το δρόμο. Αλλά τώρα το κάνουμε ανάποδα. Πρώτα φτιάχνουμε το δρόμο και μετά ελπίζουμε ότι κάποια εταιρεία θα επενδύσει στο τέλος του δρόμου. Πρέπει να αλλάξουμε αυτή τη νοοτροπία και πρέπει να σταματήσουμε να χρησιμοποιούμε τον προϋπολογισμό της ΕΕ μόνο για επιδοτήσεις.
Και κάτι που με ανησυχεί τώρα στη νέα Επιτροπή είναι ότι η Ούρσουλα φον ντερ Λέιεν είπε ότι θέλει να μειώσει τη γραφειοκρατία και να εξορθολογήσει τον προϋπολογισμό της ΕΕ, ώστε να μην είναι τόσο διάσπαρτος σε διάφορα εργαλεία. Αλλά κοιτώντας τις επιστολές ανάθεσης αποστολής (mission letters), ανησυχώ ότι στην πραγματικότητα θα έχουμε ακόμη περισσότερα ταμεία. Μιλάμε για στέγαση. Μιλάμε για πράγματα που -στα μάτια της Επιτροπής- πρέπει και πάλι να χρηματοδοτηθούν. Συνεπώς, πραγματικά ελπίζω ότι κάποιος θα αντιμετωπίσει το πρόβλημα ότι δεν έχουμε έναν Αντιπρόεδρο υπεύθυνο, ας πούμε, για τη μεταρρύθμιση του ΠΔΠ, σκεπτόμενος τον εξορθολογισμό του.
Ας στραφούμε λίγο στην Ελλάδα. Πέρα από την οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας και πέρα από τον αρχαίο πολιτισμό και το καλοκαίρι, τι άλλο σας έρχεται αμέσως στο μυαλό όταν σκέφτεστε την Ελλάδα;
Οι άνθρωποι, σίγουρα οι άνθρωποι. Είπατε να βάλουμε την ιστορία στην άκρη, αλλιώς, φυσικά, θα έλεγα επίσης, τη δημοκρατία που είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα που προέρχεται από τη χώρα σας. Θα πω, λοιπόν, οι άνθρωποι. Μπορούμε να ευχαριστήσουμε την Ελλάδα για πολλά πράγματα, με τη δημοκρατία να είναι ένα από τα βασικά, αλλά επίσης σκεπτόμενοι την οικονομική κρίση, αυτό που δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσουμε είναι ότι οι πολίτες μας υπέφεραν. Αυτό που πρέπει να μάθουμε από την οικονομική κρίση είναι ότι στις Βρυξέλλες τείναμε να επικεντρωνόμαστε μόνο σε έναν αριθμό ομιλητών, ενώ έπρεπε επίσης να καταλάβουμε πώς οι άνθρωποι χρειάστηκε να ζήσουν εκείνα τα δύσκολα χρόνια.
15 χρόνια μετά την τότε κρίση, λοιπόν, βρισκόμαστε μπροστά σε δύο πολέμους στη γειτονιά μας, τον πόλεμο στην Ουκρανία και αυτόν στη Μέση Ανατολή. Τα πράγματα έχουν αλλάξει από γεωπολιτικής άποψης. Με αυτό το δεδομένο, θεωρείτε ότι αναδείχθηκαν τομείς στους οποίους ο ευρωπαϊκός Βορράς μπορεί να συνεργαστεί πιο αποτελεσματικά με τον ευρωπαϊκό Νότο από ό,τι στο παρελθόν; Και προς ποια κατεύθυνση;
Ναι, υπάρχουν. Επιτέλους μιλάμε για την άμυνα της ΕΕ. Να είμαι πολύ σαφής. Ξέρω ότι το ΝΑΤΟ είναι η στρατιωτική δύναμη στην ΕΕ και έτσι θα παραμείνει και έτσι πρέπει να παραμείνει. Αλλά αυτό που μπορεί να κάνει η ΕΕ είναι να είναι συμπληρωματικό. Πρέπει να ενισχύσουμε τις δυνατότητές μας. Πρέπει να ενισχύσουμε τη βιομηχανία άμυνας. Υπάρχει ομοφωνία σε αυτό, γιατί η Ουκρανία πρέπει να κερδίσει τον πόλεμο, με τους όρους της Ουκρανίας και όχι με τους όρους του Πούτιν ή του Τραμπ ή οποιουδήποτε άλλου. Έτσι, πρέπει να υποστηρίξουμε την Ουκρανία μέχρι την ημέρα της νίκης. Αυτό είναι κάτι στο οποίο είμαστε ενωμένοι. Επίσης, ανυπομονώ να δω πώς ο νέος Επίτροπος Κουμπίλιους θα εργαστεί στην άμυνα της ΕΕ, ειδικά στη βιομηχανία άμυνας, στη διασυνοριακή προμήθεια, την κοινή προμήθεια, και πώς θα δούμε αυτό να βοηθά την Ουκρανία, αλλά και την ενίσχυση της συνολικής ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ανυπομονώ επίσης να διαβάσω την έκθεση του πρώην προέδρου της Φινλανδίας Νιινίστο για τη συνολική ασφάλεια. Μπορούμε ήδη να το δούμε αυτό σε πολλές επιστολές αποστολής των Επιτρόπων. Στη Φινλανδία, έχουμε αυτή τη νοοτροπία ότι δεν πρόκειται μόνο για την άμυνα, αλλά για τη συνολική ασφάλεια. Το τονίζω αυτό, γιατί αγγίζει όλους τους τομείς δημόσιας πολιτικής, τον ιατρικό τομέα, τη βιομηχανία τροφίμων... Διασταυρώνεται με διαφορετικές πολιτικές. Όταν μιλάμε για κυβερνοασφάλεια ή για τραπεζικό σύστημα, αυτό είναι κάτι που πρέπει να αντιμετωπίσουμε σε όλους τους τομείς πολιτικής. Κάποια καλά πράγματα, λοιπόν, βγήκαν από έναν τρομερό πόλεμο που βρίσκεται σε εξέλιξη που όμως μας ενώνει, θα έλεγα, στην ΕΕ.
Και τέλος, επιτρέψτε μου να κάνω μια ερώτηση για την προσωπική σας διαδρομή. Την πρώτη φορά που σας συνάντησα στις Βρυξέλλες, ήσασταν υπάλληλος στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στη συνέχεια, ακολουθήσατε μια καριέρα στον ιδιωτικό τομέα, στις ψηφιακές τεχνολογίες, στη Meta, και μετά γίνατε πολιτικός. Γιατί κάποιος με το επαγγελματικό σας προφίλ να θέλει να ακολουθήσει μια πολιτική καριέρα; Ποια είναι η πρόκληση;
Εντάχθηκα στο κόμμα μου το 1998 όταν ήμουν 16 ετών. Προέρχομαι από μια περιοχή στη Νοτιοανατολική Φινλανδία, δίπλα στα σύνορα με τη Ρωσία. Πιστεύω ακράδαντα ότι η Φινλανδία πρέπει να είναι μέρος του ΝΑΤΟ και μέρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και γι' αυτό μπήκα στην πολιτική. Ήθελα να βοηθήσω στη δημιουργία ισχυρότερων ευρωπαϊκών και δυτικών συμμάχων γιατί πίστευα ότι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να πετύχει η Φινλανδία ως χώρα. Και αυτό έγινε πραγματικότητα. Σήμερα, είμαστε και μέλη του ΝΑΤΟ. Στη συνέχεια, εντάχθηκα στον στρατό. Ήμουν εκεί για ενάμιση χρόνο στην Πολεμική Αεροπορία και έναν χρόνο στο Ναυτικό, γιατί ήθελα να καταλάβω πώς λειτουργεί πραγματικά το μεγαλύτερο σύνορο μεταξύ της ΕΕ και της Ρωσίας και πώς διαμορφώνεται η συνολική ασφάλεια στα μάτια μιας χώρας που βρίσκεται σε μία πραγματικά δύσκολη γεωγραφική θέση. Μετά από αυτό, το επόμενο που ήθελα να μελετήσω και να κατανοήσω είναι η ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, έχω το διδακτορικό μου για την ΕΕ και την οικονομική κρίση. Πρέπει να κατανοήσεις την ιστορία για να κατανοήσεις το μέλλον. Στη συνέχεια, η καριέρα μου με οδήγησε σε διαφορετικά μέρη, αλλά ο μεγαλύτερος στόχος μου ήταν πάντα να γίνω ευρωβουλευτής. Ήθελα να εργαστώ για την ΕΕ, ώστε να λειτουργεί καλύτερα για τους ανθρώπους της. Ήμουν τρεις φορές υποψήφια στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην πρώτη αναδείχθηκα δεύτερη αναπληρωματική, στη συνέχεια πρώτη αναπληρωματική και τελικά τα κατάφερα.
Αλλά όταν έχασα το 2019, ήμουν ακόμη στην Επιτροπή και σκεφτόμουν... τι θα κάνω στη συνέχεια; Ήθελα πολύ να κατανοήσω καλύτερα πώς αρχίσαμε να ρυθμίζουμε την αγορά σε ψηφιακές υποθέσεις, και ήμουν αντίθετη στην πρόταση για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, τα διάσημα άρθρα 11 και 13. Έδινα αυτή τη μάχη και σκεφτόμουν ότι η Ευρώπη δεν είχε σωστή αντίληψη του θέματος. Ήδη τότε υπερθεσμοθετούσαμε. Και ήθελα να καταλάβω τι κάνει σωστά η Αμερική που έχει τους μεγάλους «ψηφιακούς πρωταθλητές». Στην ΕΕ λέγαμε ότι θέλουμε αυτούς τους ψηφιακούς πρωταθλητές αλλά ταυτόχρονα ξεκινήσαμε αυτή τη ρυθμιστική πορεία. Τότε δέχθηκα ένα τηλεφώνημα από έναν head hunter, ο οποίος μου είπε, “εντάξει, ξέρω ότι σκέφτεσαι να πας στον ακαδημαϊκό χώρο ή κάπου αλλού, αλλά σκέψου και κάτι άλλο. Έλα να δεις πώς λειτουργεί πραγματικά αυτός ο χώρος. Έχουμε μια εξαιρετική πρόταση, έλα και διεύθυνε αυτό το γραφείο της ΕΕ στις Βρυξέλλες. Και θα πρέπει επίσης να ασχοληθείς με τον κανονισμό της ΕΕ για τις βάσεις δεδομένων, ώστε να μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις. Αλλά θα το κατανοήσεις και από την οπτική των αμερικανικών εταιρειών”. Απάντησα… απολύτως όχι. Αλλά μετά είχα την τελευταία μου συνέντευξη με τον Νικ Κλεγκ, τον πρώην αναπληρωτή πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου. Και τον ρώτησα γιατί εργάζεται στην εταιρεία. “Θα ήθελα πολύ να γίνω πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά αυτό δεν θα συμβεί για μένα αυτή τη στιγμή. Έτσι, αυτό είναι το επόμενο καλύτερο. Γιατί στην πραγματικότητα επηρεάζεις τα πράγματα σε παγκόσμια κλίμακα.” Αυτό ήταν αλήθεια. Αναρωτήθηκα, λοιπόν, τι ξέρω για τη μεγάλη τεχνολογία (big tech); Τι ξέρω πραγματικά για τον ψηφιακό κόσμο, όντας εδώ στην Επιτροπή, στον “ελεφάντινο πύργο”; Έτσι, αποδέχθηκα την πρόκληση και απέκτησα τους καλύτερους δυνατούς ανθρώπους στην ομάδα μου. Δεν θα μπορούσα να είμαι σε αυτή τη θέση που είμαι, να μιλάω για ψηφιακή ρύθμιση χωρίς αυτή την εμπειρία των τριών ετών.
O στόχος μου, όμως, ήταν να τα καταφέρω στις εκλογές του 2024 για την ΕΕ και σκέφτηκα ότι δεν θα τα καταφέρω αν δεν επιστρέψω στην πατρίδα μου. Τότε είχαμε τις εθνικές εκλογές στη Φινλανδία και αποφάσισα να θέσω υποψηφιότητα. Το βράδυ που εκλέχθηκα στην περιοχή του Ελσίνκι, τηλεφώνησα στο αφεντικό μου και είπα ότι πρέπει να παραιτηθώ. Θυμάμαι… την αντίδρασή τους. “Τι πρέπει να κάνεις;” Έτσι, μετέφερα την οικογένειά μου πίσω στο Ελσίνκι. Η κόρη μου ήταν τριών εβδομάδων και ο γιος μου ενός έτους. Ως βουλευτής, το γεγονός ότι ήμουν στην εθνική επιτροπή της ΕΕ με βοήθησε να καταλάβω πώς σκέφτονται ή πώς δεν σκέφτονται οι εθνικοί νομοθέτες. Ο απόλυτος στόχος παρέμενε να τα καταφέρω στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Και χάρη στην καταπληκτική μου ομάδα, τα κατάφερα την περασμένη άνοιξη. Είμαι τελικά εκεί που ήθελα. Αλλά με όλη αυτή την εμπειρία από τον ιδιωτικό τομέα, τον δημόσιο τομέα, τις επιτροπές και το εθνικό κράτος. Τώρα είμαι εδώ και θέλω ακόμα να εργαστώ για τα ίδια πράγματα που ήθελα να εργαστώ το 1998, όταν μπήκα στο κόμμα μου: για μια ισχυρή Ευρωπαϊκή Ένωση που λειτουργεί για τους ανθρώπους της, για τις επιχειρήσεις της, για την ευημερία της.