Ολοένα και πιο δύσκολη γίνεται η εξίσωση αντιμετώπισης του οξύτατου δημογραφικού προβλήματος στην Ελλάδα, με σαφείς προεκτάσεις στο ασφαλιστικό μας σύστημα αλλά και στις παροχές υγειονομικού χαρακτήρα.
Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια γεννάμε λιγότερο και ταυτόχρονα αυξάνεται ο αριθμός των ηλικιωμένων, καθώς και το προσδόκιμο ζωής μεγαλώνει. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο πληθυσμός στη χώρα μας από 11,123 εκατομμύρια που ήταν το 2011, το 2021 διαμορφώθηκε στα 10,679 εκατομμύρια.
Σήμερα σχεδόν ένας στους τέσσερις κατοίκους της χώρας είναι άνω των 65 ετών. Ταυτόχρονα, οι θάνατοι είναι περισσότεροι από τις γεννήσεις, με το άνοιγμα της ψαλίδας να διευρύνεται: Το 2021 είχαμε 84.767 γεννήσεις και 130.669 θανάτους.
Μάλιστα η πανδημία δεν έφερε αύξηση των γεννήσεων, παρά τις αντίθετες προβλέψεις. Ο δείκτης γονιμότητας στην Ελλάδα βρίσκεται στο 1,38, έναν από τους χαμηλότερους στην Ε.Ε., με το υπουργείο Υγείας να προωθεί νέο νόμο που δίνει τη δυνατότητα και σε γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας (έως 54 ετών) να τεκνοποιήσουν με την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, ενώ επιτρέπει την κρυοσυντήρηση ωαρίων και για κοινωνικούς λόγους.
Γερνάει και η... Γηραιά Ήπειρος
Το δημογραφικό πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό. Το 2020, μεσούσης της πανδημίας, γεννήθηκαν μόλις 4,07 εκατομμύρια μωρά στην ΕΕ, συνεχίζοντας μια πτωτική τάση που ξεκίνησε το 2008.
Το συνολικό ποσοστό γονιμότητας ανήλθε σε 1,50 γεννήσεις ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας στην ΕΕ το 2020, σύμφωνα με την Eurostat.
Το 2020 το κράτος μέλος της ΕΕ με το υψηλότερο συνολικό ποσοστό γονιμότητας ήταν η Γαλλία (1,83 γεννήσεις ανά γυναίκα), ακολουθούμενη από τη Ρουμανία (1,80), την Τσεχία (1,71) και τη Δανία (1,68).
Αντίθετα, τα χαμηλότερα ποσοστά γονιμότητας παρατηρήθηκαν στη Μάλτα (1,13 γεννήσεις ανά γυναίκα), στην Ισπανία (1,19) και στην Ιταλία (1,24).
Σύμφωνα με το Ageing Report της ΕΕ (2021) ο πληθυσμός της Ελλάδας από 10,7 εκατομμύρια άτομα το 2019 θα μειωθεί στα 8,6 εκατομμύρια το 2070. Ο δείκτης γήρανσης (πληθυσμός ατόμων ηλικίας 65 και άνω προς τον πληθυσμό ηλικίας 15-64 ετών) θα αυξηθεί από το 34,6% (το 2019) στο 59,9 (το 2070) και το προσδόκιμο ζωής των ανδρών από 79 έτη θα αυξηθεί στα 86,4 έτη το 2070. Για τις γυναίκες από 84,3 έτη το 2019 θα αυξηθεί σε 90,3 έτη το 2070, λαμβάνοντας υπόψη το φαινόμενο της γήρανσης του πληθυσμού.
Πάμε σε μείωση συντάξεων;
Σύμφωνα με μελέτη των πανεπιστημιακών κ. Σ. Ρομπόλη (ομότιμου καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου) και του αναλογιστή κ. Β. Μπέτση (διδάκτορα στο ίδιο πανεπιστήμιο) που προβάλλει τα σημερινά στοιχεία στο έτος 2070, κατά το έτος αυτό «το εργατικό δυναμικό θα μειωθεί σε σχέση με το 2020 κατά 31%, ενώ οι συνταξιούχοι θα αυξηθούν κατά 13% σε σχέση με το 2020».
Ο πληθυσμός της χώρας μας εκτός από μειωμένος, εμφανίζεται και εξαιρετικά γηρασμένος. Ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων από 34,6 το 2019 υπολογίζεται σε 59,9 το 2070. «Το γεγονός αυτό επηρεάζει σημαντικά, μεταξύ των άλλων, τομείς όπως είναι η υγειονομική περίθαλψη και η κοινωνική ασφάλιση», εκτιμούν οι δύο ερευνητές.
Από το 2011 ο πληθυσμός της χώρας συνεχώς μειώνεται, γεγονός που επιφέρει μια σειρά επιπτώσεων στην αγορά εργασίας και στο ασφαλιστικό σύστημα, όπως η αύξηση του μέσου όρου ηλικίας των εργαζομένων, η αύξηση στις δαπάνες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και η μείωση του εργατικού δυναμικού.
Σε παλαιότερες μελέτες τους οι ίδιοι ερευνητές είχαν εκτιμήσει ότι «για την κάλυψη του ελλείμματος που προκαλεί το δημογραφικό πρόβλημα απαιτείται επιπλέον μείωση των συντάξεων κατά 30%, απλώς μόνο για να διατηρηθεί εν ζωή το ασφαλιστικό σύστημα». Εναλλακτικά θα μπορούσαν να αυξηθούν κι άλλο τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης.
Ωστόσο με βάση τις βελτιωμένες υποθέσεις εργασίας σε σχέση με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής πριν τρία χρόνια (AWG 2018), η μέση σύνταξη για το 2070 εκτιμάται στα 995 ευρώ (765 ευρώ κύρια και 230 ευρώ επικουρική) από 950 ευρώ (730 ευρώ κύρια και 220 ευρώ επικουρική) που ήταν η προηγούμενη πρόβλεψη.