Του Ολύμπιου Παπαδημητρίου*
Τα ευρωπαϊκά συστήματα υγείας και ειδικά της Ελλάδας αντιμετωπίζουν σήμερα πρωτόγνωρες προκλήσεις, λόγω της συνεχούς γήρανσης του πληθυσμού, της αύξησης των χρονίως πασχόντων, των περιορισμένων πόρων στην πρόληψη, αλλά και απειλών όπως η μικροβιακή αντοχή και η κλιματική αλλαγή, που οδηγούν στην αύξηση της ζήτησης για υπηρεσίες υγείας και (νέες) θεραπείες. Η πανδημία της COVID-19, μάλιστα, ώθησε τα συστήματα υγείας στα όριά τους, αποκαλύπτοντας και επιδεινώνοντας σοβαρά υποκείμενα προβλήματα και ελλείψεις, που προέρχονται από την υποχρηματοδότηση και τις στρεβλώσεις δεκαετιών. Ωστόσο, παρά τις προκλήσεις, η φαρμακοβιομηχανία πασχίζει και αισιοδοξεί για ένα πιο υγιές μέλλον. Αρκεί τώρα να χρησιμοποιήσουμε τα διδάγματα από την πανδημία της COVID-19 και να δώσουμε προτεραιότητα στην υγεία σε πολιτικό και δημόσιο επίπεδο, ανοίγοντας το δρόμο για να ενδυναμώσουμε τα συστήματα υγείας.
Θεμελιώδης παράγοντας για την εξασφάλιση του μέλλοντος των συστημάτων υγείας είναι η ορθολογική χρηματοδότησή τους ανάλογα με τις πραγματικές ανάγκες των χωρών. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει πλέον να μην θεωρούν τις δαπάνες για την υγεία ως κόστος ή στόχο για βραχυπρόθεσμη περικοπή κόστους, αλλά ως κοινωνική επένδυση, τόσο στην ευημερία των πολιτών όσο και στο οικονομικό μας μέλλον. Η κοινωνική ευημερία είναι άμεσα συνδεδεμένη με την καλύτερη δημόσια υγεία. Οι υγιέστεροι άνθρωποι απολαμβάνουν περισσότερη και πιο παραγωγική εργασιακή ζωή, συνεισφέρουν στην οικονομία, ενώ καταναλώνουν λιγότερες δαπάνες για υγειονομική περίθαλψη και φυσικά ζουν μια καλύτερη ζωή
Το πρόβλημα της υποχρηματοδότησης της δημόσιας υγείας είναι μεγάλο στην Ελλάδα και έχει παρατεταμένη διάρκεια. Η είσοδος της χώρας στην οικονομική κρίση του 2010 οδήγησε σε δραστική, συνεχή περικοπή των δαπανών για την υγεία που κάποια στιγμή ξεπέρασε την όποια λογική είχε στο ξεκίνημά της. Η Πολιτεία ξοδεύει πλέον πολύ λιγότερα χρήματα για το φάρμακο, συγκριτικά με τις χώρες τόσο της Νότιας όσο και της Δυτικής Ευρώπης και η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη δεν επαρκεί να καλύψει τις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού της χώρας. Οι φαρμακευτικές εταιρείες καλούνται να καλύψουν την υπέρβαση της δαπάνης, πληρώνοντας υπέρογκα ποσά σε επιστροφές (clawback & rebates), οι οποίες, μάλιστα, είναι διαρκώς αυξανόμενες χωρίς όριο και χωρίς καμία προβλεψιμότητα. Η επιχειρηματική ανασφάλεια και τα φοροεισπρακτικά μέτρα κυριαρχούν και δυσχεραίνουν το υγιές επιχειρείν, ανακόπτουν την αναπτυξιακή πορεία του φαρμακευτικού κλάδου, και τελικά απειλούν ευθέως τη Δημόσια Υγεία.
Η Πολιτεία έχει κάνει ελάχιστα για να συγκρατήσει την πορεία της δαπάνης – πολλές φορές έχει δράσει υποστηρίζοντας και την αύξησή της – ενώ ελάχιστες είναι και οι προσπάθειες για τη στήριξη της φαρμακοβιομηχανίας, που πλέον καλύπτει τη μισή ή και περισσότερη από τη μισή φαρμακευτική δαπάνη. Μια από αυτές ήταν και ο Νόμος του 2019 που εισήγαγε την αντιστάθμιση των υποχρεωτικών επιστροφών (clawback) με αντίστοιχες επενδύσεις σε ορισμένους τομείς επενδύσεων Έρευνας & Ανάπτυξης (Ε&Α) και κεφαλαιουχικών δαπανών (CAPEX). Το μέτρο θεωρήθηκε ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά δυστυχώς με τη νέα ΚΥΑ 80277/21 που εκδόθηκε πριν μερικές εβδομάδες ακυρώθηκε ένα σημαντικό μέρος αυτού. Πιο συγκεκριμένα βάλλονται ευθέως τα κίνητρα για προσέλκυση περισσότερων κλινικών μελετών στην Ελλάδα, μια δραστηριότητα που θεωρείται εξόχως επωφελής για την Εθνική οικονομία, αφού είναι ο ορισμός της «Άμεσης Ξένης Επένδυσης» (FDI), δηλαδή της εισροής επενδυτικών κεφαλαίων στη χώρα. Η νέα ΚΥΑ κατήργησε την μέχρι πρόσφατα ισχύουσα κατανομή των κονδυλίων για συμψηφισμό σε 50%-50% μεταξύ των δαπανών Ε&Α και δαπανών επενδυτικών σχεδίων ανάπτυξης. Επίσης, καταργήθηκε ο όρος που επέτρεπε σε αλλοδαπές μητρικές επιχειρήσεις να επενδύουν σε δαπάνες Ε&Α και αυτό το ποσό να συμψηφίζεται με το clawback της θυγατρικής τους στην Ελλάδα. Πολλές αλλοδαπές επιχειρήσεις διεξάγουν κεντρικές κλινικές μελέτες σε διάφορες χώρες και αυτή η διάταξη ήταν ελκυστική για την προσέλκυση κλινικών μελετών στην Ελλάδα. Τέλος με την νέα ΚΥΑ το μέγιστο ποσό που μπορεί να συμψηφιστεί με clawback από την επένδυση σε κλινικές μελέτες είναι μόλις το ένα τέταρτο (25%) του υποβαλλόμενου, απαξιώνοντας το όποιο κίνητρο για την προσέλκυσή τους. Αν θέλει η χώρα να έλθουν εδώ περισσότερες κλινικές μελέτες θα πρέπει να εξετάσει τη δυνατότητα διάθεσης εθνικών πόρων για ένα σχετικό σχήμα κινήτρων που θα κινείται έξω από το πλαίσιο του RRF. Το παράδειγμα της Πορτογαλίας είναι στη διάθεσή της.
Εξαιρετικά σημαντικοί παράγοντες για τη βιωσιμότητα του συστήματος υγείας είναι: η ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων, η πλήρης ψηφιοποίηση όλων των πράξεων και δεδομένων στο σύστημα υγείας και η ουσιαστική λειτουργία ελεγκτικών μηχανισμών, η αύξηση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών στους ασθενείς και ο εξορθολογισμός των δαπανών. Επίσης, θα πρέπει να επιταχύνουμε στην ολοκλήρωση και πλήρη εφαρμογή των θεραπευτικών πρωτοκόλλων και των μητρώων ασθενών, αλλά και στον έλεγχο της συνταγογράφησης.
Τέλος, θα πρέπει να επανεξεταστεί η χρηματοδότηση του συστήματος. Με την πανδημία της COVID-19 όλες οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο αναθεωρούν τα κονδύλια για τη Δημόσια Υγεία και ειδικά η χώρα μας, θα πρέπει να επαναπροσδιορίσει τη φαρμακευτική δαπάνη με βάσει τις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού και να δημιουργήσει χώρο για τα νέα φάρμακα και τεχνολογίες που έρχονται και στα οποία πρέπει να έχουν πρόσβαση και οι Έλληνες ασθενείς.
Τα παραπάνω θα συμβάλλουν σε ένα βιώσιμο δημόσιο σύστημα υγείας με αναβαθμισμένη παροχή φροντίδας στους πολίτες, αλλά και στην αύξηση των επενδύσεων. Άλλωστε, ο κλάδος του φαρμάκου είναι ένας κλάδος στρατηγικής σημασίας για τη χώρα μας, με ισχυρό οικονομικό αποτύπωμα και πολλές αναπτυξιακές δυνατότητες. Η συνολική συνεισφορά του κλάδου σε όρους ΑΕΠ εκτιμάται σε €6,7 δισεκ. (3,6% του ΑΕΠ) το 2019. Έτσι, για κάθε €1 προστιθέμενης αξίας των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον κλάδο του φαρμάκου, δημιουργούνται άλλα €3,3 στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας. Σε όρους απασχόλησης, η συνολική συνεισφορά εκτιμάται σε 153 χιλ. θέσεις εργασίας (ή 3,9% της συνολικής απασχόλησης). Δηλαδή, κάθε θέση εργασίας στον κλάδο του φαρμάκου υποστηρίζει άλλες 3 ισοδύναμες θέσεις πλήρους απασχόλησης συνολικά στην οικονομία. Η επίδραση στα φορολογικά έσοδα από τη δραστηριότητα του κλάδου φαρμάκου εκτιμάται περίπου στα €2,0 δισεκ. (Facts and Figures, ΙΟΒΕ). Με τη μείωση της υπερφορολόγησης και με τα κατάλληλα κίνητρα για την αύξηση των συνεργασιών ελληνικών και διεθνών εταιρειών και την προσέλκυση περισσότερων επενδύσεων στην κλινική έρευνα, ο κλάδος μας μπορεί να προσφέρει ακόμη περισσότερο στην Ελληνική κοινωνία, τη δημόσια υγεία και την οικονομία με θέσεις εργασίας και επενδύσεις στην παραγωγή και στην έρευνα.
*Ο Ολύμπιος Παπαδημητρίου είναι πρόεδρος του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ)