Είναι σαφές ότι με την απόφαση να ανοίξουν κανονικά τα σχολεία στις 10 Ιανουαρίου η κυβέρνηση επιχειρεί να στείλει ένα μήνυμα «κανονικότητας», αναλαμβάνοντας ωστόσο και ένα ρίσκο. Ρίσκο, καθώς τα επιδημιολογικά χαρακτηριστικά της Όμικρον δεν έχουν ακόμη ξεκαθαρίσει οριστικά, παρά την μέχρι στιγμής πρώτη ένδειξη ότι πρόκειται για μία πιο μεταδοτική, αλλά λιγότερο επιβαρυντική για την υγεία μετάλλαξη.
Βεβαίως, όπως και να το κάνουμε, η ανακοίνωση της κυβερνητικής επιλογής για τα σχολεία τη μέρα που τα κρούσματα ξεπέρασαν κατά τι τις 50.000, δεν προκαλεί και ιδιαίτερο εφησυχασμό, ακριβώς ως προς το ύψος του ρίσκου... Μία επιλογή, μία απόφαση, που τελικώς δεν έλαβε υπόψη τις φωνές που και δημοσίως εκφράσθηκαν περί ανάγκης καθυστέρησης για μία ή δύο εβδομάδες της επανέναρξης των μαθημάτων, ώστε να υπάρξει μία πιο ξεκάθαρη εικόνα για το επιδημιολογικό φορτίο αλλά και τις ενδεχόμενες επιπτώσεις στο σύστημα υγείας. Μία απόφαση όμως που είναι στη γραμμή που εξαρχής έχει υιοθετήσει η υπουργός Παιδείας κ. Κεραμέως για την απρόσκοπτη δια ζώσης διδασκαλία σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες. Μία απόφαση με την οποία συντάχθηκε προφανώς και η πλειοψηφία των μελών της ειδικής Επιτροπής.
Κατόπιν αυτού γίνεται αντιληπτό, ότι οι υπεύθυνοι των υπουργείων Υγείας και Παιδείας εκτιμούν ότι η λειτουργία των σχολείων τη στιγμή της κορύφωσης του νέου κύματος της πανδημίας λόγω της Όμικρον, δεν αποτελεί μείζονα «απειλή» για την υγεία των πολιτών, ούτε σε ό, τι αφορά την ενδεχόμενη νόσηση των μαθητών, ούτε σε ό, τι αφορά τις συνέπειες από μία ενδεχόμενη μετάδοση σε μεγαλύτερα σε ηλικία άτομα του οικογενειακού τους περιβάλλοντος. Και ότι παρά τα δεκάδες χιλιάδες πλέον κρούσματα, η πορεία του εμβολιαστικού προγράμματος αποτελεί στέρεο ανάχωμα σε ό, τι αφορά τον βαθμό επικινδυνότητας για τους νοσούντες αλλά και για την πίεση στο σύστημα υγείας.
Αποτελεί πραγματικότητα, το γεγονός ότι η κ. Κεραμέως έχει επιδείξει μέχρι σήμερα μία αρκετά σταθερή στάση σε σχέση με τη λειτουργία των σχολείων, ακόμα και όταν αναγκαστικά έκλεισαν. Για να εξηγούμαστε όμως, ουδείς μπορεί να υποστηρίξει ότι η δια ζώσης μάθηση δεν αποτελεί την ιδανική μορφή διδασκαλίας ή ότι το σχολικό περιβάλλον δεν είναι το ενδεδειγμένο για τους μαθητές. Είναι αυτονόητο. Και επίσης αυτονόητο και σαφές είναι ότι θα αποτελούσε λαϊκισμό και κακόβουλη σκέψη, οποιοσδήποτε υπαινιγμός ότι η υπουργός Παιδείας δεν έχει ως απόλυτη προτεραιότητα την υγεία των μαθητών και των οικογενειών τους. Αλλοίμονο! Αυτό θα πρέπει να είναι πέρα για πέρα ξεκάθαρο.
Όμως, η άτεγκτη και αμετακίνητη στάση της υπουργού που δεν έχει επιδείξει και ιδιαίτερη ευελιξία σε σειρά ζητημάτων, εγείρει και ορισμένες επιφυλάξεις όχι για τις προθέσεις αλλά για τον σχεδιασμό και τις επιλογές της. Γιατί εδώ που τα λέμε, δεν θα έπεφτε και έξω το εκπαιδευτικό σύστημα αν κερδιζόταν χρόνος μιας δύο εβδομάδων για να διαμορφωθεί πιο ξεκάθαρα η όλη κατάσταση... Ήμαρτον! Ούτε... ακυρώνονται μεταρρυθμίσεις, όπως π.χ. η τράπεζα θεμάτων αν εφαρμοστούν ένα χρόνο αργότερα που θα έχει επέλθει ισορροπία στο εκπαιδευτικό σύστημα και θα έχουν καλυφθεί τα κενά που έχουν προκληθεί στην εκπαίδευση την τελευταία διετία...
Και κάτι ακόμα. Είναι μερικές φορές και το μήνυμα που περνά κανείς, μέσα από τις επιλογές του. Μήνυμα που ίσως και λόγω πρότερων επιλογών αλλά και των γενικότερων συνθηκών, να αποτελεί αφορμή κριτικής ή ερωτημάτων. Ανοίγουν λοιπόν τα σχολεία με τους μαθητές να πρέπει να κάνουν τρία self tests τη βδομάδα. Εμβολιασμένοι και ανεμβολίαστοι. Σε μία περίοδο όπου γίνεται προσπάθεια να αρθούν οι αμφιβολίες και να πειστούν όσοι μέχρι τώρα αρνούνται των εμβολιασμό, είναι βέβαιο ότι τα... οριζόντια μέτρα συμβάλλουν σε αυτό; Προφανώς και χρειάζονται τεστ γιατί και εμβολιασμένοι μπορεί να νοσήσουν έστω και ελαφρότερα από την Όμικρον ή να την μεταδώσουν. Για σκεφτείτε όμως λίγο και το μήνυμα...
Αλλά και σε ό, τι αφορά στα ίδια τα self tests, η εμπειρία δηλαδή μέχρι τώρα είναι ότι αποτελούν ασφαλή μέθοδο πρόληψης και αξιοπιστίας; Πάλι σε επίπεδο... «λόγου τιμής» και ειλικρίνειας της δήλωσης θα κριθεί η προστασία των μαθητών; Εν μέσω έξαρσης; Αλλά και στα ίδια τα σχολεία, άλλαξε κάτι; Καλύτερος καταμερισμός αιθουσών, περισσότερα και πιο ολιγομελή τμήματα ίσως, ύπαρξη επαρκούς προσωπικού για καθαρισμό, πιθανώς ύπαρξη υγειονομικού προσωπικού μια και έχουμε νέο κύμα;
Τέλος πάντων ας ευχηθούμε το καλύτερο και ας ελπίσουμε ότι η απόφαση αυτή δεν θα οδηγήσει σε περαιτέρω επιβάρυνση της κατάστασης ευρύτερα. Και ότι δεν αναλαμβάνεται ένα ρίσκο λόγω και της τρανταχτής αποτυχίας του συστήματος της τηλεκπαίδευσης στο μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου εκπαιδευτικού τομέα, γεγονός που στερεί τη δυνατότητα εναλλακτικών επιλογών...