Οι προτάσεις της Γαλλίας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τους τελευταίους μήνες για περισσότερη δημοκρατία και αλληλεγγύη στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ευρύτατα γνωστές. Αφορούν τόσο την μεταναστευτική πολιτική όσο και την άμυνα περνώντας βεβαίως από πολύ συγκεκριμένες προτάσεις για την Ευρωζώνη.
Ειδικότερα, για την Ευρωζώνη που ενδιαφέρει άμεσα τη χώρα μας προτείνεται η εισαγωγή δημοσιονομικών στοιχείων στην νομισματική ένωση, η θεσμοθέτηση υπουργού Οικονομικών της Ευρωζώνης, δημιουργία Κοινοβουλίου που θα αφορά αποκλειστικά την Ευρωζώνη έτσι ώστε οι αποφάσεις να έχουν δημοκρατική νομιμοποίηση, την μετατροπή του ευρωπαϊκού μηχανισμού σταθερότητας σε ευρωπαϊκό νομισματικό ταμείο και την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης μεταξύ άλλων.
Με τις προτάσεις αυτές περιορίζονται δύο εγγενείς αδυναμίες της ΕΕ και της Ευρωζώνης:
- Η ασυμμετρία μεταξύ των κρατών –μελών όπου ιδιαίτερα κατά την περίοδο της κρίσης και βέβαια και σήμερα οι χώρες-μέλη διαχωρίζονται σε χώρες δανειστές που έχουν πλεονάσματα και σε χώρες δανειζόμενες, από τις πρώτες κυρίως, που έχουν ελλείμματα. Προφανώς αυτός ο διαχωρισμός αποτελεί βραδυφλεγή βόμβα της ΕΕ και της Ευρωζώνης και αν δεν υπάρξει κάποιος τρόπος εξισορρόπησης κινδυνεύει ακόμη και η συνοχή του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
- Περιορίζεται η κυριαρχία των τεχνοκρατικών και πολιτικά ουδέτερων λύσεων υπέρ του δημοκρατικού διαλόγου και της επανόδου της πολιτικής αντιπαράθεσης στο εσωτερικό της ΕΕ (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο). Η κατάσταση αυτή είναι φανερό ότι ενισχύει ακόμη περισσότερο τις ισχυρά πλεονασματικές χώρες-μέλη δεδομένου ότι η απαραίτητα τεχνοκρατική γνώση κυριαρχείται από την οικονομική ορθοδοξία.
Η ασυνέχεια της πολιτικής συγκυρίας στο ευρωπαϊκό επίπεδο, δηλαδή η κατάσταση όπου η πολιτική συγκυρία σε μία χώρα μπορεί να είναι θετική για μεταρρυθμίσεις στην ΕΕ ενώ αντίθετα σε κάποια άλλη ή κάποιες άλλες συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Το ζήτημα βεβαίως είναι εάν η χώρα ή οι χώρες που επιθυμούν μεταρρυθμίσεις είναι σε θέση να τις επιβάλλουν παρά τις αντιρρήσεις των χωρών μελών που δεν ενδιαφέρονται ή είναι εχθρικές προς αυτές.
Πιο συγκεκριμένα, στη σημερινή συγκυρία οι άλλοτε εθνοκεντρική και διστακτική για μεταρρυθμίσεις στην Ευρώπη Γαλλία είναι διατεθειμένη με τις προτάσεις του Προέδρου Μακρόν να προχωρήσει με τόλμη και αποφασιστικότητα αλλά η Γερμανία διστάζει μετά το αποτέλεσμα των εκλογών του Σεπτεμβρίου του ’17 καθώς ενισχύθηκε η δεξιά πλευρά του πολιτικού φάσματος στη χώρα αυτή.
Το ζήτημα βεβαίως είναι ότι ο συσχετισμός των δυνάμεων αυτή τη στιγμή μεταξύ πρόθυμης Γαλλίας και διστακτικής Γερμανίας είναι δυσμενής για τολμηρές μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο, ο διαφαινόμενος μεγάλος συνασπισμός στην Γερμανία μεταξύ χριστιανοδημοκρατών και σοσιαλδημοκρατών μπορεί να αποδειχθεί αποτελεσματικός για τις μεταρρυθμίσεις στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη. Εξάλλου, το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα έχει στο πρόγραμμά του και προσπαθεί να επιβάλλει και στην υπό σχηματισμό Κυβέρνηση μια ευρωπαϊκή προοπτική μεταρρυθμίσεων.
Βεβαίως όλα αυτά εξαρτώνται από την θετική ή όχι αποδοχή από τα μέλη του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Γερμανίας αυτού του μεγάλου σχηματισμού.
Ίδωμεν.