Τράπεζες: Χρονιά αναβαθμίσεων το 2024 – Στη 1,5 μονάδα η απόσταση από την επενδυτική βαθμίδα 

Νένα Μαλλιάρα
Viber Whatsapp
Μοιράσου το
Τράπεζες: Χρονιά αναβαθμίσεων το 2024 – Στη 1,5 μονάδα η απόσταση από την επενδυτική βαθμίδα 
Οι συνεχείς αναβαθμίσεις έχουν μειώσει το κόστος δανεισμού των ελληνικών τραπεζών. Οι αποδόσεις των ομολόγων στην έκδοση έχουν προσεγγίσει τους δείκτες αποδόσεων ευρωπαϊκών τραπεζικών ομολόγων επενδυτικής κατηγορίας. Η ΤτΕ εκτιμά ότι η αύξηση κατά περίπου 1 βαθμίδα από το τρέχον επίπεδο αξιολόγησης θα επέφερε μόνιμη μείωση κατά περίπου 110 μονάδες βάσης στο κόστος δανεισμού των ελληνικών τραπεζών. Από το 2018 μέχρι σήμερα, οι τέσσερις μεγάλες τράπεζες έχουν αντλήσει μέσω ομολόγων κεφάλαια 20,7 δισ. ευρώ. 

Χρονιά αναβαθμίσεων για τις ελληνικές τράπεζες ήταν το 2024, με την απόσταση που χωρίζει πλέον την αξιολόγησή τους από την επενδυτική βαθμίδα να έχει περιοριστεί περίπου στη 1,5 βαθμίδα και τους οίκους να δίνουν θετικές προοπτικές (positive outlook). Η θετική αυτή εξέλιξη αποτυπώνεται στη μείωση του επιπέδου πιστωτικού κινδύνου για τα ελληνικά τραπεζικά ομόλογα, με τις αποδόσεις στην έκδοση να έχουν προσεγγίσει τους δείκτες αποδόσεων ευρωπαϊκών τραπεζικών ομολόγων επενδυτικής κατηγορίας, επιφέροντας σημαντικά οφέλη για τις τράπεζες εν όψει και των στόχων κάλυψης ρυθμιστικών κεφαλαιακών απαιτήσεων (MREL).

Όπως αναφέρει η ΤτΕ στην Ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής 2024, η σύγκλιση προς τους δείκτες αποδόσεων των ομολόγων των ευρωπαϊκών τραπεζών στην επενδυτική κατηγορία, όπως άλλωστε συνέβη και με τις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων, αντανακλά την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών στις προοπτικές του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Η ΤτΕ εκτιμά ότι η αύξηση κατά περίπου 1 βαθμίδα από το τρέχον επίπεδο αξιολόγησης θα επέφερε μόνιμη μείωση κατά περίπου 110 μονάδες βάσης στο κόστος δανεισμού των ελληνικών τραπεζών. Επισημαίνει δε ότι η αναβάθμιση των τραπεζών στην επενδυτική κατηγορία θα πρέπει να στηριχθεί πρωτίστως σε περαιτέρω βελτιώσεις στα θεμελιώδη μεγέθη τους. Οι ελληνικές τράπεζες καλούνται να συνεχίσουν την προσπάθεια εξυγίανσης του ενεργητικού τους και βελτίωσης των κεφαλαιακών τους δεικτών, ώστε να συγκλίνουν περαιτέρω προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, εκκινώντας όμως από υψηλότερη βάση στον δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Οι αναβαθμίσεις των ελληνικών τραπεζών και των ομολόγων τους συνεπάγονται ελάφρυνση του κόστους έκδοσης στην πρωτογενή αγορά ομολόγων, με θετικές συνέπειες στα χρηματοοικονομικά αποτελέσματα των τραπεζών.

Οι ελληνικές τράπεζες από το 2018 έχουν αυξήσει την παρουσία τους στην πρωτογενή αγορά τραπεζικών ομολόγων, αντλώντας συνολικά 20,7 δισ. ευρώ μέσω της έκδοσης ομολόγων υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας (senior bonds) και χαμηλής εξοφλητικής προτεραιότητας (subordinated bonds). Οι διαδοχικές βελτιώσεις στην πιστοληπτική αξιολόγηση των τραπεζών παρείχαν στήριξη στην αξιολόγηση των ομολόγων τους, συχνά με ίδιου μεγέθους αναβαθμίσεις. Ως αποτέλεσμα, τα ελληνικά τραπεζικά ομόλογα υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας έχουν αξιολόγηση ίδια περίπου με αυτή των εκδοτών τους, ενώ αυτά χαμηλής εξοφλητικής προτεραιότητας αξιολογούνται χαμηλότερα. Οι αποδόσεις στην έκδοση ομολόγων, ιδίως υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας, έχουν προσεγγίσει σταδιακά τους δείκτες αποδόσεων των ομολόγων των ευρωπαϊκών τραπεζών με διαβάθμιση στην επενδυτική κατηγορία, παρά τις αυξητικές πιέσεις που παρατηρούνται ευρύτερα στις αποδόσεις των τραπεζικών ομολόγων της ευρωζώνης, οι οποίες σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με την αυστηροποίηση των διεθνών νομισματικών και χρηματοπιστωτικών συνθηκών.

Όπως αναφέρεται στην Ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής της ΤτΕ, η υποβάθμιση της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας και η συνακόλουθη χειροτέρευση της κρίσης χρέους της ελληνικής οικονομίας την προηγούμενη δεκαετία επέφεραν ραγδαία επιδείνωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης των ελληνικών τραπεζών. Τα θεμελιώδη μεγέθη του τραπεζικού συστήματος επιδεινώθηκαν, μεταξύ άλλων, λόγω της ύφεσης και των αρνητικών συνεπειών από την απώλεια εμπιστοσύνης των επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, καθώς και λόγω του περιορισμού της χρηματοδότησης από τις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων. Ως αποτέλεσμα, οι οίκοι αξιολόγησης προέβησαν σε υποβαθμίσεις των τραπεζών, σε σύντομο χρονικό διάστημα και κατά αρκετές βαθμίδες, οι οποίες ήταν πολύ στενά συνδεδεμένες με τις υποβαθμίσεις του ελληνικού κρατικού αξιόχρεου.

Στη συνέχεια, από το 2013 έως το 2014 οι αξιολογήσεις των ελληνικών τραπεζών, όπως και του Ελληνικού Δημοσίου, άρχισαν να βελτιώνονται, εξέλιξη όμως που αντιστράφηκε πλήρως με την επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων (capital controls) και τραπεζικής αργίας, με αποτέλεσμα το 2015 να ακολουθήσουν νέες υποβαθμίσεις, τόσο της κρατικής όσο και των τραπεζικών πιστοληπτικών αξιολογήσεων.

Η περίοδος που ακολούθησε την εκ νέου έναρξη των αναβαθμίσεων του ελληνικού κρατικού αξιόχρεου, το 2016 περίπου, δεν συνοδεύθηκε, ωστόσο, άμεσα από θετικές αξιολογήσεις για τις ελληνικές τράπεζες. Η βαθμολόγηση για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα παρέμεινε καθηλωμένη για διάστημα περίπου 3,5 ετών, παρά τη σταδιακή βελτίωση των βασικών τραπεζικών μεγεθών και τις αναβαθμίσεις της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος, κυρίως λόγω του μεγάλου όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ως αποτέλεσμα, η διαφορά στην αξιολόγηση (ratings gap) των ελληνικών τραπεζών από αυτήν της ελληνικής οικονομίας διευρύνθηκε στις 5 βαθμίδες.

Η άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων τον Οκτώβριο του 2018, σε συνδυασμό με τη σταδιακή βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας, έδωσε το έναυσμα για την ανοδική πορεία της πιστοληπτικής αξιολόγησης των ελληνικών τραπεζών προς την επενδυτική κατηγορία, η οποία συνεχίζεται έως και σήμερα. Καταλύτης για τις αναβαθμίσεις των ελληνικών τραπεζών ήταν η εξυγίανση των ισολογισμών τους από τα κόκκινα δάνεια μέσω του «Ηρακλή» που ψηφίστηκε στο τέλος του 2019 και ενεργοποιήθηκε το 2020.με την δεύτερη παράτασή του, το 2024, να αναλαμβάνει και την εξυγίανση της Attica Bank και της απορροφηθείσας Παγκρήτιας Τράπεζας.

Σημειώνεται ότι η αξιολόγηση του τραπεζικού συστήματος λειτουργεί αμφίδρομα με αυτήν του ελληνικού αξιόχρεου, καθώς η βελτίωση των τραπεζικών θεμελιωδών μεγεθών συνέβαλε επίσης θετικά στη βελτίωση της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας, αποτελώντας καταλύτη και για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τη χώρα.

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

Διαβάστε ακόμη

Τράπεζες: Το στοίχημα του 2025 – Στα 4,7 δισ. ευρώ αναμένονται τα κέρδη του 2024

ΤΧΣ: Τίτλοι τέλους μετά από 14 χρόνια – Τα ορόσημα της αποεπένδυσης από τις τράπεζες

Νοικοκυριά και επιχειρήσεις γύρισαν την πλάτη στις προθεσμιακές καταθέσεις

BEST OF LIQUID MEDIA

gazzetta
gazzetta reader insider insider