Η ιδιαίτερη αναφορά της κας Λαγκάρντ για τις προθέσεις της ΕΚΤ όσο αφορά την τύχη των ελληνικών ομολόγων μετά το τέλος του PEPP, αναμφίβολα σκόρπισε, κατ' αρχήν τουλάχιστον, αρκετή ανακούφιση.
Τα όσα είπε η πρόεδρος της ΕΚΤ για τις προθέσεις αυτές, ισοδυναμούν με διαβεβαίωση ότι αν τα ελληνικά ομόλογα πιεσθούν σε επικίνδυνο βαθμό από τις αγορές μετά τον Μάρτιο του 2022, θα υπάρχει η δυνατότητα «σωστικής» παρέμβασης από την πλευρά της ΕΚΤ, μέσω της ευελιξίας στην επανεπένδυση του χαρτοφυλακίου του PEPP.
Με άλλα λόγια αν χρειαστεί, η ΕΚΤ θα αγοράσει περισσότερα ελληνικά ομόλογα, από όσα θα έχουν λήξει την συγκεκριμένη συγκυρία. Δηλαδή από το σύνολο των περίπου 40 και πάνω δις ευρώ ελληνικών ομολόγων που θα κατέχει μέχρι τον Μάρτιο η ΕΚΤ θα μπορεί να στηρίξει τις τιμές και τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων με όσα χρειαστεί, ανεξαρτήτως του πόσα λήγουν την συγκεκριμένη στιγμή.
Το γεγονός αυτό σωστά ερμηνεύτηκε σαν μία δικλείδα ασφαλείας η οποία, πέρα από τα ελληνικά ομόλογα, είναι και μία έμμεση εγγύηση για τα προγράμματα του Ηρακλής Ι και ΙΙ από τα οποία ιδιαίτερα την επόμενη τριετία, κρίνεται η σταθερότητα του εγχώριου τραπεζικού συστήματος.
Και αυτό ήταν η μεγάλη... έγνοια της ΕΚΤ, πίσω από την ανησυχία για το πως θα αντιδράσουν οι αγορές με το τέλος του PEPP.
Αυτό το σκέλος της «φροντίδας» της ΕΚΤ που αφορά στην σταθερότητα του εγχώριου τραπεζικού συστήματος, ήταν για πολλούς λόγους το «κλειδί» για την μορφή, που επέλεξε τελικά η ΕΚΤ για την στήριξη στα ελληνικά ομόλογα.
Η αρνητική πλευρά αυτής της επιλογής βέβαια είναι ότι τα ελληνικά ομόλογα, βγήκαν «έξω από το μαντρί» όσο αφορά στην συνολική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ.
Είναι, όπως σχολιάζει παλιό υπηρεσιακό στέλεχος της ΕΚΤ στην Φρανκφούρτη, με το οποίο ήρθε σε επαφή για περισσότερες διευκρινίσεις το Insider.gr, μετά τις χθεσινές ανακοινώσεις της κας Λαγκάρντ «και πάλι μία κατηγορία από μόνα τους...».
Μέχρι την λήξη του PEPP στις 31 Μαρτίου, τα ελληνικά ομόλογα παρ' ότι non investment grade, αντιμετωπίζονται από τις αγορές ως μέρος του προγράμματος όπως π.χ. τα ιταλικά, κ.λ.π.
Από την 1η Απριλίου τα πράγματα αλλάζουν και όλα τα ευρωπαϊκά ομόλογα, εκτός από τα ελληνικά, θα στηρίζονται από το προσωρινά υπερ-αυξημένο πρόγραμμα του APP (που ξεκίνησε ο Μάριο Ντράγκι το 2012), συν την επανεπένδυση των λήξεων του PEPP μέχρι το 2024.
Τα ελληνικά ομόλογα δεν θα έχουν την αυξημένη (διπλασιασμένη) στήριξη από το APP, αλλά θα έχουν μόνο την έκτακτη και κατ' εξαίρεση - εφόσον χρειαστεί – στήριξη μέσω της υπέρβασης της κλείδας επανεπένδυσης του PEPP.
Αυτή η ιδιαίτερη και μοναδική κατηγορία, θα διατηρηθεί μέχρι την αναβάθμιση της πιστοληπτικής διαβάθμισης, σε investment grade, η οποία – αφήνοντας πίσω και τις εκλογές – θα μπορούσε να αναμένεται μέσα στο 2023, ήτοι πριν την λήξη του προγράμματος επανεπένδυσης του PEPP...
Με την τακτική αυτή η ΕΚΤ δίνει στις αγορές αυτό που χρειάζονται, ήτοι την αναγκαία διασφάλιση των εγγυήσεων του Ηρακλή Ι και ΙΙ...
Η ΕΚΤ, ο πληθωρισμός και τα επιτόκια
Βέβαια η κατάσταση διεθνώς αλλάζει πιο γρήγορα από όσο η ΕΚΤ εμφανίζεται ικανή να προβλέψει, τόσο στους ρυθμούς ανάκαμψης της οικονομίας, όσο και στον πληθωρισμό.
Εκρηκτικό παράδειγμα αυτής της αδυναμίας το γεγονός ότι η κα Λαγκάρντ υποχρεώθηκε – για πρώτη φορά συμβαίνει κάτι τέτοιο σε τέτοια έκταση – να αλλάξει τις προβλέψεις της για τον πληθωρισμό το 2022, από τον Σεπτέμβριο στον Δεκέμβριο, διπλασιάζοντας σχεδόν τον αρχικό της στόχο.
Πριν τρεις μήνες η ΕΚΤ «έβλεπε» πληθωρισμό το 2022 στο 1,7% και προχθές άλλαξε την πρόβλεψή της σε 3,2%...
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον και με την Fed να προβλέπει δύο αυξήσεις επιτοκίων μέσα στο 2022, είναι κατανοητό το γιατί οι αγορές σιωπηρά αρνούνται να εμπιστευθούν τις εκτιμήσεις της ΕΚΤ για το κόστος του χρήματος.
Αυτή η νευρικότητα φάνηκε χθες για λίγη ώρα στα πιο ευαίσθητα σημεία του ευρωπαϊκού χάρτη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν, λίγες ώρες πριν από την ΕΚΤ, ανακοινώθηκε από την BoE το πρώτο σκίρτημα αύξησης επιτοκίων της από το 0,1% στο 0,25%, αμέσως τα ελληνικά και τα ιταλικά ομόλογα «τσίμπησαν» αρκετές μονάδες βάσης. Για να επανέλθουν κοντά στα προηγούμενα επίπεδά τους, λίγες ώρες μετά όταν η ΕΚΤ «διαβεβαίωνε» ότι δεν βλέπει αυξήσεις επιτοκίων μέσα στο 2022...
Οι ανακοινώσεις της ΕΚΤ αν και είχαν λάβει υπόψη τους τα πρώτα στοιχεία για την ταχύτητα επέκτασης της Omicron, εν τούτοις δεν έχουν ενσωματώσει εκτιμήσεις από τις πιθανές συνέπειές της. Το γεγονός αυτό είναι πιθανώς ικανό να αποτελέσει ένα σοβαρό λόγο νέων αναθεωρήσεων των εκτιμήσεών της καθώς θα πλησιάζουμε στην κρίσιμη ημερομηνία της 31ης Μαρτίου.