Με την κατάσταση να βγαίνει εκτός ελέγχου στην Ουκρανία, η τιμή του πετρελαίου αγγίζει τα 100 δολάρια, σε συνθήκες υψηλού και ανοδικού πληθωρισμού σε ΗΠΑ και Ευρώπη. Ο συνδυασμός μοιάζει εκρηκτικός.
Το πετρέλαιο, αν οι εχθροπραξίες ξεκινήσουν στη Ν.Α. Ουκρανία, αναμένεται ότι θα φτάσει τα 110 δολάρια ή τα 130 δολάρια το βαρέλι σε περίπτωση εκτεταμένης σύγκρουσης. Αυτό ισοδυναμεί με μία ασφυκτική πίεση βίαιης επιβράδυνσης στην ευρω-οικονομία, η οποία ήδη λειτουργεί υπό συνθήκες αύξησης της τιμής του φυσικού αερίου κατά 1692% από τον Μάρτιο του 2020 στο Δεκέμβρη του 2021...
Με αυτές τις προϋποθέσεις, η συζήτηση μέσα στο Συμβούλιο της ΕΚΤ για τη δρομολογημένη απόσυρση της πολιτικής νομισματικής χαλάρωσης αρχής γενομένης από τις 31 Μαρτίου, αποκτά νέες και δύσκολα αντιμετωπίσιμες δυσκολίες εφαρμογής, με βάση τις αποφάσεις του περασμένου Δεκέμβρη.
Από μόνη της η συνθήκη ταχείας αύξησης της τιμής του πετρελαίου πάνω από τα 100 δολάρια το βαρέλι αποτελεί ισχυρό ανασχετικό παράγοντα στην ανάκαμψη της ευρω-οικονομίας.
Οι προϋπολογισμοί ΟΛΩΝ των χωρών της Ευρωζώνης έχουν ψηφιστεί τον περασμένο Δεκέμβριο με προβλέψεις πληθωρισμού και τιμής πετρελαίου που δεν έχουν πλέον καμία σχέση με τα ισχύοντα και ανατρέπουν άρδην, περισσότερο ή λιγότερο, τους δημοσιονομικούς στόχους για το 2022.
Στην ΕΚΤ ήδη κάποια υπηρεσιακά στελέχη στη Φρανκφούρτη θέτουν σε αμφισβήτηση το κατά πόσο το ΔΣ, υπό αυτές τις συνθήκες μπορεί να προχωρήσει απρόσκοπτα στις αποφάσεις του Δεκεμβρίου, στο πλαίσιο των οποίων προβλέπεται αφενός η διακοπή καθαρών αγορών του PEPP τον Μάρτιο και αφετέρου η σχεδιαζόμενη διακοπή καθαρών αγορών του APP στις αρχές φθινοπώρου, με πρώτη αύξηση επιτοκίων ίσως και πριν από τα τέλη του 2022. Σε κάθε περίπτωση η ΕΚΤ έχει δρομολογήσει, μέσα από τη διαδικασία αυτή, την έξοδό της από τα αρνητικά επιτόκια.
Στο άτυπο Συμβούλιο της ΕΚΤ, που θα γίνει την Πέμπτη στο Παρίσι, όπως αναφέρθηκε χθες στο insider.gr, οι Κεντρικοί Τραπεζίτες πρόκειται να ενημερωθούν για τα νέα δεδομένα. Οι προσωρινές εκτιμήσεις που θα τεθούν σε γνώση των μελών του Συμβουλίου υποχρεώνουν σε επανεξέταση των αποφάσεων του Δεκεμβρίου, κάτι που θα πρέπει να επεξεργαστεί το Συμβούλιο στην συνάντηση του Μαρτίου.
Ορισμένοι αναλυτές, εξοικειωμένοι με τις άτυπες συζητήσεις που ήδη γίνονται στη Φρανκφούρτη έχουν ήδη θέσει το δάκτυλο «επί των τύπων των ήλων», επισημαίνοντας ότι η απόφαση της ΕΚΤ, να εισάγει σαν κριτήριο παρέμβασής της πλέον το σημείο «κατακερματισμού» των αγορών, ήτοι των μεγάλων αποκλίσεων στα spreads των ευρωπαϊκών ομολόγων, έχει δημιουργήσει ένα νέο πεδίο αβεβαιότητας, καθώς δεν έχει δώσει κανένα «μέτρο» για το τι και πότε θεωρεί ότι υφίσταται ένας τέτοιος κατακερματισμός.
Σε ποια όρια, για παράδειγμα, αυτός ο «κατακερματισμός» ενεργοποιεί τους μηχανισμούς παρέμβασης της ΕΚΤ για την π.χ. Ιταλία και σε ποια αφορά την παρέμβαση για την Ελλάδα, ή άλλες οικονομίες της Ευρωζώνης.
Το ερώτημα αυτό, πέραν του ότι παραμένει καθοριστικό αλλά αναπάντητο, αποκτά ιδιαίτερη σημασία καθώς οι οικονομίες της Ευρωζώνης βγαίνουν από την δοκιμασία του 2020 – '21 σε διαφορετική κατάσταση η κάθε μία τόσο σε σχέση με τους εξωτερικούς όσο και με τους εσωτερικούς εταίρους της Ε.Ε.
Σε κάθε περίπτωση η μεθαυριανή συζήτηση που θα γίνει στο άτυπο Συμβούλιο της ΕΚΤ, μία ημέρα πριν από το επίσης άτυπο Eurogroup στο Παρίσι, θα είναι καθοριστική για τον αβέβαιο βηματισμό της μέσα στο 2022...