Η κατάθεση του Προϋπολογισμού για το 2023, είναι λίγο πολύ ένας «καθρέπτης» της... μοναδικότητας του ελληνικού χρέους στην Ευρωζώνη. Μόνο η Ελλάδα και η... Γερμανία (!) είναι οι οικονομίες που υποχρεούνται να δανειστούν, όχι γιατί έχουν ανάγκη να χρηματοδοτήσουν το χρέος και τα ελλείμματά τους, αλλά γιατί... το απαιτεί η ΕΚΤ. Γιατί το απαιτεί η ΕΚΤ; Γιατί διαφορετικά δεν θα μπορεί να βρει στην αγορά, ελληνικά ομόλογα για να επαν-επενδύσει τα κεφάλαια από όσα λήγουν στο χαρτοφυλάκιό της του PEPP. Και αυτά δεν έχει λίγα. Είναι κοντά στα 39 – 40 δισ. ευρώ, ήτοι σχεδόν ότι κυκλοφορούσε...
Όσα από αυτά λήγουν στο μεσοδιάστημα που θα επανεπενδύει η ΕΚΤ τα κεφάλαια του PEPP, ήτοι μέχρι το τέλος του 2024, το ελληνικό δημόσιο θα πρέπει να εκδίδει χρέος που να μπορεί να απορροφηθεί στην διαδικασία αυτή προκειμένου να «κρατιέται» η τιμή και οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων στα τρέχοντα επίπεδα παρά την αύξηση των επιτοκίων. Κάποιοι αποκαλούν κατάσταση αυτή «ισορροπία του τρόμου».
Αλλά η αλήθεια είναι ότι η μέχρι σήμερα διαχείριση του χρέους μετά την αναδιάρθρωσή του (PSI και PSI+), ειδικά τα τελευταία χρόνια, έχει γίνει με την τεχνική του... κεντήματος. Με αποτέλεσμα και το αποθεματικό να είναι γεμάτο (κοντά στα 40 δισ. ευρώ) και οι ανάγκες αναχρηματοδότησης με ομόλογα να κρατιούνται χαμηλά, με «βοήθειες» από την ανακύκλωση του εσωτερικού χρέους με περισσότερα έντοκα γραμμάτια και λιγότερα ομόλογα. Και με την απελευθέρωση επιπλέον κεφαλαίων από τα ασφάλιστρα κινδύνου μέσω της πρόωρης αποπληρωμής του πρώτου διακρατικού δανείου (GLF)...
Όμως η απολύτως απαραίτητη παρουσία της ΕΚΤ μέσω της επανεπένδυσης των κεφαλαίων του PEPP, απαιτεί από το ελληνικό δημόσιο να υπάρχει διαθέσιμο «προϊόν» στην αγορά. Λίγο πολύ αυτή η λυτρωτική για τις τιμές και τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων «απαίτηση» ορίζει τις βασικές μεταβλητές του προγράμματος έκδοσης δημόσιου χρέους. Για όσο βέβαια η παρέμβαση αυτή της ΕΚΤ κρατήσει μέχρι το 2024 ή – ανάλογα με τις συνέπειες της κρίσης – και μετά από αυτό.
Η «ανάπτυξη» φέτος, ας είναι καλά ο τουρισμός, δίνει άλλο ένα πλεονέκτημα στην εικόνα και την διαχείριση του χρέους, καθώς ο σχετικά υψηλός ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ – σε μεγάλο βαθμό εξ αιτίας του υψηλού πληθωρισμού – μειώνει ως ποσοστό του ΑΕΠ το χρέος στο 169,1%, παρά το γεγονός ότι σε απόλυτους αριθμούς αυξάνεται σε 355 δισ. ευρώ από 353 δισ. ευρώ (193,3% του ΑΕΠ) το 2021.
Με τις δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους της Κεντρικής Κυβέρνησης να συγκρατούνται στο 2,5% - 3,8% του ΑΕΠ, το χρέος του 2023 θα αυξηθεί στα 357 δισ. ευρώ σε απόλυτους αριθμούς, αλλά θα εξακολουθήσει ως ποσοστό του ΑΕΠ να μειώνεται πέφτοντας στο 161% του ΑΕΠ εφόσον βέβαια επιβεβαιωθούν οι προβλεπόμενοι ρυθμοί ανάπτυξης για το 2023.
Βέβαια επειδή οι αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ ουσιαστικά φρενάρουν την οικονομική δραστηριότητα στην Ευρωζώνη, αρχής γενομένης από το 2023 και μετά, η ετήσια ποσοστιαία μείωση του ελληνικού χρέους θα επιβραδυνθεί, αλλά ήδη θα είναι πολύ κοντά στο χρέος και άλλων χωρών της Ευρωζώνης, όπως π.χ. η Ιταλία, αλλά με πολύ καλύτερη σύνθεση από αυτές, τόσο ως προς το χρονοδιάγραμμα εξόφλησής του (μέχρι το 2070), όσο και ως προς τις σχετικά χαμηλές και σταθερές δαπάνες ετήσιας εξυπηρέτησής του...