O ενεργειακός κλάδος βρίσκεται στο επίκεντρο του επενδυτικού ενδιαφέροντος τα τελευταία χρόνια εν μέσω της απολιγνιτοποίησης και της στροφής στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, την ίδια στιγμή ενισχύονται και οι επενδύσεις στην ακίνητη περιουσία, με την κλάδο της μεταποίησης να διατηρεί σημαντικό μερίδιο στις συνολικές επενδύσεις χάνοντας όμως συνεχώς έδαφος.
Τα παραπάνω αναλύονται στην τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή για την ελληνική οικονομία, καθώς όπως αναφέρεται σχετικά δεδομένου του σημαντικού ρόλου των επενδύσεων στην εθνική οικονομία είναι χρήσιμο να εξετάσουν το πως κατανέμονται οι επενδύσεις μεταξύ των διαφόρων κλάδων οικονομικής δραστηριότητας.
Οι κλάδοι με τη μεγαλύτερη συνεισφορά
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα ετήσια στοιχεία της Eurostat, οι δημόσιες επενδύσεις στη δημόσια διοίκηση, την άμυνα και την κοινωνική ασφάλιση έχουν τη μεγαλύτερη συνεισφορά στο σύνολο των επενδύσεων, με τη συνεισφορά αυτή να έχει αυξηθεί σημαντικά την τελευταία τετραετία (από 13,6% το 2019 σε 17,1% το 2022).
Ακολουθεί ο κλάδος της ≪Διαχείρισης Ακίνητης Περιουσίας≫ (13,2% το 2022), η συνεισφορά του οποίου αυξήθηκε ομοίως σημαντικά μέσα στην τετραετία 2019-2022 (το 2019 ήταν 9,8%). Στη τρίτη και τέταρτη θέση βρίσκονται οι κλάδοι της ≪Μεταποίησης≫ (10,5%), και της ≪Γεωργίας, Δασοκομίας και Αλιείας≫ (9,0%), η συνεισφορά των οποίων, ωστόσο, σημείωσε μικρή πτώση και όχι αύξηση την τετραετία 2019-2022.
Ρυθμοί ανάπτυξης
Μια πιο δυναμική εικόνα της συνεισφοράς του κάθε κλάδου οικονομικής δραστηριότητας στις συνολικές επενδύσεις, αποτυπώνεται τους συγκεντρωτικούς ρυθμούς μεγέθυνσης για την περίοδο 2019-2022, πάντα σε όρους επενδύσεων. Την μεγαλύτερη ανάπτυξη σημείωσε ο κλάδος της ≪Ενέργειας≫ (+ 118,8%), ενώ τη μεγαλύτερη συρρίκνωση ο κλάδος των ≪Ορυχείων και Λατομείων≫ (-43,6%), αλλαγές που πιθανώς να μπορούν να αποδοθούν στην απολιγνιτοποίηση και τη στροφή προς ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που επέβαλε η πράσινη ενεργειακή πολιτική, η οποία αποτέλεσε σημαντικό πυλώνα των επενδύσεων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Η δεύτερη μεγαλύτερη επέκταση παρατηρήθηκε στον κλάδο ≪Διαχείρισης Ακίνητης Περιουσίας≫ (83,1%). Τέλος, συρρίκνωση παρατηρήθηκε στον κλάδο ≪Μεταφορά και Αποθήκευση≫ (- 9,0%), ενώ στασιμότητα παρατηρήθηκε στο κλάδο του ≪Τουρισμού≫ (+ 0,3%), απότοκα της οικονομικής ύφεσης που έφερε η πανδημία.
Το επενδυτικό κενό
Βασικό ζητούμενο για τη βιώσιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας όπως αναφέρεται στην έκθεση του γραφείου είναι η κάλυψη του επενδυτικού που θα χρειαστεί επιπρόσθετους πόρους και μετά την λήξη του Ταμείου Ανάκαμψης. Και αυτό διότι ο αντίκτυπος της τριπλής κρίσης (δημοσιονομική, οικονομική και τραπεζική) που έπληξε τη χώρα μας την προηγούμενη δεκαετία, ήταν πολύ ισχυρός για τις επενδύσεις, ισχυρότερος ακόμα και από αυτόν στο ΑΕΠ και την κατανάλωση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η ελληνική οικονομία απώλεσε το ένα τέταρτο του ΑΕΠ της (μείωση κατά 26,5% από το δ’ τρίμηνο του 2009 στο ίδιο τρίμηνο του 2014) και πάνω από τις μισές της επενδύσεις (μείωση κατά 59,4% για την ίδια περίοδο αναφοράς). Από το 2015 έως το 2019 οι επενδύσεις ήταν αναιμικές: ο σωρευτικός ακαθάριστος ρυθμός σχηματισμού παγίου κεφαλαίου ήταν μόλις 3,8%.
Έκτοτε και μέχρι το 2023, ο αντίστοιχος σωρευτικός ρυθμός ανέκαμψε σημαντικά και διαμορφώθηκε στο 41,3%. Από το 2021 και μετά, χάρη στο Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), και στο ευνοϊκότερο οικονομικό περιβάλλον, οι επενδύσεις έχουν αρχίσει και ανακάμπτουν, ωστόσο παραμένουν υποδιπλάσιες σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα τους. Το επενδυτικό κενό της χώρας παραμένει μεγάλο. Ο λόγος επενδύσεων προς ΑΕΠ βρίσκεται το 2023 στο 13,9% του ΑΕΠ ενώ ο μέσος όρος της Ευρωζώνης για το ίδιο έτος είναι 22,2%. «Η κάλυψη αυτού του κενού δεν είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί μέσα σε λίγα μόνο χρόνια και θα απαιτήσει από την οικονομία να αναζητήσει επιπρόσθετους πόρους και μετά την λήξη του ΤΑΑ το 2026», σημειώνεται στην έκθεση του Γραφείου του Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.