Η τελευταία συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί και ως μη γενόμενη καθώς περιορίστηκε στην επανάληψη των προηγούμενων αποφάσεων, τόσο όσον αφορά την επιτοκιακή πολιτική όσο και τις πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης (APP και PEPP), χωρίς να προσθέσει καμία επιπλέον πληροφορία για τις μελλοντικές προθέσεις της ΕΚΤ. Ωστόσο η φαινομενική αυτή αδράνεια είναι – κατά την άποψή μου τουλάχιστον – τελείως παραπλανητική καθώς αποκρύπτει μεγάλες αντίρροπες δυνάμεις στο εσωτερικό της κεντρικής τράπεζας αναφορικά με τις περαιτέρω δυνατότητες της νομισματικής πολιτικής καθώς και με την κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να κινηθεί.
Το βασικό πρόβλημα με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπη η ΕΚΤ είναι ότι σύμφωνα με τις δικές τις εκτιμήσεις αλλά και τις προβλέψεις των περισσότερων αναλυτών ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης δεν αναμένεται να επιστρέψει στα επίπεδα του 2% - που αποτελεί τον στόχο της ΕΚΤ για τα επίπεδα τιμών – σε μεσοπρόθεσμό ορίζοντα. Απέναντι στο αδιαμφισβήτητο αυτό δεδομένο έχουν δημιουργηθεί δύο «αντίπαλα στρατόπεδα» στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ. Σύμφωνα με τη μία – υπερσυντηρητική – τάση, η νομισματική πολιτική έχει φτάσει στα όριά της και οποιαδήποτε περαιτέρω δράση θα αποδειχθεί άκαρπη ή ακόμη και επικίνδυνη για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Οι θιασώτες αυτής της άποψης έχουν μάλιστα αρχίσει τις δηλώσεις υπέρ της σταδιακής περικοπής του προγράμματος PEPP, μόλις η ευρωπαϊκή οικονομία εμφανίσει τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης.
Στον αντίποδα κινούνται τα υπόλοιπα μέλη της ΕΚΤ, τα οποία αναγνωρίζουν τον κίνδυνο η κρίση του 2020 να αφήσει βαθιές και μακροχρόνιες πληγές στην ευρωπαϊκή οικονομία, η οποία δεν θα καταφέρει να επανέλθει στην προ κρίσης τροχιά. Μπροστά σε αυτή τη δυσμενή προοπτική, η μόνη λύση είναι η διεξαγωγή επεκτατικής νομισματικής πολιτικής για μεγάλο χρονικό διάστημα, μειώνοντας τα επιτόκια κρατικού δανεισμού για το σύνολο των οικονομιών της ευρωζώνης. Διατήρηση του κόστους κρατικού δανεισμού σε πολύ χαμηλά επίπεδα για μακρό χρονικό διάστημα θα δημιουργήσει τον απαραίτητο δημοσιονομικό χώρο έτσι ώστε οι αυξημένες δημόσιες δαπάνες να μπορέσουν να οδηγήσουν τις οικονομίες στην ανάπτυξη.
Η συνύπαρξη των δύο αυτών αντίρροπων δυνάμεων, σε συνδυασμό με την προδιάθεση της Κριστίν Λαγκάρντ για λήψη αποφάσεων με ευρεία συναίνεση, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η τωρινή αδράνεια ενδέχεται να αποκτήσει μόνιμο χαρακτήρα με πολύ αρνητικές επιπτώσεις για την ευρωπαϊκή, κατ’ επέκταση και για την ελληνική οικονομία.