Σε χώρα γερόντων μετατρέπεται η Ελλάδα, καθώς η δημογραφική γήρανση και η πτωτική τάση του πληθυσμού επιδεινώνονται χρόνο με τον χρόνο, απειλώντας ευθέως το συνταξιοδοτικό μας σύστημα με κατάρρευση.
Ο πληθυσμός της Ελλάδας συρρικνώθηκε κατά 441.000 άτομα την τελευταία δεκαετία (2011-2021), ενώ ο βαθμός εξάρτησης των ηλικιωμένων από τα άτομα παραγωγικής ηλικίας επιδεινώθηκε.(σε 3 εργαζόμενους αντιστοιχεί ένας συνταξιούχους, με προοπτική η αντιστοίχιση να πέσει στο 1,5 έως το 2080).
Σήμερα για κάθε συνταξιούχο αντιστοιχούν 3 εργαζόμενοι, ενώ μετά από 3 δεκαετίες η σχέση αυτή θα είναι κοντά στο ένας συνταξιούχος προς 1,5 εργαζόμενοι, την στιγμή που το ασφαλιστικό σύστημα έχε δομηθεί με την παραδοχή ότι για κάθε 4 εργαζομένους θα υπάρχει ένας συνταξιούχος.
Η επέκταση του εργασιακού βίου μέσω της αύξησης των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης κατά σχεδόν 1,5 χρόνο και κατά συνολικά 2,8 χρόνια έως το 2050 φαντάζει μονόδρομος, εξαιτίας της επιδείνωσης των στοιχείων του δημογραφικού προβλήματος.
Ωστόσο τόσο η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης όσο και η μείωση των συντάξεων καθίστανται ανούσιες - μακροπρόθεσμα- εάν δεν βρεθούν λύσεις στο οξυμένο δημογραφικό πρόβλημα.
«Αντιμετωπίζουμε σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα λόγω της μείωσης του ποσοστού γονιμότητας και της παράλληλης αύξησης του προσδόκιμου της επιβίωσης» ανέφερε πρόσφατα ο υφυπουργός Εργασίας Πάνος Τσακλόγλου, σε συνέδριο σχετικά με το Δημογραφικό. «Ειδικά για το ασφαλιστικό, οι επιστημονικές προβολές που υπήρχαν πριν από τη δεκαετία των Μνημονίων έδειχναν ότι χωρίς αλλαγές τα έσοδα από τις ασφαλιστικές εισφορές θα έφταναν το 9,5% του ΑΕΠ, ενώ οι συνταξιοδοτικές δαπάνες θα ανερχόντουσαν σταδιακά στο 24,5% του ΑΕΠ. Καμία χώρα δεν επιβιώνει με τέτοια σχέση εσόδων και δαπανών του ασφαλιστικού συστήματος» παραδέχτηκε ο υφυπουργός.
Τι προτείνει το ΙΟΒΕ
Oπως επισήμανε σε πρόσφατη μελέτη του το ΙΟΒΕ, οι δημογραφικές τάσεις επηρεάζουν άμεσα το συνταξιοδοτικό σύστημα. Ως αποτέλεσμα της γήρανσης του πληθυσμού ευρύτερα στην Ευρώπη, οι συντάξεις αποτελούν την κύρια πηγή εισοδήματος για περίπου το 25% του συνολικού πληθυσμού της ΕΕ.
Οι προτάσεις του ΙΟΒE επικεντρώνονται σε παρεμβάσεις οι οποίες θα ενισχύσουν την προαιρετική συνταξιοδοτική αποταμίευση και ευρύτερα τον κεφαλαιοποιητικό άξονα του συστήματος συντάξεων. Επίσης, περιλαμβάνονται προτάσεις για την επιμήκυνση του επίσημου εργασιακού βίου και την ενίσχυση της διακρατικής φορητότητας των δικαιωμάτων συνταξιοδοτικής ασφάλισης προκειμένου να αυξηθεί η κινητικότητα στην αγορά εργασίας.
Πιο συγκεκριμένα προτείνεται:
- Μείωση του πλαφόν ως προς το ασφαλιστέο εισόδημα που υπόκειται σε υποχρεωτικές εισφορές
- Μείωση του ποσοστού υποχρεωτικών εισφορών για το τμήμα των μεικτών αποδοχών κάθε εργαζόμενου έως το ύψος του κατώτατου μισθού
- Παρακολούθηση και έγκαιρη διαχρονικά αναθεώρηση των ηλικιακών ορίων συνταξιοδότησης σε συνδυασμό με τα ελάχιστα έτη ασφάλισης
- Δυνατότητα λήψης εθνικής σύνταξης με λιγότερα από 15 έτη ασφάλισης, μειωμένης αναλογικά
Σύμφωνα με τον ΙΟΒΕ, η μείωση του ύψους των υποχρεωτικών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, κρίνεται σκόπιμο να αποτελεί προτεραιότητα αξιοποίησης ενδεχόμενου δημοσιονομικού «χώρου». Ένα μέτρο προς αυτή την κατεύθυνση αποτελεί η μείωση του πλαφόν ως προς το «ασφαλιστέο» εισόδημα που υπόκειται σε υποχρεωτικές εισφορές. Ένα δεύτερο μέτρο είναι η μείωση του ποσοστού υποχρεωτικών εισφορών για το τμήμα των μεικτών αποδοχών κάθε εργαζόμενου έως το ύψος του κατώτατου μισθού.
Με το πρώτο μέτρο ενισχύεται η προοπτική αποταμίευσης για τα νοικοκυριά με τη δυνητικά υψηλότερη ροπή προς αποταμίευση, ενώ με το δεύτερο
ενισχύεται το διαθέσιμο εισόδημα και η δυνατότητα αποταμίευσης για όλους, με μεγαλύτερο σχετικό βάρος στους χαμηλά αμειβόμενα εργαζόμενους.
Οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης κρίνεται απαραίτητο να βρίσκονται συστηματικά σε ευθυγράμμιση με την πρόοδο της κατάστασης υγείας του πληθυσμού ώστε να αποθαρρύνεται κατά γενικό κανόνα η συνταξιοδότηση σε ηλικίες που κρίνονται κατάλληλες για εργασία. Αυτό, σύμφωνα με το Ιδρυμα, απαιτεί την παρακολούθηση και έγκαιρη διαχρονικά αναθεώρηση των ηλικιακών ορίων συνταξιοδότησης σε συνδυασμό με τα ελάχιστα έτη ασφάλισης, καθώς και τον περιορισμό των εξαιρέσεων που επιτρέπουν την πρόωρη συνταξιοδότηση.
Στην κατεύθυνση μείωσης των αντικινήτρων που θέτει το σημερινό συνταξιοδοτικό σύστημα για την επιμήκυνση του επίσημου εργασιακού βίου των πολιτών, προτείνεται η παροχή υψηλού βαθμού ευελιξίας για δυνατότητες παράλληλης απασχόλησης των συνταξιούχων.
Τέλος συστήνεται το αναδιανεμητικό κομμάτι της κύριας σύνταξης να επεκταθεί αναλογικά και σε άτομα που πληρούν τα ηλικιακά όρια συνταξιοδότησης, πλην όμως έχουν λιγότερα από 15 έτη ασφάλισης. Η δυνατότητα λήψης εθνικής σύνταξης με λιγότερα από 15 έτη ασφάλισης, μειωμένης αναλογικά, εκτιμάται πως θα αυξήσει τα κίνητρα για επίσημη εργασία και για άτομα με μικρό ορίζοντα παραμονής στη χώρα.
Ο δείκτης εξάρτησης γήρατος του ελληνικού πληθυσμού
Ο βαθμός εξάρτησης γήρατος ή ηλικιωμένων ενός πληθυσμού, δηλαδή το μερίδιο του πληθυσμού μεγάλης ηλικίας προς τον αντίστοιχο πληθυσμό σε ηλικία απασχόλησης, αποτελεί κομβικό δημογραφικό δείκτη, ο οποίος καθορίζει τις δυνατότητες και τους περιορισμούς σχεδιασμού ενός αποτελεσματικού συνταξιοδοτικού συστήματος.
Όσο μικρότερος είναι ο βαθμός εξάρτησης, τόσο περισσότεροι οι βαθμοί ελευθερίας σχεδιασμού ενός συνταξιοδοτικού συστήματος το οποίο πληροί τις βασικές αρχές. Στην περίπτωση της Ελλάδας, ο βαθμός εξάρτησης έχει αυξηθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες και αναμένεται περαιτέρω επιδείνωσή του τις επόμενες δεκαετίες.
Σύμφωνα με τις μακροχρόνιες δημογραφικές τάσεις, σε κάθε άτομο άνω των 65 ετών αντιστοιχούν περίπου εννέα, τρία και μόλις ενάμιση άτομα παραγωγικής ηλικίας 20-65 ετών το 1960, το 2020 και το 2080 αντίστοιχα. Η αναμενόμενη περαιτέρω επιδείνωση στον δημογραφικό δείκτη εξάρτησης γήρατος του ελληνικού πληθυσμού εγείρει σημαντικές προκλήσεις σε σχέση με την επιδίωξη των αρχών της βιωσιμότητας και επάρκειας των συντάξεων.
Ενδεικτικά, σε ένα σενάριο βάσης, δηλαδή αδράνειας σε σχέση με τα προτεινόμενα μέτρα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2021) εκτιμά αφενός ότι η δημόσια δαπάνη για συντάξεις θα εξακολουθεί να απορροφά σημαντικούς οικονομικούς πόρους, σε διψήφιο ποσοστό του ΑΕΠ έως και το 2070.
Αν και, σύμφωνα με τις προβολές που προκύπτουν από τους ισχύοντες κανόνες, το σύστημα αναμένεται να συγκλίνει με τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο δημόσιας
δαπάνης το 2070, οι βαθμοί ελευθερίας παρεμβάσεων αναφορικά με τις παραμέτρους είναι περιορισμένοι προκειμένου να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του συστήματος ενόψει των σαρωτικών δημογραφικών αλλαγών και άλλων κινδύνων.
Αφετέρου, το ακαθάριστο ποσοστό αναπλήρωσης για την σύνταξη γήρατος αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω, έως και περί το 55% το 2060, θέτοντας σε κίνδυνο την επάρκεια του συνταξιοδοτικού εισοδήματος, τόσο σε απόλυτους όσο και σε σχετικούς όρους.
Η απειλή της βιωσιμότητας που προκύπτει από το αυξανόμενο ποσοστό εξάρτησης γήρατος είναι μεγαλύτερη όσο περισσότερο το συνταξιοδοτικό σύστημα στηρίζεται στον διανεμητικό του άξονα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Ελλάδας. Για τον λόγο αυτό, προκειμένου να ανταποκριθούν στις δημογραφικές προκλήσεις, τα σύγχρονα συνταξιοδοτικά συστήματα έχουν αναπτύξει ισχυρό κεφαλαιοποιητικό άξονα.