«Credit Suisse Vol. 2»...! Διαφορετική κατάσταση μεν, αλλά μια σαφώς άκρως προβληματική για τον έτερο τραπεζικό «γίγαντα», που δεν είναι άλλος από την Deutsche Bank.
Η μετοχή της γερμανικής τράπεζας υποχωρεί για τρίτη διαδοχική ημέρα και έχει πλέον απωλέσει πάνω από το 1/5 της αξίας της μόνο αυτόν τον μήνα. Τα CDS - μια μορφή ασφάλισης για τους ομολογιούχους μιας εταιρείας έναντι πιθανής χρεοκοπίας της- έκαναν άλμα στις 173 μονάδες βάσης την Πέμπτη το βράδυ, από 142 μονάδες βάσης την προηγούμενη ημέρα.
Πληθώρα ερωτημάτων δέχθηκε η Citi από πελάτες της σχετικά με το γιατί οι τράπεζες διαπραγματεύονταν τόσο αδύναμα σε CDS με ορισμένες σημαντικές κινήσεις ευρύτερα στα SUB CDS. «Η απάντηση είναι ότι πιστεύουμε ότι ενσωματώνει μια σειρά παραγόντων, όπως: i) μια αντίδραση στο σημαντικό ράλι μετά τη λύση της Credit Suisse και την αδυναμία της προηγούμενης εβδομάδας, ii) μια γενική αποστροφή κινδύνου δεδομένων των ζητημάτων στην τραπεζική αγορά των ΗΠΑ, σημειώνοντας ότι η Yellen έπρεπε να αλλάξει τη ρητορική της εντός 24 ωρών για να παράσχει πιθανή περαιτέρω βοήθεια στους καταθέτες, iii) τη βάση των μετρητών-CDS (καθώς τα CDS είναι γενικά μια φθηνή αντιστάθμιση από τα μετρητά), iv) πιθανές ανάγκες αντιστάθμισης αντισυμβαλλομένου, vi) σχετικά μικροί όγκοι και vii) καθώς οδεύουμε προς το Σαββατοκύριακο (δεδομένου του τι συνέβη τα τελευταία 2 Σαββατοκύριακα!). Όλα αυτά είναι κάτι που πρέπει να παρακολουθήσουμε και, όπως έχουμε επισημάνει τις τελευταίες εβδομάδες, αυτό που συμβαίνει στην αγορά περιφερειακών τραπεζών των ΗΠΑ προκαλεί ανησυχία, αλλά ένα μεγάλο μέρος οφείλεται σε χαμηλότερες ρυθμίσεις και κανόνες».
Πέραν ωστόσο των ανησυχιών για την κατάσταση και την έκθεση της Deutsche Bank στο αμερικανικό real estate και σε σειρές παραγώγων, το κλίμα στις αγορές αρχίζει να χαλάει μέρα με τη μέρα. Η μετοχή της Deutsche Bank υποχωρεί κατά 11,21%, της Societe Generale κατά 6,67%, της UBS κατά 3,92%, της ING κατά 3,23% και της Barclays κατά 5,62%. Πιέσεις αλλά ηπιότερης κλίμακας περνάνε στις αμερικανικές τράπεζες.
Όπως επισημαίνει ο Michael Hartnett, επικεφαλής επενδυτικής στρατηγικής της BofA, «η πιστωτική κρίση συνεπάγεται το πέρασμα σε μια υφεσιακή κατάσταση, αφήγημα που αναμένεται να λάβει πιο δραματικές διαστάσεις υπό την κυριαρχία του φόβου και της αβεβαιότητας, με τον κλάδο των εμπορικών ακινήτων να είναι ο επόμενος που θα δεχθεί ένα ισχυρό πλήγμα».
Όπως επισημαίνει ο ίδιος, «δεν υπάρχει τίποτα πιο επικίνδυνο από μια «αρκούδα» στο τέλος μιας bear market και... ο πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει απότομα, το πετρέλαιο υποχωρεί, τα επιτόκια μειώνονται, οι δείκτες PMI σταθεροποιούνται, ο κλάδος του real estate και των κατοικιών αντιδρά στα χαμηλότερα επιτόκια, πολλές θέσεις εργασίας ακόμη να καλυφθούν... οι «αρκούδες» δεν πρέπει να είναι δογματικά «bearish» με 15 μήνες σε «bear market», αλλά ακόμα... η ιστορία, οι τοποθετήσεις, η νομισματική πολιτική και η κερδοφορία αποτελούν τους λόγους για τους οποίους ο ίδιος εκτιμά οι αγορές θα κινηθούν προς νέα χαμηλά τους επόμενους τρεις έως έξι μήνες...
Ο S&P 500 βρίσκεται στην 20η «bear market» στα τελευταία 140 χρόνια, με μια μέση πτώση από τα υψηλά έως το κατώτατο σημείο της τάξεως του 37,3%, με μια μέση διάρκεια της τάξεως των 289 ημερών. Η ιστορία λέει ότι η «μέση bear market» θα έπρεπε να είχε τελειώσει στις 19 Οκτωβρίου του 2022 με τον S&P 500 στις 3.005 μονάδες, με την κατάσταση να σηματοδοτεί πλέον μια μεγαλύτερη από το κανονικό πτωτική τάση.
Φυσικά οι ξένες πιέσεις πυροδοτήσαν «κύμα» ρευστοποιήσεων και στην εγχώρια αγορά, με ξένα funds να πουλάνε τον κλάδο που βρίσκεται ευρύτερα στο μάτι του κυκλώνα, που δεν είναι άλλος από τον τραπεζικό.
Ο Νίκος Χρυσοχοΐδης, ο Διευθύνων Σύμβουλος της ομώνυμης χρηματιστηριακής, «οι αγορές βρίσκονται σε κρίσιμο σταυροδρόμι: όντως η τάση είναι πλέον ασαφής καθώς το αυξημένο κόστος χρήματος επηρεάζει αρνητικά τις τράπεζες παγκοσμίως αλλά υπάρχει και η άποψη πως ο ανοδικός κύκλος επιτοκίων οδεύει προς το τέλος του (β’ εξάμηνο). Βραχυπρόθεσμα εύλογοι οι τριγμοί και μεσοπρόθεσμα-προς το παρόν- συγκρατημένη προσμονή για αλλαγή της νομισματικής πολιτικής...».
Στο ταμπλό, ο Γενικός Δείκτης υποχώρησε κατά 2,97% στις 1.021,16 μονάδες, με τον τζίρο στα 93,56 εκατ. ευρώ. Ο FTSE 25 υποχώρησε κατά 3,44% στις 2.464 μονάδες, με τον τραπεζικό δείκτη να κλείνει δεχόμενος τις ισχυρότερες πιέσεις, στο -5,78% στις 736,22 μονάδες.
Η Alpha Bank έκλεισε με απώλειες 6,16%, η ΕΤΕ διολίσθησε κατά 5,97%, η Eurobank κατά 5,71% και η Πειραιώς κατά 5,17% στα 1,88 ευρώ.
Κλείδωμα κερδών από επενδυτές σε Μυτιληναίο που υποχώρησε κατά 2,68%, ενώ υψηλές πιέσεις ασκήθηκαν σε Viohalco, MOH, ΕΛΠΕ, και ΟΠΑΠ.
Κράτησαν και άντεξαν κάπως ΔΕΗ, Ελλάκτωρ και ΟΤΕ, ξεπερνώντας το 1% σε απώλειες.
Σύμφωνα με τη Beta Χρηματιστήριακή, «για μια ακόμα εβδομάδα συνεχίστηκαν οι νευρικές διακυμάνσεις στις χρηματιστηριακές αγορές επηρεάζοντας με ανάλογο τρόπο και το Ελληνικό Χρηματιστήριο. Η FED μπορεί να μην τρόμαξε τις αγορές με τα επιτόκια ωστόσο η τραπεζική κρίση δείχνει να έχει διάρκεια και να αγγίζει συστημικά μεγέθη και άλλων Ευρωπαϊκών Τραπεζών που κάθε άλλο παρά εύκολα διαχειρίσιμα μπορούν να θεωρηθούν.
Οι αγορές ήδη τιμολογούν υψηλότερες ανταμοιβές κινδύνου στο κόστος χρηματοδότησης των ομολόγων και αυτό δημιουργεί ανησυχίες για την δυνατότητα αναχρηματοδότησης σε λογικά επίπεδα με ότι αυτό συνεπάγεται για την ευστάθεια του συστήματος αλλά και το ρίσκο των αντισυμβαλλόμενων.
Τεχνικά ο Γενικός Δείκτης αφού δοκίμασε χαμηλά τεσσάρων εβδομάδων σε μια γρήγορη βύθιση ως τις 998 μονάδες το πρωί της προηγούμενης Δευτέρας δοκίμασε με επιτυχία να αντιδράσει ως τις 1.060 μονάδες. Η περιοχή αυτή δεν είναι αδιάφορη αφού σηματοδοτεί το 38,2% διόρθωσης της ανόδου μεταξύ 917 – 1.140 μονάδων. Ωστόσο η άνοδος φάνηκε να χάνει σε δυναμική από πλευράς τζίρου καθώς στην συνεδρίαση της Πέμπτης παρά το ανοδικό κλείσιμο στο υψηλό ημέρας οι συναλλαγές υποχώρησαν αισθητά στα 66 εκατ. ευρώ το χαμηλότερο επίπεδο συναλλαγών στο ΧΑ από τις 5 Ιανουαρίου. Η πλαγιοανοδική στήριξη επανήλθε σε ισχύ μέχρι την Παρασκευή όταν το σκηνικό φορτίστηκε με νέα αύξηση της προσφοράς. Οι ταλαντωτές δεν έχουν μπει ακόμα σε υπερπωλημένες ζώνες τιμών, ωστόσο καταγράφεται αποφόρτιση των εβδομαδιαίων και μηνιαίων διαγραμμάτων. Οι πωλητές αν και βρίσκουν απέναντι τους αξιόλογες δυνάμεις (βλ. τζίρο), σε κομβικά σημεία της τάσης έχουν κερδίσει μετά τις 2 Μαρτίου όλες τις μάχες και φαίνεται ότι θα επιχειρήσουν να ωθήσουν την αγορά προς ένα νέο χαμηλό κάτω από τις 1.000 μονάδες, το οποίο είναι και το σενάριο με τις περισσότερες πιθανότητες για τις επόμενες ημέρες».