Κινδύνους σε τέσσερα μέτωπα για τις τράπεζες, εγείρει η κλιματική αλλαγή που από φέτος μπαίνει στα σενάρια των stress test που θα διενεργεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Οι νέοι κίνδυνοι που σχετίζονται με το κλίμα και το περιβάλλον και οι πολιτικές για την αντιμετώπισή τους περιλαμβάνονται μεταξύ των βασικών προτεραιοτήτων και προκλήσεων για τις κυβερνήσεις, τις οικονομίες και το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής μπορούν να «χτυπήσουν» σε τέσσερα μέτωπα τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, επιφέροντας κινδύνους πιστωτικούς, αγοράς, ρευστότητας και λειτουργικούς, όπως επισημαίνεται σε μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος (Γ. Καούδης, Δ. Χαλαμανδάρης Αικ. Παϊσίου).
Καταρχάς ο πιστωτικός κίνδυνος, ο οποίος σχετίζεται με τη μείωση της ικανότητας εξυπηρέτησης του χρέους των δανειοληπτών ή/ και την ικανότητα των τραπεζών να ανακτήσουν πλήρως την αξία ενός δανείου σε περίπτωση πτώχευσης ενός νοικοκυριού ή μιας επιχείρησης εξαιτίας φυσικών καταστροφών από την κλιματική αλλαγή. Η τελευταία ενδέχεται ακόμα να οδηγήσει σε απομείωση της αξίας των εξασφαλίσεων/ ενεχύρων, ενισχύοντας περαιτέρω τις ζημίες των τραπεζών ή/και περιορίζοντας την πιστωτική επέκταση.
Ακολούθως, ο κίνδυνος αγοράς αφορά την προσαρμογή της αξίας των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, όταν ο κλιματικός κίνδυνος δεν έχει ακόμη ενσωματωθεί πλήρως στις τιμές των ανοιγμάτων (π.χ. ζημίες από την υποχώρηση των τιμών των εταιρικών ομολόγων μετά από μια φυσική καταστροφή ή νέους κανονισμούς που πλήττουν το λειτουργικό και επιχειρηματικό μοντέλο μιας επιχείρησης). Ο κίνδυνος αυτός μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές ζημιές και στην περίπτωση μιας απότομης μετάβασης σε οικονομία χαμηλών εκπομπών αερίων (π.χ. με τη δημιουργία των λεγόμενων ‘stranded assets’ που θα έχουν πολύ χαμηλότερη αξία και διάρκεια ζωής από αυτή που αρχικά εκτιμήθηκε).
Η κλιματική αλλαγή απειλεί και με κίνδυνο ρευστότητας το χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς μπορεί να έχει επίπτωση στην πρόσβαση των τραπεζών σε σταθερές πηγές χρηματοδότησης, επηρεάζοντας τις ροές των καταθέσεων και των πιστώσεων, αλλά και τις διακρατήσεις τίτλων (οδηγώντας σε απότομο ξεπούλημα τίτλων, fire sales).
Στο τέταρτο μέτωπο επικινδυνότητας για τις τράπεζες από την κλιματική αλλαγή, εντάσσεται ο λειτουργικός κίνδυνος. Οι φυσικές καταστροφές μπορεί να επηρεάσουν άμεσα τη λειτουργία των φυσικών εγκαταστάσεων των τραπεζών (π.χ. υποκαταστημάτων, κεντρικών μονάδων) με την πρόκληση ζημιών (π.χ. από πλημμύρες, πυρκαγιές), αλλά και των τρίτων επιχειρήσεων με τις οποίες μπορεί να συνεργάζεται μια τράπεζα για την παροχή υπηρεσιών προς τους πελάτες της και οι οποίες μπορεί να είναι εκτεθειμένες σε φυσικούς κινδύνους. Επιπλέον, ο νομικός κίνδυνος και ο κίνδυνος φήμης μιας τράπεζας μπορεί να αυξηθούν σε περίπτωση χρηματοδότησης δραστηριοτήτων με υψηλό επίπεδο εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου καθώς και στο λεγόμενο ‘περιβαλλοντικό ξέπλυμα’, για παράδειγμα μέσω των προϊόντων που μπορεί να προωθεί μια τράπεζα στους πελάτες της ως βιώσιμα, ενώ οι πραγματικές επιδόσεις αυτών των επενδύσεων δεν είναι ευθυγραμμισμένες με βιώσιμους στόχους (γνωστό ως ‘greenwashing’).
Όπως αναφέρεται στη μελέτη της ΤτΕ, οι κίνδυνοι για το χρηματοπιστωτικό σύστημα δύναται να προκύψουν από ένα ευρύ σύνολο κινδύνων που σχετίζονται με το κλίμα και το περιβάλλον. Όσο πιο συγκεντρωμένη είναι η δραστηριότητα και τα ανοίγματα μιας τράπεζας σε γεωγραφικές περιοχές ή/και κλάδους της οικονομίας που είναι ευάλωτοι στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, τόσο μεγαλύτερος εκτιμάται ότι είναι και ο κίνδυνος (φυσικός και μετάβασης) που αναλαμβάνει μια τράπεζα.
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, η κλιματική αλλαγή μπορεί να δημιουργήσει και νέες ευκαιρίες ανάπτυξης του επιχειρηματικού μοντέλου μιας τράπεζας με τη χρηματοδότηση βιώσιμων δραστηριοτήτων και έργων προσαρμογής και μετάβασης σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Στο πλαίσιο της μετάβασης σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, με αυστηρότερους κανονισμούς (όπως φόροι άνθρακα) και ανάπτυξη νέων τεχνολογιών (όπως αυτές που βασίζονται σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας), η αυξημένη ανάγκη για επενδύσεις σε συμμόρφωση της πράσινης μετάβασης, με μείωση των διαθέσιμων πόρων για την εξυπηρέτηση δανεισμού και αντικατάσταση υπαρχόντων παραγωγικών μοντέλων και προϊόντων με βιώσιμα μοντέλα και προϊόντα, αποτελεί ευκαιρία για τα πιστωτικά ιδρύματα.
Όπως επισημαίνει, ωστόσο, η μελέτη της ΤτΕ, η έλλειψη ανεπτυγμένων, κοινά αποδεκτών ορισμών και κριτηρίων που να χρησιμοποιούνται ευρέως από τους ενδιαφερόμενους και τις αγορές, ώστε να μπορούν να εντοπισθούν και να αποτιμηθούν αξιόπιστα εκείνες οι επενδύσεις που είναι ευθυγραμμισμένες με τους στόχους μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, δυνητικά δυσχεραίνει την αύξηση της αναγκαίας χρηματοδότησης. Παράλληλα, αυξάνεται και ο κίνδυνος για χρηματοδότηση δραστηριοτήτων που δεν είναι ευθυγραμμισμένες με μια οικονομία χαμηλών εκπομπών και ο κίνδυνος περιβαλλοντικού ξεπλύματος ‘greenwashing’.