Η Julie Linn Teigland, Area Managing Partner, της EY για την περιοχή ΕΜΕΙΑ (Ευρώπη, Μέση Ανατολή, Ινδία και Αφρική) και μέλος του ΕΥ Global Executive, συμμετείχε σε συζήτηση με τον Πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, στο πλαίσιο δείπνου που παρέθεσε το Ελληνο-Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο μετά τη λήξη του 33ου Greek Economic Summit.
Τη συζήτηση, η οποία επικεντρώθηκε στα μεγάλα στοιχήματα για την ελληνική, αλλά και την παγκόσμια οικονομία, συντόνισε ο Νικόλαος Μπακατσέλος, Πρόεδρος του Επιμελητηρίου, και παρακολούθησαν εκπρόσωποι της πολιτικής και επιχειρηματικής ηγεσίας της χώρας.
Σε ερώτηση σχετικά με τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας, η κα Teigland ανέφερε ότι, ενώ η ύφεση αναμένεται να είναι σύντομη και περιορισμένη, η ανάκαμψη θα είναι αργή και σταδιακή.
Κατά την εκτίμησή της, τέσσερις παράγοντες θα επηρεάσουν καθοριστικά την πορεία της ανάκαμψης της οικονομίας:
Πρώτον, εξαιτίας των καθυστερήσεων στον μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής, οι προηγούμενες αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ θα συνεχίσουν να επιβραδύνουν την οικονομική ανάπτυξη καθ' όλη τη διάρκεια του επόμενου έτους. Δεύτερον, οι εξελίξεις στην αγορά ενέργειας θα εξακολουθήσουν να επιβαρύνουν τις οικονομικές προοπτικές. Με δεδομένη τη σχεδόν μηδαμινή, πλέον, ροή φυσικού αερίου από τη Ρωσία προς την Ευρώπη, η αναπλήρωση των αποθεμάτων θα είναι πολύ δύσκολη, ενώ μια πιθανή ανάκαμψη στην Ασία θα αυξήσει τη ζήτηση για LNG, οδηγώντας σε παράταση των υψηλών τιμών και το 2023-24.
Από την άλλη πλευρά, οι αγορές εργασίας στην Ευρώπη δείχνουν ανθεκτικότητα, γεγονός που θα ενισχύσει σε ένα βαθμό τις καταναλωτικές δαπάνες. Τέλος, σε ό,τι αφορά στους γεωπολιτικούς κινδύνους, η κα Teigland τόνισε ότι δεν αποκλείει κλιμάκωση των εντάσεων, σημειώνοντας, όμως, ότι ένας τερματισμός του πολέμου στην Ουκρανία θα οδηγούσε σε εξομάλυνση των τιμών της ενέργειας, αλλά η ανάκαμψη που θα ακολουθήσει θα είναι αργή και σταδιακή.
Η κα Teigland, ρωτήθηκε ποιους τομείς θεωρεί ότι θα πρέπει να ενισχύσει και να επενδύσει η Ελλάδα, με δεδομένες τις ισχυρές τάσεις που αναδιαμορφώνουν το παγκόσμιο τοπίο της οικονομίας. Απαντώντας, η κα Teigland, ανέφερε: «Τα επόμενα χρόνια, στην Ευρώπη, κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης θα είναι η ψηφιακή οικονομία, οι καθαρές τεχνολογίες, καθώς και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και οι επιστήμες υγείας».
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, και με βάση την τελευταία έρευνα της ΕΥ Attractiveness Survey, παρατηρείται μια στροφή προς επενδύσεις με υψηλή προστιθέμενη αξία και σε τομείς στους οποίους η χώρα διαθέτει σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα, όπως η αγροδιατροφή, οι μεταφορές και τα logistics και οι υπηρεσίες λογισμικού και πληροφορικής. «Πρόκειται για μια σημαντική εξέλιξη, καθώς αντιμετωπίζουμε προβλήματα επισιτιστικής ασφάλειας, βλέπουμε τις επιχειρήσεις παγκοσμίως να επιδιώκουν να δημιουργήσουν πιο ανθεκτικές αλυσίδες εφοδιασμού, ενώ, παράλληλα, ο ρυθμός της ψηφιοποίησης συνεχίζει να επιταχύνεται», τόνισε η κα Teigland