Την άμεση ανάγκη εκσυγχρονισμού του νομοθετικού πλαισίου που αφορά στις διαδικασίες παλαίωσης των ελληνικών αλκοολούχων ποτών ζητούν οι φορείς της αγοράς, κάνοντας λόγο για ένα σημαντικό εμπόδιο που πλήττει δε σφόδρα την εξαγωγική δραστηριότητα ενός εξαιρετικά δυναμικού κλάδου της εγχώριας οικονομίας.
Όπως αποκάλυψε χθες ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων και Αλκοολούχων Ποτών (ΣΕΑΟΠ), Χάρης Μαυράκης, στο πλαίσιο ημερίδας για την ελληνική ποτοποιία και αποσταγματοποιία, η απαρχαιωμένη νομοθεσία που ισχύει σήμερα για την παλαίωση και η οποία έχει ρίζες... σε Βασιλικό Διάταγμα του 1917 λειτουργεί αποτρεπτικά για την πραγματοποίηση εξαγωγών ελληνικών αποσταγμάτων και αλκοολούχων ποτών.
Σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο του ΣΕΑΟΠ, Κώστα Ράπτη, η διαδικασία ελέγχου της παλαίωσης για μια ποτοποιία καθίσταται πρακτικά αδύνατη βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας, πλήττοντας το σύνολο της ανταγωνιστικότητας του κλάδου σε βάρος των εγχώριων παραγωγών. «Τα ποτά με μεγάλη προστιθέμενη αξία είναι εκείνα που συνδέονται με την παλαίωση, όμως τα παλαιωμένα προϊόντα που εξάγονται είναι ελάχιστα. Αυτό είναι μεγάλο ανταγωνιστικό μειονέκτημα για την ελληνική ποτοποιία», σχολίασε.
Τι ορίζει η νομοθεσία στην Ελλάδα
Η νομοθεσία που συνδέεται με την παλαίωση αποσταγμάτων και αλκοολούχων ποτών στην Ελλάδα ακολουθεί το παλιό γαλλικό πρότυπο που ίσχυε πριν από... 150 χρόνια, υιοθετώντας συγκεκριμένα πρωτόκολλα. Όπως ορίζει μεταξύ άλλων, όταν μια ποτοποιία διαθέτει απόσταγμα και αποφασίσει να προχωρήσει σε παλαίωση, πρέπει να κάνει αίτηση ώστε να έρθει ο χημικός να ζυγίσει το περιεχόμενο και στη συνέχεια να σφραγίσει το βαρέλι. Μάλιστα λίγο παλαιότερα, η σφραγίδα αυτή τοποθετούνταν με βουλοκέρι! Δεδομένου όμως ότι αυτό το βαρέλι έχει σφραγιστεί, δεν μπορεί η επιχείρηση να το ανοίξει όποτε επιθυμεί, ώστε να ελεγχθεί η ποιότητα του αποστάγματος. Για να αποσφραγιστεί το βαρέλι πρέπει να περάσουν 3-5 χρόνια κλπ, να κληθεί πάλι χημικός και ενώπιον του να ανοιχτεί και να ζυγιστεί εκ νέου το προϊόν. «Όταν δεν μπορείς να ελέγξεις την ποιότητα του προϊόντος που παράγεις, αυτό σε αποτρέπει από το να προχωρήσεις σε παλαίωση», εξήγησε ο κ. Ράπτης.
Τι ορίζει η νομοθεσία στο εξωτερικό
Κόντρα στο αναχρονιστικό πλαίσιο που ισχύει στην Ελλάδα, η νομοθεσία για την παλαίωση των αποσταγμάτων στο εξωτερικό έχει εκσυγχρονιστεί. Και πάλι υπάρχει βέβαια απαίτηση συγκεκριμένων ετών παλαίωσης των προϊόντων σε βαρέλια, δεν απαιτούνται ωστόσο αυστηρά πρωτόκολλα σφραγισμένων βαρελιών. Η αλλαγή της νομοθεσίας στις χώρες του εξωτερικού που παράγουν και εξάγουν αποστάγματα και αλκοολούχα ποτά ήρθε με τη θέσπιση των φορολογικών αποθηκών. Σήμερα, οι σύγχρονες ποτοποιίες στο εξωτερικό έχουν τοποθετήσει συστήματα ηλεκτρονικής παρακολούθησης στα προϊόντα που παράγουν, έχοντας διαχωρίσει πλήρως τη διαδικασία παλαίωσης στα βαρέλια που διαθέτουν.
Έρχεται πληθώρα ελέγχων ενάντια στο λαθρεμπόριο
Απευθύνοντας χαιρετισμό στην ημερίδα του ΣΕΑΟΠ, ο Διοικητής της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, Γιώργος Πιτσιλής ανέφερε ότι το εφετινό επιχειρησιακό σχέδιο της ΑΑΔΕ περιλαμβάνει πληθώρα ελέγχων στο στάδιο διάθεσης και διακίνησης προϊόντων, με στόχο την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και την αύξηση των δημοσίων εσόδων.
Σύμφωνα με τον κ. Πιτσιλή για φέτος έχουν δρομολογηθεί συνολικά 800 δειγματοληψίες, με τους ελέγχους να ξεπερνούν συνολικά τις 11.500.
«Ένα φτηνό ποτό μπορεί να είναι και επικίνδυνο και αυτό πρέπει να το εξηγήσουμε στην κοινωνία», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Η ακτινογραφία της εγχώριας ποτοποιίας
Το 2023 οι εξαγωγές της ελληνικής ποτοποιίας και αποσταγματοποιίας έσπασαν για πρώτη φορά το «φράγμα» των 100 εκατ. ευρώ.
Στον κλάδο δραστηριοποιούνται συνολικά 103.051 επιχειρήσεις, απασχολώντας 72.704 εργαζόμενους, ενώ οι εξαγωγές αντιστοιχούν στο 66,54% της ελληνικής παραγωγής, ήτοι σε 50 εκατομμύρια φιάλης. Το 72% δε της ελληνικής παραγωγής αλκοολούχων ποτών αφορά σε προϊόντα με γεωγραφική ένδειξη.
Ο κλάδος της εγχώριας ποτοποιίας και αποσταγματοποιίας εισφέρει στα δημόσια ταμεία φόρους και εισφορές ύψους 616 εκατ. ευρώ (στοιχεία 2022), με τα 350 εκατ. ευρώ να προέρχονται από τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης.
Το 2022 η παραγωγή αλκοολούχων ποτών αυξήθηκε στην Ελλάδα κατά 12,5% έναντι της αμέσως προηγούμενης χρονιάς, ενώ η κατανάλωση σημείωσε την ίδια χρονική περίοδο άνοδο 24,2%. Ως προς τα μερίδια αγοράς «βασιλιάς» στην κατανάλωση ελληνικών αλκοολούχων ποτών παραμένει το ούζο με 42,31% και ακολουθούν το τσίπουρο με 26,44%, το λικέρ με 5,14% και λοιπά αλκοολούχα ποτά με ποσοστό 26,11%.