Πωλήσεις «πακέτων» ακινήτων ετοιμάζουν οι τράπεζες, καθώς αναζωπυρώνεται το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών για αγορές ελληνικών ακινήτων.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του insider.gr, τα χαρτοφυλάκια ακινήτων που προετοιμάζονται για να βγουν στην αγορά τους προσεχείς μήνες θα απαρτίζονται από 300 έως και 1.000 ακίνητα το καθένα και θα είναι αξίας από 7 έως 50 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για ακίνητα από το απόθεμα ιδιόκτητων ακινήτων των τραπεζών τα οποία έχουν αποκτήσει τα προηγούμενα χρόνια από πλειστηριασμούς.
Σημειώνεται ότι το «στοκ» ακινήτων που είχαν οι τράπεζες μέχρι τις αρχές του 2020, δηλαδή πριν ξεσπάσει η κρίση του Covid-19, ανερχόταν σε περίπου 30.000 ακίνητα. Οι τράπεζες υπολόγιζαν ότι με τη ροή των πλειστηριασμών στη διάρκεια του 2020 και 2021 θα αποκτούσαν ακόμα τουλάχιστον 65.000 ακίνητα μέχρι τα τέλη του 2021, αφού μηνιαίως στην κάθε τράπεζα κατέληγαν επιπλέον περί τα 250 - 300 νέα ακίνητα από πλειστηριασμούς.
Τους υπολογισμούς αυτούς ανέτρεψε η κρίση του Covid -19, καθώς τα κλειστά δικαστήρια και εν συνεχεία το γενικευμένο «πάγωμα» των πλειστηριασμών δεν αύξησαν το απόθεμα ακινήτων των τραπεζών. Αυτό, ωστόσο, θα αλλάξει μετά το καλοκαίρι όταν πρακτικά η ροή των πλειστηριασμών θα ενισχυθεί. Στο πλαίσιο αυτό και εκμεταλλευόμενες το σταδιακά εντεινόμενο ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών για ελληνικά assets, οι τράπεζες προετοιμάζουν τα επόμενα «πακέτα» ακινήτων προς πώληση.
Όπως αναφέρουν στο insider.gr στελέχη εταιρειών διαχείρισης ακινήτων, μέσα στον τελευταίο μήνα και εφόσον χαλάρωσαν τα μέτρα του Covid για τις μετακινήσεις και επανήλθε η οικονομική δραστηριότητα, οι συναλλαγές από ξένους επενδυτές έχουν εικοσαπλασιαστεί. Όπως αναφέρουν, ισχυρό ενδιαφέρον για ελληνικά ακίνητα παρουσιάζεται από Ισραήλ, Πολωνία και Μ. Βρετανία.
Προκειμένου το ενδιαφέρον αυτό να εδραιωθεί και να διευρυνθεί, τα στελέχη της αγοράς διαχείρισης ακινήτων επισημαίνουν την ανάγκη της επιτάχυνσης στις μεταβιβάσεις ακινήτων. Ειδικά στις περιπτώσεις που πρέπει να γίνει και τακτοποίηση αυθαιρέτων, τότε η διαδικασία της μεταβίβασης μπορεί να διαρκέσει από ένα μήνα μέχρι και πάνω από ένα χρόνο, γεγονός αποτρεπτικό για την μαζική προσέλκυση επενδυτών.
Σημειώνεται ότι όταν οι τράπεζες αποκτούν για λογαριασμό τους ακίνητα από πλειστηριασμούς δεν χρειάζεται να τα νομιμοποιήσουν. Για να τα μεταπωλήσουν, ωστόσο, θα πρέπει να έχουν μεριμνήσει ώστε τα ακίνητα να είναι πλήρως τακτοποιημένα, διαδικασία που έχει κόστος και σε χρήμα και σε χρόνο. Για το λόγο αυτό, τράπεζες, εταιρείες διαχείρισης αλλά και διαχειριστές ακινήτων επισημαίνουν την ανάγκη τα ακίνητα να μπορούν να μεταπωληθούν και τυχόν τακτοποιήσεις να μπορούν να γίνουν στη συνέχεια από τον αγοραστή.
Ένα άλλο κρίσιμο θέμα που ζητούν οι ίδιοι οι επενδυτές είναι αυτό της διαφάνειας των συναλλαγών. Όπως αναφέρουν τα στελέχη της αγοράς, πρέπει να βελτιωθούν τα στοιχεία του Κτηματολογίου, έτσι ώστε να γίνεται πλήρης καταγραφή όλων των συναλλαγών. «Ένας επενδυτής στην Ισπανία, την Αγγλία, την Κύπρο ξέρει ακριβώς πόσο έχει πουληθεί ένα ακίνητο, καθώς υπάρχει ένα μητρώο συναλλαγών (Land Registry Data) που του παρέχει πρόσβαση σε ανωνυμοποιημένα στοιχεία για το πόσες πωλήσεις ακινήτων, πότε και σε ποιες τιμές έχουν πραγματοποιηθεί. Πρόκειται για μία σημαντική έλλειψη της ελληνικής αγοράς που πρέπει να καλυφθεί, με στόχο τη μεγαλύτερη διαφάνεια για τους επενδυτές και τη διαμόρφωση αντιπροσωπευτικών τιμών», αναφέρει χαρακτηριστικά στέλεχος εταιρείας διαχείρισης ακινήτων. Όπως αναφέρει ενδεικτικά, οι τιμές δεν μπορεί να ορίζονται με μόνο κριτήριο την περιοχή, καθώς συμβαίνει π.χ. στη Γλυφάδα και στην ίδια πολυκατοικία, διαμέρισμα στους πάνω ορόφους με θέα τη θάλασσα να πωλείται 12.000 το τετραγωνικό μέτρο και διαμέρισμα του πρώτου ορόφου που βλέπει στα γκαράζ να πωλείται στις 3.000 ευρώ το τ.μ.
«Ενόψει των bulk πωλήσεων ακινήτων που θα ενταθούν με τις νέες τιτλοποιήσεις κόκκινων δανείων, η διαφάνεια είναι το νούμερο 1 για τους επενδυτές. Τώρα, οι τιμές πώλησης των ακινήτων των τραπεζών διαμορφώνονται με βάση τις τιμές των μεσιτών, προσαρμοσμένες προς τα κάτω. Αυτό όμως δεν συνιστά συγκριτικό στοιχείο αποδεδειγμένης πώλησης και καταλήγει να αλλοιώνει τις πραγματικές τιμές στην αγορά», αναφέρει το στέλεχος της αγοράς.