Σε επί τα βελτίω αναθεώρηση των εκτιμήσεών της για την αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας για φέτος προχώρησε η HSBC, και πιο συγκεκριμένα στο 2,2% έναντι 2% που εκτιμούσε προηγουμένως, ενώ για το 2024 διατηρεί μια πιο συντηρητική θέση, εκτιμώντας πως η ανάπτυξη θα διαμορφωθεί στο 1,3% (σταθερή εκτίμηση) και στο 1,5% το 2025.
Παράλληλα, ο βρετανικός οίκος βλέπει περαιτέρω αποκλιμάκωση του πληθωρισμού από το 4,1% φέτος στο 2,5% το 2024 και στο 2% το 2025, ενώ ως προς τον δείκτη δημοσίου χρέους εκτιμά πως από το υψηλό του 206,3% το 2020 θα υποχωρήσει στο 160,9% φέτος, στο 151,7% το 2024 και στο 143,2% το 2025.
Σύμφωνα με τον ανώτερο οικονομολόγο της HSBC για την Ευρώπη Fabio Balboni, ενώ οι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας κατευθύνονται χαμηλότερα για ένα μεγάλο μέρος της Ευρώπης, ο ρυθμός αύξησης του εγχώριου ΑΕΠ επιταχύνθηκε στο δεύτερο τρίμηνο του 2023 (από 2,1% σε ετήσια βάση στο 2,7%), με βασικό «μοχλό» την κατανάλωση. Οι δείκτες PMI παραμένουν αρκετά υψηλότερα από το όριο των 50 μονάδων και ο δείκτης οικονομικού κλίματος της ΕΕ ενισχύθηκε σε υψηλό 17 μηνών τον Αύγουστο. Ο τουρισμός βρίσκεται επίσης σε υψηλότερα επίπεδα από τα προ της πανδημίας και όπως αναφέρει η HSBC, αν και μπορεί να υπάρχει ένα μικρότερο περιθώριο αναπτυξιακής δυναμικής σε περιόδους αιχμής, η τουριστική περίοδος επιμηκύνεται, γεγονός που μπορεί να αυξήσει τη μελλοντική δραστηριότητα στο πρώτο και στο τέταρτο τρίμηνο. Παράλληλα, η αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, από το οποίο η Ελλάδα έχει αντλήσει 30 δισ. ευρώ (18% του ΑΕΠ), επιταχύνεται, ιδίως για τα δάνεια που χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση ιδιωτικών και όχι δημόσιων επενδύσεων.
Η Ελλάδα θα λάβει επίσης περίπου 40 δισ. ευρώ (περίπου 20% του ΑΕΠ) από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό την περίοδο 2020 - 2027. Η ισχυρή ανάπτυξη, σε συνδυασμό με τις υψηλές τιμές ενέργειας, αύξησαν το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κοντά στο 10% του ΑΕΠ πέρυσι, αλλά υπήρξε μια αποκλιμάκωση κατά 4 δισ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2023, ενώ τα πάντα υψηλά επίπεδα άμεσων ξένων επενδύσεων προσφέρουν μια πιο σταθερή πηγή χρηματοδότησης από το παρελθόν.
Σύμφωνα με την HSBC, ο αντίκτυπος των υψηλότερων επιτοκίων στην οικονομία ήταν μέχρι στιγμής σχετικά περιορισμένος. Σε ό,τι αφορά τον ιδιωτικό τομέα, παρόλο που η πιστωτική επέκταση έχει επιβραδυνθεί, τα επιτόκια εξακολουθούν να μη βρίσκονται σε ιστορικά υψηλά για τις ελληνικές επιχειρήσεις (το ασφάλιστρο κινδύνου έχει υποχωρήσει σε σύγκριση με τα χρόνια της κρίσης) και κατάφεραν επίσης να αντλήσουν υψηλά ταμειακά διαθέσιμα. Οι δημόσιες επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από το σκέλος των επιχορηγήσεων στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθετικότητας (RRF) δεν επηρεάζονται από τις μεταβολές των επιτοκίων, ενώ το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο των δανειακών συμβάσεων RRF που έχουν υπογραφεί μέχρι στιγμής είναι μόλις στο 1,1%, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος. «Εν τω μεταξύ, οι εξελίξεις στην αγορά εργασίας παραμένουν θετικές, με την ανεργία να υποχωρεί και την απασχόληση να αυξάνεται, αν και με πιο επιβραδυνόμενο ρυθμό», όπως αναφέρει ο Balboni.
Ο οίκος υπενθυμίζει τις τελευταίες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από DBRS και Moody's, επισημαίνοντας πως μια αναβάθμιση - ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τη Standard & Poor's (20 Οκτωβρίου) ή τη Fitch (1 Δεκεμβρίου), που είναι και οι δύο μόλις μία βαθμίδα χαμηλότερα από την επενδυτική (και στην περίπτωση της S&P, με θετικές προοπτικές) θα μπορούσε να σημαίνει την ένταξη της Ελλάδας στους διεθνείς δείκτες ομολόγων που θα συμβάλει στη διεύρυνση της βάσης των επενδυτών. Με ένα πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα, περίπου 38 δισ. ευρώ ταμειακά διαθέσιμα (18% του ΑΕΠ), το δείκτη δημόσιου χρέους να μειώνεται και την κυβέρνηση να εξακολουθεί να εστιάζει σε ένα μεταρρυθμιστικό πλέγμα, ορισμένοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και επενδυτές έχουν δηλώσει ότι δεν είναι απίθανη να καταγραφεί μια παρόμοια πορεία με την Πορτογαλία όσον αφορά τα spreads των ελληνικών τίτλων.
Επιπλέον, η πιστωτική επέκταση έχει επιβραδυνθεί σημαντικά μέχρι στιγμής για φέτος. Ωστόσο, λόγω της πολύ χαμηλής μετακύλισης των υψηλότερων επιτοκίων στις καταθέσεις, οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να καταγράφουν ισχυρά καθαρά έσοδα από τόκους. Βέβαια, η κεντρική τράπεζα έχει εκφράσει ορισμένες ανησυχίες ότι τα καθαρά έσοδα από τόκους θα μειωθούν, καθώς τα επιτόκια κορυφώνονται και ελλείψει επαρκούς αύξησης των δανείων, κάτι που θα μπορούσε να αποτελέσει μια «πηγή» ανησυχίας, ιδίως καθώς τα υπόλοιπα της χρηματοδότησης των «γραμμών» TLTROs λήγουν μέχρι τα τέλη του 2024.
Οι αναλυτές στρατηγικής για τις αναδυόμενες αγορές επισημαίνουν επίσης πως η Ελλάδα είναι η μεγαλύτερη αποδέκτης ευρωπαϊκής χρηματοδότησης στο πλαίσιο του RRF σε σχέση με το ΑΕΠ. Κατά την άποψή τους, αυτό καθιστά την Ελλάδα ένα από τα πιο βιώσιμα διαθρωτικά αναπτυξιακά «stories» μεταξύ των αναδυόμενων αγορών - οικονομιών.
Ταυτόχρονα, τα επίπεδα αποτιμήσεων των ελληνικών μετοχών είναι άκρως ελκυστικά, με τις τράπεζες να παραμένουν στο επίκεντρο του εγχώριου επενδυτικού «story». Λόγω της πολύ χαμηλής μετακύλισης των υψηλότερων επιτοκίων στις καταθέσεις, ένας ακόμη γύρος αναβαθμίσεων των καθαρών εσόδων από τόκους από τις τράπεζες φαίνεται πιθανός με τους δείκτες αποτίμησης αυτών να παραμένουν ελκυστικοί σε σύγκριση με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές τράπεζες.