Η παγκόσμια χρηματοδότηση της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή παρουσιάζει μια μεγάλη «τρύπα» η οποία αφήνει ακάλυπτο το 81% των χρηματοδοτικών αναγκών στο περίφημο σκέλος του «adaptation». Οι μεγάλοι οργανισμοί και τα ιδρύματα συμφωνούν στο ότι τα κεφάλαια που απαιτούνται είναι σαφώς πολλαπλάσια εκείνων που διατίθενται σήμερα καθώς οι παγκόσμιες ροές συναντούν εμπόδια που φράσσουν το δρόμο προς μια οικονομία μηδενικών εκπομπών. Όπως ανέφεραν εκπρόσωποι οργανισμών στο workshop που διοργάνωσε η Τράπεζα της Ελλάδος, σε συνεργασία με το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας και το Πράσινο Ταμείο, με θέμα «Χρηματοδότηση για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή: πλαίσια, εργαλεία και μελέτες περιπτώσεων» (“Financing climate change adaptation: frameworks, instruments and case studies”), οι ετήσιες χρηματοδοτικές ροές υπολείπονται κατά πολύ εκείνων που θεωρούνται απαραίτητες για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή.
Ο κ. Sean Carmody από το Δίκτυο Κεντρικών Τραπεζών και Εποπτικών Αρχών για ένα Πράσινο Χρηματοοικονομικό Σύστημα – NGFS (στο οποίο συμμετέχει και η Τράπεζα της Ελλάδος από το 2019 και έχει ως στόχο μέσω της συνεργασίας κεντρικών τραπεζών και εποπτικών αρχών να ενισχύσει την παγκόσμια προσπάθεια για την επίτευξη των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού) σημείωσε ότι υπάρχει ένα μεγάλο κενό στη χρηματοδότηση της προσαρμογής το οποίο οφείλεται στην κλιματική αβεβαιότητα, τις προκλήσεις που θέτει η ποσοτικοποίηση/μέτρηση της προσαρμογής και στον τρόπο που προσεγγίζεται το θέμα. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέθεσε, το 81% των χρηματοδοτικών αναγκών για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή δεν καλύπτεται αυτή τη στιγμή. Είναι ενδεικτικό ότι οι ετήσιες χρηματοδοτικές ροές για την προσαρμογή υπολογίζονται σε 46 δις. δολάρια κατά την περίοδο 2019-2020, ποσό που υπολείπεται κατά πολύ των κεφαλαίων που απαιτούνται, ειδικά εάν αναλογιστεί κανείς ότι το μέσο ετήσιο κόστος προσαρμογής μέχρι το 2030 για τις αναπτυσσόμενες χώρες υπολογίζεται σε 301 δις. ευρώ. Η ανάγκη για κατεύθυνση των κεφαλαίων προς την προσαρμογή γίνεται όλο και πιο επιτακτική και επείγουσα λόγω της ταχύτητας με την οποία εξελίσσεται η κλιματική αλλαγή.
Οι παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατέγραψαν ρεκόρ το 2023 (57,1 GtCO₂e), δηλαδή αύξηση κατά 1,3% σε σχέση με το 2022. Οι δυνατότητες μείωσης των εκπομπών για το 2030 και το 2035 είναι σημαντικές αλλά δεν υπάρχει χρόνος και απαιτείται να ξεπεραστούν οι προκλήσεις και μαζικά να δοθεί ώθηση στις πολιτικές, την υποστήριξη και τη χρηματοδότηση της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, όπως επισημάνθηκε. Στο πλαίσιο αυτό ο κ. Gary Power από την πρωτοβουλία του ΟΗΕ για το Περιβάλλον (United Nations Environment Programme Finance Initiative), επανέλαβε ότι το κενό στη χρηματοδότηση είναι μεγάλο. Η πρόοδος στην προσαρμογή είναι αργή και γεμάτη προβλήματα και ως εκ τούτου τα κράτη θα πρέπει να εφαρμόσουν πιο φιλόδοξες πολιτικές για να προετοιμαστούν για τον αυξανόμενο κλιματικό κίνδυνο. Περίπου τα δύο τρίτα του εκτιμώμενου κόστους που απαιτείται για την προσαρμογή εντοπίζονται σε τομείς οι οποίοι τυπικά χρηματοδοτούνται από το δημόσιο τομέα μέσω εθνικών ή διεθνών πόρων επειδή έχουν χαρακτηριστικά κοινής ωφέλειας ή αφορούν σε μη εμπορεύσιμους τομείς. Το υπόλοιπο ένα τρίτο των χρηματοδοτικών αναγκών εντοπίζεται σε τομείς που έχουν τις προϋποθέσεις για ιδιωτική χρηματοδότηση όπως είναι η εμπορική γεωργία, το νερό και οι υποδομές.
Η ετήσια έκθεση του Περιβαλλοντικού Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών (United Nations Environment Programme – UNEP) για το 2023 τονίζει ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες για την προσαρμογή υπολογίζονται σε 215-387 δις δολάρια ετησίως αλλά καταγράφεται σημαντικό έλλειμμα στις ροές χρηματοδότησης μέχρι σήμερα. Ο κ. Power επεσήμανε ότι απαιτείται αύξηση των κεφαλαίων για την προσαρμογή αλλά ταυτόχρονα και μια πιο στρατηγική προσέγγιση στις επενδύσεις η οποία θα μετατοπίζεται από λύσεις προσαρμογής που βασίζονται σε αντιδραστικές λύσεις σε λύσεις που βασίζονται στην πρόβλεψη. Οι περιορισμοί που παρατηρούνται στη χρηματοδότηση της προσαρμογής και ανθεκτικότητας αφορούν στην αβεβαιότητα ως προς τον τρόπο που εντοπίζονται και αξιολογούνται οι ευκαιρίες, στην αβεβαιότητα για το πώς διακρίνονται και αξιολογούνται οι φυσικοί κλιματικοί κίνδυνοι, στην αντίληψη ότι είναι χαμηλότερες οι αποδόσεις των οικονομικών που συνδέονται με την προσαρμογή και την ανθεκτικότητα, στις ασυνεπείς ή ασαφείς οδούς πρόσβασης στη δημόσια χρηματοδότηση και στην ατελή ή ασυνεπής διαθεσιμότητα στοιχείων.
Ο κ. Sean Kidney, CEO στο Climate Bonds Initiative επεσήμανε ότι στενεύουν σημαντικά τα περιθώρια για να εξασφαλίσουμε ένα βιώσιμο και αειφόρο μέλλον για όλους. Πιο συγκεκριμένα, σημείωσε ότι το 40% του πληθυσμού (3,6 δις) ζει σε ένα εξαιρετικά ευάλωτο πλαίσιο ενώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι ακραίες καιρικές και κλιματολογικές συνθήκες προκάλεσαν οικονομικές απώλειες περιουσιακών στοιχείων που φθάνουν τα 738 δις δολάρια κατά την περίοδο 1980-2023. Οι παγκόσμιες γεωργικές αποδόσεις θα μπορούσαν να μειωθούν κατά 30% μέχρι το 2050 και παρ’ όλα αυτά οι επενδύσεις στην προσαρμογή παραμένουν στάσιμες. Το χρηματοδοτικό κενό είναι μεγάλο καθώς οι ανάγκες για διεθνείς ροές για την προσαρμογή είναι 10-18 φορές μεγαλύτερες από αυτές που καλύπτονται σήμερα ενώ απαιτείται η δημόσια χρηματοδότηση να συμπληρώνεται και από ιδιωτικές επενδύσεις.
Αξίζει να σημειωθεί ότι πέρυσι το Σεπτέμβριο, ο οργανισμός δημοσίευσε τη μεθοδολογία για την Ταξινομία του τομέα (Climate bonds resilience taxonomy methodology) η οποία αφορά τομείς όπως τα αγροδιατροφικά συστήματα, τις πόλεις, τα συστήματα υγείας, τη βιομηχανία και το εμπόριο, τα φυσικά συστήματα, τις υποδομές και τα κοινωνικά συστήματα. Τα επιλέξιμα κριτήρια για επενδύσεις εστιάζουν στη συμβολή στην ανθεκτικότητα όπως για παράδειγμα διάδρομοι διαφυγής σε περίπτωση μεγάλων πυρκαγιών, η δημιουργία θαλάσσιων προστατευόμενων περιοχών, η δημιουργία χώρων πρασίνου αλλά και οι πράσινες στέγες και η διαχείριση νερού στον αστικό ιστό.
Ως προς τις οντότητες που εκδίδουν ομόλογα, η μερίδα του λέοντος ανήκει σε μη χρηματοοικονομικούς οργανισμούς (34%), ενώ ακολουθούν τα κρατικά ομόλογα (24%), οι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί (18%) και οι οντότητες που υποστηρίζονται από το κράτος (16%).