Δίχως καμιά αμφιβολία, η πανδημία έχει επανέλθει για τα καλά στο προσκήνιο, με το Νοέμβριο να προμηνύεται κρίσιμος και σταθμιστικός. Τα βεβαρημένα επιδημιολογικά δεδομένα των τελευταίων ημερών, δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας αλλά ούτε και αδράνειας. Με τα κρούσματα κορονοϊού να φτάνουν πλέον τα 7.000 ημερησίως, τους διασωληνωμένους ασθενείς σταθερά πάνω από τετρακόσιους και το δείκτη θετικότητας να παρουσιάζει αυξητικές τάσεις, είναι εμφανές πως πρέπει να ληφθούν περαιτέρω μέτρα πολιτικής, προκειμένου να διαφυλαχθεί η ομαλή λειτουργία της κοινωνίας και της οικονομίας.
Τα νέα μέτρα που ανακοινώθηκαν από την πολιτεία, εκλαμβάνονται περισσότερο ως ημίμετρα, παρά ως δραστικές λύσεις αντιμετώπισης της παρούσας επιδημιολογικής κατάστασης. Αντί να επεκταθούν οι υποχρεωτικοί εμβολιασμοί σε κρίσιμες κοινωνικές ομάδες και επαγγελματικές κατηγορίες όπως στα σώματα ασφαλείας, το στρατό, την εστίαση και τους δημοσίους υπαλλήλους, επεκτάθηκε ο αριθμός των εβδομαδιαίων rapid test για τους ανεμβολίαστους εργαζόμενους. Επιπλέον, η πρωτοβουλία να αποστέλλονται ενημερωτικά SMS σε όσους πολίτες δεν έχουν ακόμα εμβολιαστεί, μπορεί να χαρακτηριστεί στην καλύτερη περίπτωση, ήπια και ανεπαρκής, με τον καθηγητή Ηλία Μόσιαλο να προειδοποιεί ότι ενδέχεται να φέρει το αντίθετο αποτέλεσμα.
Παράλληλα, αίσθηση προκαλεί η απόφαση να εξαιρεθεί (μαζί με τα φαρμακεία και τα σούπερ μάρκετ) η εκκλησία, από τους χώρους που απαιτείται πρόσβαση με πιστοποιητικό εμβολιασμού ή αρνητικό rapid test. Τίθεται καθ’ αυτόν τον τρόπο το ερώτημα κατά πόσον η κυβέρνηση θεωρεί τον εκκλησιασμό εξίσου σημαντική δραστηριότητα με την αγορά ειδών πρώτης ανάγκης, τη στιγμή μάλιστα που οι ιερείς είναι σε πολύ μεγάλο ποσοστό ανεμβολίαστοι και αρκετοί εξ’ αυτών κατά των εμβολίων. Με τους εμβολιασμούς να προχωρούν με βήμα σημειωτόν, τους ελέγχους εφαρμογής των μέτρων να χαρακτηρίζονται από ανεπάρκεια και εγκατάλειψη και τα κρούσματα να αυξάνονται εκθετικά, είναι εμφανές πως η πολιτεία αδρανεί και αδυνατεί να βρει δραστικές λύσεις.
Σε αντιδιαστολή με την ατολμία της ελληνικής πολιτείας, η κυβέρνηση του Μάριο Ντράγκι στην Ιταλία, επιδεικνύοντας ισχυρή πολιτική βούληση και ταχύτητα, ανέτρεψε προς το καλύτερο τα επιδημιολογικά δεδομένα της γειτονικής χώρας. Δίχως να υπολογίζει το ενδεχόμενο πολιτικό κόστος και με το ποσοστό εμβολιασμών ήδη στο 80%, κατέστησε υποχρεωτικό το Green Pass (πιστοποιητικό εμβολιασμού) σε όλους τους χώρους εργασίας, δηλαδή για όλους του υπαλλήλους ιδιωτικού και δημοσίου τομέα, καθώς και στις περισσότερες κοινωνικές δραστηριότητες. Κατά συνέπεια, έθεσε επί της ουσίας σε αναστολή τις καθημερινές δράσεις των ανεμβολίαστων πολιτών, κάνοντας ένα αποφασιστικό βήμα προς την επίτευξη καθολικού εμβολιασμού. Καθοριστική παράμετρος, φυσικά, η στήριξη της πρωτοβουλίας Ντράγκι από ολόκληρο το «δημοκρατικό τόξο» της Ιταλίας, τα συνδικάτα, τους κοινωνικούς φορείς και τους μεγάλους δήμους.
Η έξοδος από την πανδημία και η επιστροφή στην οικονομική και κοινωνική κανονικότητα, απαιτούν ακλόνητη πολιτική βούληση, ανθεκτικότητα, ταχύτητα και ενημέρωση των πολιτών με σύγχρονα και καινοτόμα επικοινωνιακά εργαλεία. Κυρίως όμως, απαιτείται συναίνεση και συνεργασία μεταξύ πολιτικών κομμάτων, ακαδημαϊκής κοινότητας, αντιπροσωπευτικών κοινωνικών θεσμών και φορέων. Το «μοντέλο Ντράγκι», μπορεί και πρέπει να λειτουργήσει ως πυξίδα αντιμετώπισης της πανδημίας και να αποτελέσει καταλύτη για την υιοθέτηση αφενός μεν συνεργειών μεταξύ πολιτικής ηγεσίας και επιστημονικής κοινότητας, αφετέρου για μια ισχυρή κουλτούρα συναίνεσης, που δυστυχώς εκλείπει από τον πολιτικό μας βίο.