Το ευρωπαϊκό εμπάργκο στα ρωσικά προϊόντα διύλισης τίθεται σε ισχύ από τις 5 Φεβρουαρίου και μαζί με αυτό οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμφώνησαν να ορίσουν ανώτατα όρια τιμών στα ρωσικά πετρελαϊκά προϊόντα τα οποία σύμφωνα με τους διπλωμάτες της ΕΕ τίθενται στα 100 δολάρια ανά βαρέλι για προϊόντα που διαπραγματεύονται με υψηλότερη τιμή έναντι του αργού, κυρίως το ντίζελ, και 45 δολάρια το βαρέλι για προϊόντα που διαπραγματεύονται με έκπτωση, όπως το μαζούτ και η νάφθα.
Τα ανώτατα όρια τιμών μαζί με την απαγόρευση της ΕΕ στις εισαγωγές ρωσικών προϊόντων πετρελαίου θα τεθούν σε ισχύ από την Κυριακή και αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης συμφωνίας μεταξύ των χωρών της Ομάδας των Επτά (G7). Αποτελούν τη συνέχεια σχετικής απόφασης που έλαβαν οι χώρες της G7 στις 5 Δεκεμβρίου για ανώτατο όριο το οποίο ορίστηκε στα 60 δολάρια ανά βαρέλι για το ρωσικό αργό και συνιστούν τη βασική στρατηγική που έχουν επιστρατεύσει η G7, η ΕΕ και η Αυστραλία προκειμένου να περιορίσουν την ικανότητα της Μόσχας να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Και τα δύο ανώτατα όρια απαγορεύουν τις δυτικές ασφαλιστικές, ναυτιλιακές και άλλες εταιρείες να χρηματοδοτούν, να ασφαλίζουν, να εμπορεύονται, να διαμεσολαβούν ή να μεταφέρουν φορτία ρωσικού αργού και προϊόντων πετρελαίου, εκτός εάν αγοράστηκαν με ή κάτω από τα καθορισμένα ανώτατα όρια τιμών.
Η επόμενη μέρα
Η ΕΕ και οι εθνικές κυβερνήσεις έχουν στραμμένο το ενδιαφέρον τους στην επόμενη ημέρα, στο πως θα αποκωδικοποιήσει η αγορά τη νέα δέσμη μέτρων αλλά και στο ποια θα είναι η αντίδραση της Ρωσίας.
Διεθνείς αναλυτές θεωρούν ότι το εμπάργκο της ΕΕ στα ρωσικά πετρελαϊκά προϊόντα θα είναι και πιο περίπλοκο και πιο ενοχλητικό από αυτό που έχει προηγηθεί με πολλούς να εκφράζουν ανοιχτά τις ανησυχίες τους για περαιτέρω διαταραχές του εφοδιασμού και άνοδο των τιμών σε περίπτωση που τελικά τα ευρωπαϊκά κράτη κληθούν να καλύψουν το κενό εφοδιασμού από άλλες, πιο μακρινές αγορές.
Σύμφωνα με δηλώσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων, τα κράτη-μέλη έχουν καταφέρει να συσσωρεύσουν επαρκή αποθέματα τους προηγούμενους μήνες, κάτι που ίσως να αμβλύνει τις όποιες επιπτώσεις βραχυπρόθεσμα. Όμως, σε βάθος χρόνου καθώς οι ποσότητες θα εξαντλούνται και υπό την προϋπόθεση ότι η ζήτηση θα εξακολουθεί να κινείται σε ικανοποιητικά επίπεδα, τα ευρωπαϊκά κράτη ίσως να μην είναι σε θέση να εισάγουν καύσιμο σε προσιτές τιμές.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, πάντως, έχει ήδη μειώσει τις εισαγωγές ρωσικού ντίζελ από σε 27% σήμερα, καλύπτοντας πλέον τις ανάγκες τις με εισαγωγές από άλλες αγορές όπως είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Μέση Ανατολή και η Ασία. Όμως, όπως εκτιμούν διεθνείς παράγοντες της αγοράς ακόμη και εάν τα ευρωπαϊκά κράτη αγοράζουν από π.χ τη Σαουδική Αραβία, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αγοράζουν ρωσικό διυλισμένο προϊόν το οποίο έχει υποστεί επεξεργασία στα τοπικά διυλιστήρια και έχει προωθηθεί στην ευρωπαϊκή αγορά, με αυξημένο φυσικά μεταφορικό κόστος.
Ποιες θα είναι οι επιπτώσεις για την Ελλάδα
Μια αυξημένη τιμή για το διυλισμένο προϊόν, τη βενζίνη ή το diesel κίνησης θα έπληττε άμεσα καταναλωτές και επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Αυτή τη στιγμή και χωρίς να έχει τεθεί ακόμη σε εφαρμογή το νέο πακέτο μέτρων κατά των ρωσικών εισαγωγών, η τιμή της βενζίνης πλησιάζει τα 2 ευρώ ενώ του diesel κίνησης καταγράφει μικρή πτώση σε σχέση με την προηγούμενη εβδομάδα. Τα τελευταία στοιχεία του υπουργείου Ανάπτυξης μαρτυρούν ότι η μέση πανελλαδική τιμή της απλής αμόλυβδης διαμορφώνεται στα 1,918 ευρώ το λίτρο, του diesel κίνησης στα 1,810 ευρώ και του πετρελαίου θέρμανσης στα 1,279 ευρώ. Σε πολλά νησιά στις Κυκλάδες, τα Δωδεκάνησα και τα Επτάνησα η μέση τιμή έχει ξεπεράσει τα 2 ευρώ ενώ πηγές της ελληνικής αγοράς προσβλέπουν σε μια μικρή πτώση τις επόμενες ημέρες λόγω της βουτιάς που κατέγραψε το Brent, το οποίο την Παρασκευή έπεσε κάτω από τα 80 δολάρια.
Οι τιμές του πετρελαίου μπορεί να δέχονται πίεση από τις ειδήσεις για αύξηση των αποθεμάτων την προηγούμενη εβδομάδα κατά 4,1 εκατ. βαρέλια, αλλά το επικείμενο εμπάργκο της ΕΕ στα ρωσικά πετρελαϊκά προϊόντα θα μπορούσε να το αλλάξει αυτό, ειδικά αν η μετάβαση σε νέους προμηθευτές γίνει «άτακτα». Και αυτό γιατί ο ντίζελ, όπως και το αργό πετρέλαιο είναι προϊόντα που πωλούνται παγκοσμίως και η Ευρώπη θα μπορούσε να αναζητήσει νέες πηγές, όπως οι ΗΠΑ, η Ινδία ή χώρες της Μέσης Ανατολής.
Εάν αυτό γίνει ομαλά, ο αντίκτυπος στις τιμές μπορεί να είναι προσωρινός και μέτριος. Αν όμως, υπεισέλθουν άλλοι παράγοντες όπως είναι υψηλά μεταφορικά, νέα καπέλα στις τιμές ή στενότητα στην αγορά λόγω υψηλής ζήτησης και χαμηλών αποθεμάτων, τότε οι τιμές θα μπορούσαν να εκτοξευθούν.
Η ζήτηση για diesel στην Ελλάδα έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια αλλά οι τιμές έχουν ήδη εκτιναχθεί από την έναρξη του πολέμου στις 24 Φεβρουαρίου του 2022 και θα μπορούσαν να αυξηθούν ξανά για ένα καύσιμο το οποίο κινεί την παγκόσμια οικονομία. Τα περισσότερα πράγματα που καταναλώνουμε, τα τρόφιμα, τα φορτηγά, μέσα μεταφοράς κινούνται με diesel. Το ίδιο ισχύει και για τη βιομηχανική και αγροτική παραγωγή που βασίζονται για αρκετές δραστηριότητές τους στο diesel. Ως εκ τούτου, μια αύξηση στις τιμές θα μπορούσε να πλήξει όλους αυτούς τους τομείς, να ασκήσει πληθωριστικές πιέσεις και να πλήξει την οικονομική ανάπτυξη και την ποιότητα ζωής των Ελλήνων.