Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια ραγδαία αύξηση στις αιτήσεις καταχώρισης εμπορικών σημάτων (δείτε εδώ για τα επίσημα στοιχεία). Παράλληλα, οι μεγαλύτερες εταιρείες δαπανούν σταθερά εκατομμύρια για την οικοδόμηση και τη διαφύλαξη των εμπορικών σημάτων τους. Όλα αυτά δεν συμβαίνουν, βέβαια, χωρίς λόγο.
Ένα καλό προϊόν ή υπηρεσία, τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από την ισχύ του εμπορικού σήματος που τα συνοδεύει. Πρόκειται για μία διαδικασία αμοιβαία επωφελή και «εμπορικά οικολογική»: το καλό προϊόν χτίζει το σήμα, το οποίο σήμα στη συνέχεια δίνει ήδη μία ώθηση “from day one” σε κάθε νέο προϊόν˙ παράλληλα εάν και το νέο προϊόν επιβεβαιώσει τη φήμη του σήματος και είναι καλό, θα προσθέσει κύρος στο σήμα το οποίο στη συνέχεια θα υποστηρίξει με ακόμα περισσότερη ένταση τα νέα προϊόντα. Μπορούμε όλο αυτό τον μηχανισμό να το παρομοιάσουμε με ένα κλειστό κύκλωμα με μηδενικές «τριβές», μηδενικές απώλειες και μεγιστοποίηση των ωφελειών. Σκεφτείτε, όμως, τι θα συμβεί εάν τρίτος κατοχυρώσει συγκεκριμένη ένδειξη η οποία επιτίθεται στα προϊόντα σας, πριν το κάνετε εσείς. Οι όποιοι κόποι και καλές εντυπώσεις θα έχουν ευνοήσει, τελικά, κάποιον άλλο.
Για μια πληθώρα λόγων, η καταχώριση σήματος καταλήγει ως μια άκρως επωφελής για την επιχείρηση κίνηση. Έχοντας βέβαια πει αυτό, η χωρίς προηγούμενο κατάλληλο νομικό έλεγχο κατάθεση δήλωσης σήματος, μπορεί να προκαλέσει μια σειρά από προβλήματα, αντί, στην πραγματικότητα, να μας διευκολύνει.
Το παράδειγμα μιας πρόσφατης απόφασης του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (European Union Intellectual Property Office – EUIPO) επί ανακοπής για την καταχώριση εμπορικού σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναδεικνύει τους λόγους για τους οποίους, ήδη κατά τη διαμόρφωση της ένδειξης και πριν καν τη χρήση και την έκθεσή της στις συναλλαγές, είναι αναγκαία η λήψη συμβουλής από επαγγελματία εξειδικευμένο στο δίκαιο των εμπορικών σημάτων. Διαφορετικά, το ενδεχόμενο αστικής αλλά και ποινικής φύσεως συνεπειών, παραμένει ανοιχτό. Εκτός αυτών, δικαστική διάταξη η οποία επιβάλλει την ανάκληση π.χ. των σηματοδοτούμενων προϊόντων αποτελεί μια πολύ συχνή περίπτωση στη δικαστηριακή πρακτική.
Τι, όμως, απαγορεύεται;
Με απλά λόγια, εάν επιθυμούμε να κυκλοφορήσουμε ένα προϊόν υπό μια ένδειξη, θα πρέπει να επιδεικνύουμε ιδιαίτερη προσοχή όχι μόνο στο ενδεχόμενο το καταναλωτικό κοινό (τουλάχιστον μη ασήμαντο μέρος του, όπως απαιτεί η νομολογία – ως νομολογία εννοούμε τις αποφάσεις των δικαστηρίων) να θεωρήσει ότι τα διακρινόμενα αγαθά προέρχονται από μια άλλη επιχείρηση με την ένδειξη της οποίας θα ομοιάζει η ένδειξή μας (κίνδυνος σύγχυσης – likelihood of confusion), αλλά ακόμα και στο ενδεχόμενο να θεωρηθεί ότι οι ενδείξεις ανήκουν μεν σε διαφορετικές επιχειρήσεις, πλην όμως οι οποίες τελούν υπό ορισμένο σύνδεσμο (π.χ. οργανωτικό ή οικονομικό – κίνδυνος συσχέτισης).
Στην τελευταία αυτή περίπτωση, λοιπόν, κάνουμε λόγο για κίνδυνο συσχέτισης (likelihood of association), μια – για να γίνει πιο εύκολα κατανοητό – υποκατηγορία του κινδύνου σύγχυσης. Η νομοθεσία περί του εμπορικού σήματος προστατεύει τον προγενέστερο δικαιούχο και από αυτό το ενδεχόμενο. Η κατηγορία αυτή διευρύνει σημαντικά τις περιπτώσεις οι οποίες απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή κατά τον χειρισμό τους, αφού αρκείται στην απλή «συσχέτιση».
Η απόφαση BUFF v. VOV & VUF
Στην υπόθεση B 3 140 536, Τμήμα Ανακοπών του EUIPO κλήθηκε να κρίνει εάν μεταξύ των ακόλουθων ενδείξεων συνέτρεχε κίνδυνος σύγχυσης/κίνδυνος συσχέτισης:
Το Τμήμα λοιπόν έκρινε ότι το γεγονός ότι ορισμένο κοινό της Ε.Ε. (Ισπανία) θα προφέρει με τον ίδιο τρόπο τις λέξεις BUFF (προγενέστερο εμπορικό σήμα) και VUF (από τη συνολική ένδειξη VOF & VUF), υφίσταται ο κίνδυνος, όταν προφέρουν τη μεταγενέστερη ένδειξη, να θεωρηθεί ότι πρόκειται για ένα νέο εμπορικό σήμα, υπό τη σκεπή του οποίου συνεργάζεται η σηματούχος του BUFF και το brand VOV υπό το brandname VOV & VUF. Κομβικό ρόλο στην αποδοχή της ανακοπής – και στην απόρριψη της ένδειξης VOV & VUF – διαδραμάτισε η επιλογή της επίδοξης σηματούχου να εντάξει το σύμβολο “&” (ampersand) στην ένδειξή της. Σύμφωνα με την απόφαση:
"With regards to the ampersand symbol, which acts as a connecting word, it must be taken into consideration that it is commonly used in trade to refer to a commercial association or joint venture, namely, toa commercial enterprise undertaken jointly by two or more parties which otherwise retain their distinct identities (and trade marks). In this context, the contested mark may very well be interpreted as an association between two originally independent signs (trade marks), ‘VOV’ and VUF’. Under these circumstances, since the earlier mark ‘BUFF’ and the element ‘VUF’ will be pronounced identically by the public under assessment, the Opposition Division considers that it cannot be excluded that the public will confuse the signs, especially from an aural perspective, considering that they have an economically linked origin”.
Συμπεράσματα
Η συγκεκριμένη απόφαση, η οποία εκδόθηκε προ λίγων μόλις ημερών (30.9.2022), μας υπενθυμίζει ότι το εμπορικό σήμα μιας επιχείρησης δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένα απλό και ήσσονος σημασίας ζήτημα. Στην εν λόγω περίπτωση, αρκούσε η εσφαλμένη επιλογή ενός συμβόλου (&) για τη διάγνωση κινδύνου συσχέτισης και άρα την απόρριψη της δήλωσης κατάθεσης σήματος. Υπάρχουν λοιπόν κίνδυνοι οι οποίοι μπορούν και πρέπει, εφόσον εντοπιστούν, να προληφθούν. Εάν είχε προηγηθεί ο ενδεδειγμένος νομικός προέλεγχος, θα είχε εντοπιστεί το προγενέστερο εμπορικό σήμα και θα είχαν υποδειχθεί οι κατάλληλοι τρόποι, οι οποίοι, σύμφωνα με τη νομολογία, θα διαφοροποιούσαν επαρκώς τη μεταγενέστερη ένδειξη.
Οφείλουμε, όμως, να τονίσουμε και κάτι άλλο: η επίδοξη σηματούχος, μέσα στην ατυχία της, στάθηκε και τυχερή. Τούτο διότι πλέον γνωρίζει (έμαθε, τελικά, «με το δύσκολο τρόπο») ότι δεν θα μπορεί να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές τη συγκεκριμένη ένδειξη.
Αντίθετα, θα μπορούσε η συγκεκριμένη ένδειξη να καταχωρισθεί (π.χ. αν δεν ασκούταν η ανακοπή εντός του τριμήνου από την κατάθεση όπως απαιτεί η νομοθεσία). Αυτό θα δημιουργούσε στη σηματούχο μια (ψευδ)αίσθηση ασφάλειας. Έτσι, θα οικοδομούσε στο συγκεκριμένο Brand με κάθε τρόπο. Στη συνέχεια, ωστόσο, για παράδειγμα μετά από τριετία, θα μπορούσε η δικαιούχος της ένδειξης BUFF να ασκήσει όχι ανακοπή αλλά αίτηση ακυρότητας, την οποία και – όπως φάνηκε - θα κέρδιζε. Αυτός είναι και ένας από τους μεγαλύτερους κινδύνους, ο οποίος αποσοβείται με τον σωστό προέλεγχο και την κατάλληλη νομική επεξεργασία από την πλευρά του ενδιαφερόμενου και υποψήφιου σηματούχου.
Επομένως, στο ανωτέρω παράδειγμα, η όποια προσπάθεια και οικοδόμηση επί του brand θα ήταν χωρίς νόημα – η ένδειξη πλέον δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί. Αυτός είναι και ο βασικότερος λόγος για τον οποίο, όπως έχουμε ήδη αλλού αναφέρει, η καταχώριση «λέει πολλά, λέει όμως και πολύ λίγα». Τούτο διότι εκείνος ο οποίος επιθυμεί να θέσει σταθερά θεμέλια στην επιχειρηματική του δραστηριότητα θα πρέπει να έχει κατά νου ότι είναι απαραίτητη η προηγούμενη σωστή νομική διεργασία, προκειμένου, πράγματι, το εμπορικό σήμα να διαθέτει την εγγενή ισχύ να αντέξει σε επιθετικές ενέργειες τρίτων (συνηθέστατα ανταγωνιστών). Η καταχώριση αποτελεί απλώς την κορυφή του παγόβουνου﮲ πολύ πιο σημαντικό είναι το τι βρίσκεται (εάν βρίσκεται) κάτω από αυτό. Αυτό θα παράσχει την απαραίτητη ομαλότητα στη διάρκεια ζωής του σήματος χωρίς αναπάντεχες (και συχνά καταστροφικές, ιδίως σε περιπτώσεις κινδύνου σύγχυσης: καταστροφή προϊόντων, παράλειψη χρήσης συγκεκριμένης ιστοσελίδας με ήδη καλή θέση στην κατάταξη της Google κ.ο.κ.) ανατροπές.