Όσο κοινότυπο και αν ακούγεται, οι επερχόμενες ευρωπαϊκές εκλογές έχουν κρίσιμο χαρακτήρα για τη μελλοντική πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντιμέτωπες με διαδοχικές πολύ-κρίσεις (πανδημία, ενεργειακή κρίση) οι ευρωπαϊκές οικονομίες και κοινωνίες καλούνται να ενισχύσουν την ανθεκτικότητά τους. Και εν μέσω ενός διαρκούς μεταβαλλόμενου διεθνούς περιβάλλοντος αναζητούν μηχανισμούς αποτελεσματικής προσαρμογής στις εξελισσόμενες μεγα-τάσεις (κλιματική κρίση, ραγδαίες τεχνολογικές αλλαγές και αυτοματισμός, δημογραφική συρρίκνωση).
Στον πυρήνα αυτής της προβληματικής βρίσκεται η οικονομία και ειδικότερα η θέση της Ε.Ε. έναντι του διεθνούς ανταγωνισμού. Αυτό διότι η ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας υπολείπεται έναντι των άλλων μεγάλων οικονομιών. Το χάσμα της παραγωγικότητας αυξάνει, καθώς από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 η μέση αύξηση της παραγωγικότητας υστερεί συγκριτικά με την αντίστοιχη των άλλων.
Αυτονόητα, βελτίωση της ανταγωνιστικότητας δεν νοείται δίχως επενδύσεις και σήμερα η Ε.Ε. υπολείπεται των ΗΠΑ και της Κίνας κατά 2% του ΑΕΠ σε παραγωγικές επενδύσεις.
Ωστόσο δεν πρέπει να κρυβόμαστε. Ο «ελέφαντας στο δωμάτιο» είναι ο κοινοτικός προϋπολογισμός που με τα σημερινά δεδομένα δεν φαίνεται ικανός να ανταποκριθεί σε μια φιλόδοξη Στρατηγική Ατζέντα 2024-2029 και στις νέες προτεραιότητες της Ε.Ε. (διπλή πρόκληση της πράσινης μετάβασης και του ψηφιακού μετασχηματισμού, ενίσχυση της «στρατηγικής αυτονομίας», κ.ά.). Η αναζήτηση μίας νέας γενιάς ιδίων πόρων θα αποτελέσει κορυφαίο πολιτικό ζήτημα στα επόμενα έτη.
Η Πολιτική Συνοχής αναζητά τη θέση της σε αυτό το σύνθετο περιβάλλον. Η σημασία της είναι αδιαμφησβήτητη. Πέρα από τη διαχρονική συμβολή της στον οικονομικό εκσυγχρονισμό των λιγότερο αναπτυγμένων περιφερειών, είναι το αδιόρατο νήμα που συνέχει τις τοπικές περιοχές και τους πολίτες της Ε.Ε., έκφραση αλληλεγγύης, ανάδειξης κοινών συμφερόντων και ισότιμης συμμετοχής σε ένα κοινό μέλλον. Αυτό είναι το «πνεύμα της συνοχής» που διαπνέει ήδη από την Συνθήκη της Ρώμης (1957) και την αρμονική ανάπτυξη των κοινοτήτων της Ευρώπης.
Αντίστροφα η αναπτυξιακή υστέρηση και η όξυνση των περιφερειακών ανισοτήτων ενισχύουν την απομάκρυνση των πολιτών από το ευρωπαϊκό εγχείρημα τροφοδοτώντας τη λεγόμενη «γεωγραφία της απογοήτευσης». Διαθέσιμες μελέτες αναδεικνύουν θετική συσχέτιση ανάμεσα στις οικονομικές επιδόσεις και στην αντιευρωπαϊκή και λαϊκιστική ψήφο. Είναι ενδεικτικό ότι τα μερίδια των ψήφων των ευρω-σκεπτικιστικών κομμάτων αυξήθηκαν την περίοδο 2008-2022 από το 7% στο 27%. Σήμερα μεγάλα γεωγραφικά τμήματα της Ε.Ε. βρίσκονται εγκλωβισμένα στην «αναπτυξιακή παγίδα» των ισχνών ή και μηδενικών ρυθμών ανάπτυξης επί πολλά συνεχόμενα χρόνια και νέα φαινόμενα κάνουν την εμφάνισή τους, όπως οι ενδοπεριφερειακές ανισότητες. Για τις περιοχές αυτές ο μηχανισμός της σύγκλισης φαίνεται να μην λειτουργεί αποτελεσματικά. Μετά την «περίοδο της σύγκλισης» (2001-2008) ακολούθησε η «περίοδος της απόκλισης» (Μεγάλη Κρίση) από την οποία πολλές περιφέρειες της Ε.Ε. δεν έχουν ακόμη ανακάμψει πλήρως.
Τα ζητήματα της εδαφικότητας και της τοπικότητας αναδείχτηκαν έντονα την περίοδο της πανδημίας καθώς οι επιπτώσεις υπήρξαν ασύμμετρες ακόμη και εντός των ίδιων κρατών.
Στην πρόσφατη Έκθεση Λέτα, ο Ιταλός πρώην πρωθυπουργός επισημαίνει τον καθοριστικό ρόλο της Πολιτικής Συνοχής ως αναγκαίο συμπλήρωμα της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς, προτείνοντας τη συμπλήρωση της αρχής της ελεύθερης μετακίνησης των πολιτών με αυτήν της δυνατότητας να παραμένεις στον τόπο σου, υπογραμμίζοντας έτσι την εδαφική διάσταση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
Ωστόσο κάθε δημόσια πολιτική για να παραμένει επιτυχής θα πρέπει να αλλάζει και η Πολιτική Συνοχής δεν μπορεί να αποτελέσει εξαίρεση. Η δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας πυροδότησε δικαιολογημένα μία διαδικασία αναστοχασμού αναφορικά με την Πολιτική Συνοχής. Αν και είναι σχετικά νωρίς για να εξάγουμε ασφαλή συμπεράσματα, το κανονιστικό και διαχειριστικό πλαίσιο που διέπει το ΤΑΑ δείχνει περισσότερο ευέλικτο επιτρέποντας τη δέσμευση και διοχέτευση των πόρων με ταχύτερο και αποτελεσματικότερο τρόπο (πχ. πληρωμές στη βάση αποτελέσματος). Συνακόλουθα η συμπερίληψη (και χρηματοδότηση) μεταρρυθμίσεων στα εθνικά σχέδια του ΤΑΑ ενισχύει την εμβέλεια και την επίδραση των χρηματοδοτούμενων επενδύσεων. Θεωρούμε ότι ανεξάρτητα από την τελική έκβαση των συζητήσεων για τη δημιουργία ενός μόνιμου μηχανισμού ενίσχυσης των δημοσίων επενδύσεων σε περιόδους κρίσεων, συνολικά η εμπειρία της λειτουργίας του ΤΑΑ προκαλεί μία σιωπηρή μεταρρύθμιση στην Πολιτική Συνοχής που θα φανεί στο νέο πλαίσιο μετά το 2027.
Σε ό,τι αφορά όμως τα ζητήματα της συνοχής δεν μπορούμε παρά να παρατηρήσουμε την «περιφερειακή τυφλότητα» που χαρακτηρίζει το ΤΑΑ, δηλαδή την έλλειψη πρόβλεψης στη φάση του σχεδιασμού του Ταμείου για τις επιπτώσεις του στις περιφέρειες. Ακόμη περισσότερο στη βάση της λειτουργίας του, ήδη ορισμένες πρώτες μελέτες παρατηρούν περαιτέρω απόκλιση ανάμεσα σε περιοχές που αδυνατούν να επωφεληθούν από τους πόρους του ΤΑΑ.
Την άνοιξη του 2025 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρόκειται να δημοσιοποιήσει τις προτάσεις επί των οποίων θα ξεκινήσει η διαπραγμάτευση για το νέο Πολυετές δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΠΔΠ) 2028-2034 καθώς και την Πολιτική Συνοχής μετά το 2027. Η Ελλάδα έχει απόλυτο συμφέρον να υποστηρίξει μία νέα και επαρκώς χρηματοδοτούμενη Πολιτική Συνοχής. Οι απόλυτα θετικές επιδόσεις της χώρας τα τελευταία χρόνια στην αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων αποτελούν το καλύτερο επιχείρημα υπέρ της μελλοντικής ενδυνάμωσης της περιφερειακής πολιτικής της Ε.Ε.
Σε αυτό το πλαίσιο, διατυπώνουμε τρεις παρατηρήσεις για την μελλοντική κατεύθυνση της Πολιτικής Συνοχής:
Πρώτον, είναι κρίσιμο να αναδειχτεί η παραγκωνισμένη αρχή της εδαφικής δικαιοσύνης. Το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) σημειώνει στο πρόγραμμά του (EPP 2024 Manifesto) τη σημασία της Πολιτικής Συνοχής, επισημαίνοντας τη θετική επίδρασή της στην ενιαία αγορά, διακηρύσσοντας την προτεραιότητα στον περιορισμό των οικονομικών, κοινωνικών και εδαφικών ανισοτήτων και προτείνοντας την αξιολόγηση των τοπικών/περιφερειακών επιπτώσεων κάθε νέου ευρωπαϊκού νομοθετήματος.
Δεύτερον, είναι αναγκαία μία θαρραλέα απλούστευση του εφαρμοστικού πλαισίου της Συνοχής στην κατεύθυνση της ευελιξίας, πολλές όψεις του οποίου είναι πλέον ξεκάθαρα αντιπαραγωγικές (όπως πχ. η λεγόμενη «έκρηξη των ελέγχων» και τα διαφορετικά επίπεδα εγκρίσεων). Πλήθος προτάσεων έχουν ήδη διατυπωθεί και αναζητούν πολιτική υποστήριξη (πχ. ενοποίηση Ταμείων, εισαγωγή του κανόνα «για κάθε θέσπιση, μία κατάργηση», κ.ά.).
Τρίτον, παρατηρούμε ότι συχνά από την Πολιτική Συνοχής αδυνατούν να επωφεληθούν οι περιοχές που την έχουν περισσότερο ανάγκη. Αυτό διότι αδυνατούν να αξιοποιήσουν τους διαθέσιμους πόρους λόγω έλλειψης διαχειριστικής επάρκειας ή αδύναμων θεσμών. Η επόμενη Πολιτική Συνοχής πρέπει να προβλέπει πόρους (μέσω στοχευμένης τεχνικής βοήθειας αλλά και αιρεσιμοτήτων) για την ενίσχυση της θεσμικής ικανότητας των δικαιούχων των συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων.
Συνοψίζοντας τα παραπάνω, η Πολιτική Συνοχής (πρέπει να) έχει μέλλον. Αυτό είναι ένα από τα κορυφαία ζητήματα που κρίνονται στους συσχετισμούς που θα προκύψουν μετά τις ευρωεκλογές.