Η ΕΕ δεν κατόρθωσε να μειώσει σημαντικά τα επίμονα σφάλματα στις δαπάνες της πολιτικής συνοχής, στόχος της οποίας είναι η μείωση των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων εντός της Ένωσης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα κράτη μέλη εξακολουθούν να μην εφαρμόζουν δικλίδες σε όλα τα επίπεδα, σύμφωνα με επισκόπηση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Από τη μία, οι αρχές των κρατών μελών θα μπορούσαν να εντοπίζουν και να αποτρέπουν περισσότερα σφάλματα, από την άλλη όμως, η Επιτροπή, όντας το εκτελεστικό όργανο της Ένωσης, όχι μόνο υποεκτίμησε το συνολικό επίπεδο των παράτυπων δαπανών, αλλά δεν αξιοποίησε κιόλας αρκετά τα εργαλεία που είχε στη διάθεσή της για να ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να βελτιώσουν τόσο τον τρόπο με τον οποίο ασκούν τη διαχείριση όσο και τα συστήματά τους.
Η πολιτική συνοχής αποτελεί σημαντικότατο τομέα δαπανών της ΕΕ. Διαχρονικά, πρόκειται επίσης για τον τομέα του προϋπολογισμού της ΕΕ με τον μεγαλύτερο αριθμό σφαλμάτων στις δαπάνες. Το εκτιμώμενο επίπεδο σφάλματος δεν υποδηλώνει το μέγεθος της απάτης, της μη αποδοτικότητας των δαπανών ή της διασπάθισης πόρων: αποτελεί εκτίμηση των ποσών που δεν χρησιμοποιήθηκαν σύμφωνα με τους ισχύοντες ενωσιακούς και εθνικούς κανόνες. Από την εξέταση των πολυετών δημοσιονομικών κύκλων 2007-2013 και 2014-2020 προκύπτει ότι το συνολικό επίπεδο σφάλματος στις δαπάνες συνοχής μειώθηκε από 6 % σε 4,8 %, παρέμενε όμως κάθε χρόνο πάνω από το όριο του 2 % που ορίζουν οι κανόνες, και κορυφώθηκε μάλιστα πρόσφατα φθάνοντας στο 6,7 % το 2022.
«Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη συνεργάζονται στενά ώστε να εξασφαλίζουν για τους πολίτες τα οφέλη της πολιτικής συνοχής της ΕΕ, χρειάζεται όμως να κάνουν περισσότερα προκειμένου να βεβαιώνονται ότι οι δαπάνες πραγματοποιούνται σύμφωνα με τους κανόνες», δήλωσε η Helga Berger, Μέλος του ΕΕΣ και αρμόδια για την επισκόπηση. «Όσον αφορά την εφαρμογή δικλίδων, αν και εμπλέκονται πολλοί παράγοντες δεν υπάρχουν έμπρακτα αποτελέσματα».
Σε ένα πυραμιδικό σύστημα ελέγχων, στην πρώτη γραμμή άμυνας για τη διασφάλιση της ορθότητας των δαπανών βρίσκονται οι δικλίδες που εφαρμόζουν οι διαχειριστικές αρχές των κρατών μελών. Oι δικλίδες αυτές εμφανίζουν αδυναμίες, ενώ θα μπορούσαν να είχαν αποτρέψει πάνω από το ένα τρίτο των σφαλμάτων που εντόπισε το ΕΕΣ μεταξύ του 2017 και του 2022.
Τη δεύτερη γραμμή άμυνας αποτελούν οι δικλίδες που εφαρμόζουν τα ίδια τα όργανα ελέγχου των κρατών μελών. Και στην περίπτωση αυτή, το ΕΕΣ διαπίστωσε αδυναμίες ποικίλης φύσης και σοβαρότητας, στις εργασίες 40 από τα 43 όργανα ελέγχου που εξέτασε.
Στην τρίτη γραμμή άμυνας, η Επιτροπή βασίζει τις αξιολογήσεις της στις λιγοστές μόνο αξιόπιστες δικλίδες που εφαρμόζονται σε εθνικό επίπεδο, με τις εθνικές αρχές ανά την ΕΕ να μην είναι όλες εξίσου αποτελεσματικές όσον αφορά τον εντοπισμό εσφαλμένων δαπανών.
Ταυτόχρονα, τα εργαλεία της ίδιας της Επιτροπής για τον εντοπισμό, την πρόληψη ή τη διόρθωση σφαλμάτων παρουσιάζουν σειρά αδυναμιών. Καθώς οι έλεγχοι βάσει εγγράφων που πραγματοποιεί δεν είναι σχεδιασμένοι για να εντοπίζουν εσφαλμένες δαπάνες, η Επιτροπή θα εξασφάλιζε περισσότερα αποτελέσματα πραγματοποιώντας περισσότερους ελέγχους συμμόρφωσης στον συγκεκριμένο τομέα.
Μπορεί επίσης να εφαρμόζει δημοσιονομικές διορθώσεις όταν οι δικλίδες πάσχουν από σοβαρές ελλείψεις, προκειμένου να αντισταθμίζονται οι επιπτώσεις των εσφαλμένων δαπανών στον προϋπολογισμό της ΕΕ. Ωστόσο, οι διορθώσεις αυτές δεν έχουν μέχρι στιγμής ως άμεσο αποτέλεσμα την απώλεια χρηματοδότησης για το εκάστοτε κράτος μέλος.
Αντίθετα, δόθηκε στα κράτη μέλη η δυνατότητα να επαναχρησιμοποιήσουν τα ποσά των εν λόγω διορθώσεων σε άλλα έργα. Αυτό όχι μόνο περιορίζει το αποτρεπτικό αποτέλεσμα που μπορούν να έχουν οι διορθώσεις αλλά και δεν παρέχεται κίνητρο στα κράτη μέλη να βελτιώσουν τα συστήματά τους και, με τον τρόπο αυτό, να αποφεύγουν εξ αρχής τα σφάλματα.
Το μεγαλύτερο μέρος των σφαλμάτων στις δαπάνες συνοχής τα τελευταία χρόνια οφείλεται σε μη επιλέξιμες δαπάνες και μη επιλέξιμα έργα, ενώ ακολουθεί η μη συμμόρφωση των αποδεκτών χρηματοδότησης με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις και τη σύναψη συμβάσεων. Πίσω από τα σφάλματα αυτά, το ΕΕΣ εντόπισε τρία βαθύτερα αίτια: την ανεπαρκή διοίκηση στα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης της λήψης ακατάλληλων αποφάσεων και των μη αποδοτικών επαληθεύσεων από τις διαχειριστικές αρχές· την εξ αμελείας ή εικαζόμενη εκ προθέσεως μη συμμόρφωση των δικαιούχων· και τα προβλήματα με την ερμηνεία των κανόνων.
Το ΕΕΣ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υπάρχει περιθώριο τόσο για την Επιτροπή όσο και για τα κράτη μέλη να βελτιώσουν τον τρόπο με τον οποίο διενεργούν τους ελέγχους τους σχετικά με τις δαπάνες στον τομέα της συνοχής και προειδοποιεί ότι ο κίνδυνος παράτυπων δαπανών παραμένει υψηλός. Τονίζει ότι λόγω της αλληλοεπικάλυψης μεταξύ των πολυετών περιόδων δαπανών και των ταμείων της ΕΕ για την ανάκαμψη από την πανδημία COVID-19, ασκείται ακόμη μεγαλύτερη πίεση σε ορισμένα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι τα χρήματα δαπανώνται σύμφωνα με τους κανόνες.