Τέλος στις μακρές λίστες αναμονής για χειρουργείο στα νοσοκομεία του ΕΣΥ καθώς και στα Πανεπιστημιακά επιχειρεί να βάλει το υπουργείο Υγείας, με τη θέσπιση της Ενιαίας Λίστας Χειρουργείων. Ο σχετικός νόμος ψηφίστηκε στις αρχές Οκτωβρίου από την Ολομέλεια της Βουλής και το εγχείρημα αναμένεται να ολοκληρωθεί στο τέλος του χρόνου.
Σήμερα, τα νοσοκομεία διατηρούν ξεχωριστές λίστες χειρουργείων, ωστόσο, σε αρκετές περιπτώσεις δεν ενημερώνονται, δεν τηρούνται ή δεν ελέγχονται. Η ενιαία λίστα, η οποία αποτελούσε εξαρχής προτεραιότητα του Υπουργού Υγείας, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, θα ενταχθεί σε ηλεκτρονική πλατφόρμα της ΗΔΙΚΑ, με βασικούς όρους για την κατάρτισή της να αποτελούν, η αξιολόγηση της σοβαρότητας της νόσου και του δυνατού χρόνου αναμονής, με ασφάλεια για την υγεία του ασθενούς.
Σκοπός του υπουργείου είναι, μέσω της αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών πληροφορικής, να καταρτίζονται, οργανώνονται και παρακολουθούνται σε όλα τα νοσοκομεία του ΕΣΥ της χώρας τα περιστατικά ασθενών που χρήζουν χειρουργικής επέμβασης, ώστε να επιτευχθεί σημαντική μείωση αναμονής των ασθενών και παρέχεται η δυνατότητα κεντρικής διαχείρισης των δεδομένων, για την λήψη στρατηγικών αποφάσεων, με βάση την πραγματική εικόνα των λιστών. Παράλληλα, εισάγονται πλέον στη λίστα και τα έκτακτα/επείγοντα περιστατικά, ώστε να απεικονίζεται ορθά και σε πραγματικές συνθήκες ο ακριβής αριθμός των χειρουργείων.
Απειλή για την επιτυχία του μεγάλου εγχειρήματος αποτελούν οι διαχρονικές ελλείψεις προσωπικού χειρουργείων, με κύρια αυτήν των αναισθησιολόγων. Ωστόσο, έγκυρες πηγές αναφέρουν ότι για την κάλυψη των κενών ιατρικού προσωπικού χειρουργείων θα απορροφηθούν γιατροί από τις 850 μόνιμες προσλήψεις που έχουν ήδη προκηρυχθεί, ενώ παράλληλα εξετάζονται και άλλα σενάρια προς αυτήν την κατεύθυνση.
Στην τελική ευθεία η εκκαθάριση των λιστών
Σύμφωνα με τον Υφυπουργό Υγείας, Μάριο Θεμιστοκλέους, η Covid-19, όπως και στις υπόλοιπες χώρες, αύξησε κατά 25% περίπου τη λίστα των χειρουργείων στην Ελλάδα, με τη μεγάλη αναμονή να παρουσιάζεται στις λεγόμενες «ψυχρές επεμβάσεις» (για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος ή μίας ιατρικής κατάστασης που δεν είναι απειλητική για τη ζωή του ασθενούς).
Πηγές από την Ελληνική Χειρουργική Εταιρεία αναφέρουν ότι η αναμονή για ορισμένες παθήσεις, κυρίως στα μεγάλα νοσοκομεία των κεντρικών πόλεων, είναι πολύμηνη και -σε ορισμένες περιπτώσεις- μπορεί να φτάνει τον έναν χρόνο. Πρόκειται κατά κανόνα για καλοήθεις παθήσεις, όπως για παράδειγμα η χολολιθίαση, οι παθήσεις του θυρεοειδούς αδένα και οι κήλες του κοιλιακού τοιχώματος στην ειδικότητα της Γενικής Χειρουργικής.
Ωστόσο, η λίστα αναμονής για τις περιπτώσεις κακοηθειών δεν είναι μεγάλη, καθώς τα περιστατικά αυτά αντιμετωπίζονται στα περισσότερα νοσοκομεία σαν επείγουσες καταστάσεις και χειρουργούνται εντός ολίγων ημερών μετά τη διάγνωση. Εξαίρεση αποτελούν οι μεγάλες γυναικολογικές κλινικές της Αθήνας, όπου υπάρχει σημαντική αναμονή προς χειρουργείο ασθενών με γυναικολογικό καρκίνο.
«Η ψηφιοποίηση της διαδικασίας ένταξης στη λίστα θα μας επιτρέψει σε πρώτο στάδιο να έχουμε τα ακριβή δεδομένα. Γιατί χρειάζεται να το κάνουμε αυτό; Η λίστα χειρουργείων δημιουργήθηκε το 2017, δεν είχε όμως προβλεφθεί διαδικασία επικαιροποίησής της. Σε πολλές περιπτώσεις, ακόμη και αν γινόταν ένα χειρουργείο, το σύστημα δεν ενημερωνόταν και ο ασθενής παρέμενε εγγεγραμμένος σε αυτήν. Αυτό δημιούργησε ψευδώς πολύ αυξημένο μέγεθος λίστας, το οποίο δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα και καθιστά αδύνατο τον προγραμματισμό και τη διαχείριση των ασθενών», αναφέρει στο Insider ο Μάριος Θεμιστοκλέους, ο οποίος έχει αναλάβει την υλοποίηση του εγχειρήματος. Και προσθέτει:
«Εφεξής η ένταξη του ασθενούς στη λίστα θα γίνεται από το θεράποντα ιατρό, μόνο μέσω ψηφιακής πλατφόρμας του νοσοκομείου και θα καταργηθεί το χειρόγραφο σύστημα. Επιπλέον, μεριμνούμε ώστε το σύστημα να μπορεί να ενημερώνεται άμεσα εάν κάποιος έχει χειρουργηθεί σε άλλο νοσοκομείο ή σε επείγουσα βάση. Στο ίδιο πλαίσιο, έχει προβλεφθεί τηλεφωνική επικοινωνία με όλους τους πολίτες που βρίσκονται στη λίστα για να επιβεβαιώσουμε την παραμονή τους σε αυτήν».
Σημειώνεται ότι για την υποστήριξη των προκαταρκτικών δράσεων και την εκκαθάριση της λίστας έχει συσταθεί 8μελής Ομάδα Εργασίας. Ήδη, από τα μέσα Οκτωβρίου έχει δοθεί προθεσμία δύο μηνών στις Υγειονομικές Περιφέρειες (Υ.Πε.) και τις διοικήσεις των νοσοκομείων, με τη διαδικασία εκκαθάρισης να αναμένεται να οκληρωθεί εντός του επόμενου μήνα.
Θεμιστοκλέους: Τολμηρές αλλαγές βήμα-βήμα
Όπως αναφέρει ο Υφυπουργός, σε καθημερινή βάση σε νοσοκομεία του ΕΣΥ νοσηλεύονται 6.622 ασθενείς, επισκέπτονται τα τακτικά εξωτερικά ή απογευματινά ιατρεία 25.260 πολίτες, προσέρχονται στα ΤΕΠ 11.698 άτομα, διενεργούνται 3.449 χειρουργικές επεμβάσεις και 682.787 εξετάσεις (απεικονιστικές, βιοπαθολογίας και άλλες).
«Πίσω από αυτούς τους αριθμούς βρίσκεται ένα ολοκληρωμένο οργανωμένο εθνικό σύστημα υγείας, αλλά κυρίως βρίσκονται οι γιατροί νοσηλευτές το διοικητικό προσωπικό που με ζήλο επαγγελματισμό και αυταπάρνηση προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους ασθενείς. Γιατί έχει αξία να τονίσουμε ότι στη χώρα αυτή που λέγεται Ελλάδα υφίσταται ένα μεγάλο αξιακό πλεονέκτημα, σε σχέση με τα συστήματα υγείας άλλων χωρών: η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που συνεχίζει ακόμα και σε συνθήκες δύσκολες, ακόμα και σε συνθήκες κρίσης να παρέχει άμεση προσβασιμότητα στις υπηρεσίες υγείας. Πουθενά αλλού στην Ευρώπη τα νοσοκομεία δεν εξυπηρετούν τόσο άμεσα αυτούς που δεν μπορούν, αυτούς που δεν έχουν», τονίζει ο κ. Θεμιστοκλέους.
«Όλα τα συστήματα Υγείας στην Ευρώπη παρουσιάζουν δυσλειτουργίες, ειδικά μετά την πανδημία. Παρόλα αυτά, εμείς δεν κρύβουμε τα προβλήματα, ούτε προσπαθούμε, ως Κυβέρνηση, να ωραιοποιήσουμε την κατάσταση και υλοποιούμε βήμα-βήμα τολμηρές αλλαγές για να αντιμετωπίσουμε χρόνιες παθογένειες», προσθέτει. Και καταλήγει:
«Το ΕΣΥ συμπληρώνει 40 χρόνια ζωής. Και τα 40 αυτά χρόνια παρά τις όποιες αδυναμίες εμφανίζει, αποτελεί βασικό πυλώνα της ελληνικής κοινωνίας, που μάχεται για τη διασφάλιση του υπέρτατου αγαθού, αυτού της Υγείας. Στις δυσκολίες και στις κρίσεις, που εκεί είναι που “μετριέται το μπόι του καθενός”, το ΕΣΥ, όχι μόνο άντεξε αλλά και πρωτοστάτησε, την ώρα που αντίστοιχα συστήματα άλλων ευρωπαϊκών χωρών κατέρρευσαν».