Σε «συστράτευση» για να κερδηθεί η «μάχη» της ρευστότητας σε όλα τα μέτωπα και να μην χαθεί η μοναδική ευκαιρία του Ταμείου Ανάκαμψης για τη χώρα, καλεί η κυβέρνηση τις τράπεζες.
Το «καυτό» θέμα της ελλιπούς χρηματοδότησης των επιχειρήσεων από το τραπεζικό σύστημα και η επείγουσα ανάγκη της διεύρυνσης των κριτηρίων πιστοδοτήσεων, ώστε να επεκτείνουν τους αποδέκτες της τραπεζικής ρευστότητας πέραν των 30.000 επιχειρήσεων που οι τράπεζες θεωρούν bankable, τίθεται σήμερα στο τραπέζι ευρείας τηλεδιάσκεψης του Υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα και του αρμόδιου για το χρηματοπιστωτικό σύστημα Υφυπουργού Οικονομικών Γιώργου Ζαββού με τη συμμετοχή της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών και των συστημικών τραπεζών, της Τράπεζας της Ελλάδος, καθώς και εκπροσώπων από φορείς της αγοράς και Επιμελητήρια της χώρας.
Η ενίσχυση της ρευστότητας στην πραγματική Οικονομία αποτελεί βασικό άξονα της κυβερνητικής πολιτικής για την επίτευξη ισχυρής και διατηρήσιμης ανάπτυξης, ενώ ο μετασχηματισμός του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας με την υλοποίηση των επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα απαιτήσει τη χρηματοδοτική στήριξη των επιχειρήσεων από ένα ισχυρό τραπεζικό σύστημα, όπως επεσήμανε χθες και ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας, μέσα από την Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής της ΤτΕ.
Ακριβώς έξι χρόνια μετά το ναδίρ στο οποίο βρέθηκαν οι ελληνικές τράπεζες με την επιβολή των capital controls στις 29 Ιουνίου του 2015, σήμερα βρίσκονται με επάρκεια κεφαλαίων και ρευστότητας για να διαδραματίσουν τον διαμεσολαβητικό τους ρόλο στη χρηματοδότηση της Οικονομίας. Καλούνται, όμως, να ξεπεράσουν τον εαυτό τους, αφού έχουν βοηθηθεί σημαντικά από την κυβέρνηση και τις εποπτικές αρχές για να ανταπεξέλθουν τις επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης και να είναι σε θέση να στηρίξουν επαρκώς την οικονομική ανάκαμψη.
Παρά την αύξηση των χορηγήσεων προς τις επιχειρήσεις, ωστόσο, το τραπεζικό σύστημα δεν δείχνει να ανταποκρίνεται στα ζητούμενα των καιρών και της κυβέρνησης, η οποία διαπιστώνει απροθυμία από το τραπεζικό σύστημα να αναλάβει το ρίσκο της χρηματοδότησης του πολυπληθούς «κορμού» της ελληνικής Οικονομίας, των μικρομεσαίων και μικρών επιχειρήσεων.
Όπως επισημαίνει και η ΤτΕ στην Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2020 – 2021, η τραπεζική χρηματοδότηση δεν είναι επαρκής ώστε να ικανοποιήσει πλήρως τις τεράστιες ανάγκες για δανειακά κεφάλαια που δημιουργεί η πανδημία. Οι τράπεζες έχουν βελτιώσει σημαντικά τη ρευστότητά τους μέσω της συνεχιζόμενης άντλησης πόρων μεγάλου ύψους από το Ευρωσύστημα (κυρίως μέσω των TLTRO III), των διευκολύνσεων από τα εποπτικά μέτρα ελάφρυνσης του SSM, αλλά και της σημαντικής αύξησης των καταθέσεων. Ωστόσο, όπως διαπιστώνει η ΤτΕ, αυτό το δυναμικό ρευστότητας δεν έχει ακόμη διοχετευθεί σε χορηγήσεις προς τους πελάτες τους, καθώς οι τράπεζες συνέχισαν να πιστοδοτούν την πραγματική οικονομία με τη στήριξη κυρίως των προγραμμάτων που διαχειρίζεται η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα. Ο κύριος όγκος των πόρων από τα προγράμματα εγγυήσεων ή επιδότησης επιτοκίου (“Ταμείο Εγγυήσεων COVID-19” και “ΤΕΠΙΧ ΙΙ”) απορροφήθηκε μέχρι τον Δεκέμβριο, ενώ τότε έπαυσαν να ισχύουν για τα περισσότερα δάνεια που μπήκαν σε μορατόριουμ και τα μέτρα αναστολής πληρωμών δόσεων. Επομένως η μέχρι πρότινος θετική επίδραση στην καθαρή ροή δανείων, λόγω της διακοπής των αποπληρωμών, εξέλιπε μετά τον Δεκέμβριο, επισημαίνει η ΤτΕ. Από την άλλη πλευρά, όπως αναφέρει, η συνέχιση του δημοσιονομικού μέτρου της επιστρεπτέας προκαταβολής κατά το 2021 βελτίωσε τη χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων, περιορίζοντας τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα τον πιστωτικό κίνδυνο.
ΤτΕ: Τι δείχνουν τα στοιχεία για τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων το α΄ 4μηνο 2021
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, η εξέταση της τραπεζικής χρηματοδότησης ανά μέγεθος επιχείρησης δείχνει ότι ο ετήσιος ρυθμός πιστωτικής επέκτασης προς τις μεγάλες επιχειρήσεις επιταχύνθηκε το α΄ τετράμηνο του 2021 σε 10,8% κατά μέσο όρο από 9,9% το 2020. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής των δανείων προς τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ) επίσης αυξήθηκε σε 7,4% το α΄ τετράμηνο του 2021 από 1,9% το 2020.
Το διάστημα Ιανουαρίου-Απριλίου 2021 η μέση μηνιαία ακαθάριστη ροή δανείων (τακτής λήξης) προς τις μεγάλες επιχειρήσεις ανήλθε σε 515 εκατ. ευρώ, σε σύγκριση με ροή ύψους 847 εκατ. ευρώ το 2020. Η αντίστοιχη ροή δανείων προς τις ΜμΕ το τρίμηνο αυτό ήταν 355 εκατ. ευρώ (2020: 503 εκατ. ευρώ), μόνο κατά τι χαμηλότερη σε σύγκριση με τις μεγάλες επιχειρήσεις. Επίσης, το μερίδιο των δανείων προς ΜμΕ στη σωρευτική ακαθάριστη ροή δανείων (τακτής λήξης) προς επιχειρήσεις την περίοδο Ιανουαρίου-Απριλίου 2021 αυξήθηκε σε 43,8% (2020: 37,3%, 2019: 41,1%).
Επομένως, το τετράμηνο μέχρι τον Απρίλιο του 2021 οι τράπεζες συνέχισαν, όπως και το 2020, να κατευθύνουν μεγαλύτερο μέρος των δανείων προς τις μεγάλες επιχειρήσεις σε σύγκριση με τις ΜμΕ, οι οποίες συνδέονται με υψηλό πιστωτικό κίνδυνο. Η διαφορά όμως μειώθηκε το εν λόγω τετράμηνο σε σύγκριση με το 2020, ως αποτέλεσμα της επίδρασης των προγραμμάτων της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας.
Οι τρεις τομείς οικονομικής δραστηριότητας προς τις επιχειρήσεις των οποίων καταγράφηκε υψηλότερη σωρευτική καθαρή ροή χρηματοδότησης το α΄ τετράμηνο του 2021 ήταν: α) ο τουρισμός (280 εκατ. ευρώ), β) το εμπόριο (168 εκατ. ευρώ) και γ) οι δραστηριότητες που σχετίζονται με τη διαχείριση ακίνητης περιουσίας (95 εκατ. ευρώ) (τα αντίστοιχα ποσά χρηματοδοτήσεων το 2020 ήταν: 1,1 δισ. ευρώ, 1,7 δισ. ευρώ και 476 εκατ. ευρώ).