Νέο «μέτωπο» με το υπουργείο Εργασίας ανοίγει ο ΣΕΒ, με αφορμή την εγκύκλιο του υπουργείου Εργασίας για τον κατώτατο μισθό και τις τριετίες.
Ο Σύνδεσμος μάλιστα προειδοποιεί πως η εγκύκλιος ανατρέπει (αντί να ερμηνεύει) νομοθετικές διατάξεις και αν θεωρηθεί πως προκαλεί οικονομική βλάβη στον επιχειρηματικό κόσμο της χώρας, τότε εξετάζεται η προσβολή της με αίτηση ακύρωσης.
Πιο συγκεκριμένα, με κοινή επιστολή προς την υπουργό Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου, οι Πρόεδροι του ΣΕΒ και των Περιφερειακών Βιομηχανικών Συνδέσμων επισημαίνουν ότι:
«Το υπουργείο Εργασίας τροποποιεί την ισχύουσα νομοθεσία μέσω μιας λανθασμένης Υπουργικής Εγκυκλίου. Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία (άρθρο 103 του Ν.4172/2013 όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο πρώτο υποπαρ.ΙΑ.6 περ.2 του Ν.4254/2014) ο κατώτατος μισθός νοείται ως μία «μοναδική αξία (ποσό) αναφοράς», δηλαδή δεν συμπεριλαμβάνει τριετίες για όσους εισέρχονται στην αγορά εργασίας μετά την 14.2.2012.
Ωστόσο, με την Εγκύκλιο που δημοσίευσε το Υπουργείο Εργασίας στις 18/2/2019, ενώ εμφανίζεται να διευκρινίζει ή να ερμηνεύει νομοθετικές διατάξεις, στην ουσία τις ανατρέπει, αναβιώνοντας προσαυξήσεις σε εργαζόμενους και εργατοτεχνίτες που έχουν καταργηθεί δια νόμου.
Αν αυτό επιθυμεί το Υπουργείο Εργασίας, θα πρέπει να νομοθετήσει αναλόγως. Διαφορετικά θα πρέπει άμεσα να εκδώσει νέα εγκύκλιο στο πλαίσιο της ισχύουσας νομοθεσίας.»
Να σημειωθεί ότι ο ΣΕΒ εκτιμά πως από τη νομοθεσία συνάγεται πως «ο νομοθετημένος κατώτατος μισθός / κατώτατο ημερομίσθιο νοούνται ως «μοναδιαίες αξίες» (ποσά αναφοράς), το οποίο πρακτικά σημαίνει ότι οι ωριμάνσεις λόγω προϋπηρεσίας (τριετίες) καταργούνται και αντικαθίστανται από ένα μοναδικό ποσό κατώτατου μισθού και ημερομισθίου για όλους, ανεξαρτήτως προϋπηρεσίας».
Η θέση αυτή του ΣΕΒ έχει καταγραφεί στο πλαίσιο της διαβούλευσης για τον καθορισμό του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου και συγκεκριμένα στην «Έκθεση Αξιολόγησης του Ισχύοντος Νομοθετημένου Κατώτατου Μισθού ΙΟΒΕ - για λογαριασμό ΣΕΒ».
Εκτιμά δε ότι «εάν υποστηριχθεί αποτελεσματικά, και γίνει αποδεκτό, ότι η συγκεκριμένη εγκύκλιος είναι «ψευδοερμηνευτική» και ότι εισάγει ουσιαστικά νέα ρύθμιση, η οποία είναι αντίθετη προς τα οριζόμενα στο νόμο, όπως αναλύσαμε ανωτέρω, αν θεωρηθεί δηλαδή ότι η εγκύκλιος έχει κανονιστικό χαρακτήρα και προκαλεί οικονομική βλάβη, τότε μπορεί να προσβληθεί με αίτηση ακύρωσης. Η σκοπιμότητα και η αποτελεσματικότητα αυτής της επιλογής εξετάζεται».